Εκπαιδευτική γνώση και Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (Β΄)


ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*

 (Ομιλία στην τιμητική εκδήλωση για τα 40χρονα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου)

(ΜΕΡΟΣ Β΄ τελευταίο)

Σ’ αυτή την αλλαγή καλείται να συμβάλει σε μεγάλο βαθμό το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Αυτό είναι το κύριο έργο του, το έργο της βοήθειας των εκπαιδευτικών στη βελτίωση του τρόπου διδασκαλίας τους ώστε αυτή να γίνει πιο ενδιαφέρουσα, πιο ουσιαστική και πιο αποτελεσματική. Οι διδάσκοντες στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο έχουν δυο πλεονεκτήματα στον τομέα αυτό έναντι των επιθεωρητών και έναντι του Τμήματος Επιστημών της Αγωγής του Πανεπιστημίου Κύπρου, Έναντι των επιθεωρητών, γιατί, αντίθετα προς αυτούς, δεν έχουν κανένα δικαίωμα ελέγχου και καμιά εξουσία πάνω στους μάχιμους εκπαιδευτικούς. Αυτό σημαίνει ότι οι εκπαιδευτικοί μπορούν να τους έχουν εμπιστοσύνη και να λειτουργήσουν πιο ελεύθερα, αφού δεν θα έχουν καμιά αναστολή και κανένα φόβο να ζητήσουν τη συμβουλή και τη βοήθειά των λειτουργών του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου. Και έναντι του Τμήματος Επιστημών της Αγωγής, λόγω του είδους της επιμόρφωσης στο οποίο δίνει έμφαση το τελευταίο χρονικό διάστημα το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Τα σεμινάρια που οργανώνει σήμερα το Π.Ι. είναι πάνω σε σχολική βάση. Αυτό σημαίνει ότι ανταποκρίνονται στις συγκεκριμένες ανάγκες των εκπαιδευτικών κάθε σχολικής μονάδας χωριστά. Άρα αναμένεται να αγκαλιάζονται με μεγαλύτερο ενδιαφέρον.

Πολλές φορές άκουσα αξιωματούχους της εκπαίδευσης να διερωτούνται, αν χρειάζεται το Παιδαγωγικό μετά την ίδρυση του Πανεπιστημίου Κύπρου. Πιστεύω πως ο ρόλος των δυο ιδρυμάτων είναι διακριτός. Το Πανεπιστήμιο Κύπρου και συγκεκριμένα το Τμήμα Επιστημών της Αγωγής έχει ως έργο του, πρώτα, να προετοιμάζει επιστημονικά και παιδαγωγικά δασκάλους και νηπιαγωγούς και, δεύτερο, να παράγει καινούργια εκπαιδευτική γνώση. Το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο έχει ως κατ’ εξοχήν έργο του την παιδαγωγική, δηλαδή να εκπαιδεύει θεωρητικά και πρακτικά τους εκπαιδευτικούς σε θέματα διδασκαλίας και μάθησης. Αυτό ωστόσο δεν εμποδίζει τη συνέργεια στο πεδίο της παιδαγωγικής έρευνας και παραγωγής διδακτικού υλικού και στον τομέα της Ανάπτυξης Προγραμμάτων και της διδασκαλίας. Η συνεργασία αυτή διευκολύνεται ακόμα περισσότερο με την πρόσφατη πρωτοβουλία της Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου (ΠΕΚ), στην οποία πρωταγωνιστούν μέλη ΔΕΠ του Πανεπιστημίου Κύπρου, να ιδρύσει Ομάδες Ειδικών Ενδιαφερόντων(ΟΕΕ), μεταξύ των οποίων και την Ομάδα που επικεντρώνεται στην Ανάπτυξη Προγραμμάτων, και να καλέσει «ερευνητές, εκπαιδευτικούς, φοιτητές, εκπαιδευτές εκπαιδευτικών και συγγραφείς εκπαιδευτικών υλικών οι οποίοι έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις σπουδές (αναλυτικών) προγραμμάτων ως επιστημονικό πεδίο γενικότερα και στην ανάπτυξη προγραμμάτων και τη διδασκαλία ειδικότερα, να συνεργασθούν σε εκπαιδευτική έρευνα που να εξετάζει το (σχολικό) αναλυτικό πρόγραμμα, τις βάσεις του, τις διάφορες διαστάσεις του, τη διδασκαλία και την εκπαίδευση εκπαιδευτικών». Η συνεργασία αυτή θα αποφέρει, πιστεύω, πολλά σε έναν τομέα που είναι ιδιαίτερα ζωτικός για την εκπαίδευση και έχει πολλές ανάγκες.

Η ερευνητική δραστηριότητα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου μπορεί βέβαια να επικεντρωθεί και σε θέματα που έχουν σχέση με τις διάφορες μορφές μάθησης και στο ρόλο που διαδραματίζουν στη μάθηση τα χαρακτηριστικά του μανθάνοντος και της κουλτούρας της Κύπρου. Τα πορίσματα των ερευνών του θα μπορεί και θα πρέπει να τα θέτει υπόψη και των επιθεωρητών και του Υπουργείου Παιδείας, όπως και των τριών Επιτροπών που έχουν συσταθεί από τον Υπουργό Παιδείας το καλοκαίρι του 2013 για θέματα των αναλυτικών προγραμμάτων, ή, όπως ανακοινώθηκε πρόσφατα, για «εκσυγχρονισμό του εκπαιδευτικού συστήματος» (Paideia-news,22 Νοεμ.2013).

 Οι διεθνείς επιστημονικές έρευνες έδειξαν, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ότι η κουλτούρα και οι κοινωνικοί παράγοντες επηρεάζουν τη μάθηση. Όπως είναι φυσικό, οι παράγοντες αυτοί στην Κύπρο θα επηρεάζουν διαφορετικά τη μάθηση από ό,τι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Επομένως, τα θέματα αυτά πρέπει να μελετηθούν επιστημονικά και στην Κύπρο και τα πορίσματα των ερευνών να εμπλουτίζουν ως μια τοπική εμπειρογνωμοσύνη τις πληροφορίες που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο με βάση έρευνες που έγιναν στο εξωτερικό, και να λαμβάνονται υπόψη από τους δικούς μας εκπαιδευτικούς και επιθεωρητές. Τα πορίσματα των ερευνών του Π.Ι. θα δίνουν τη δυνατότητα να μην ακολουθούνται κατά γράμμα τα ξένα πρότυπα.

Με το σύνολο των δραστηριοτήτων του το Π.Ι. θα μπορέσει να συμβάλει πρακτικά στον ουσιαστικό και πραγματικό εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης στην Κύπρο. Το δημόσια εκπεφρασμένο αίτημα και όραμα όλων σχεδόν των υπουργών παιδείας της Κύπρου μέχρι σήμερα ήταν εκείνο του εκσυγχρονισμού, το λίφτιγκ της παιδείας, όπως το περιγράφουν οι κυπριακές εφημερίδες(Πολίτης της Κυριακής, 23 Ιαν. 2005, σ. 91). Οι περισσότεροι ωστόσο απ’ αυτούς είδαν τον εκσυγχρονισμό ως αλλαγή μόνο των πτυχών που έχουν σχέση με την παροχή εκπαίδευσης (δομές του εκπαιδευτικού συστήματος, οργάνωση, διοίκηση, αναλυτικά, εκπαίδευση δασκάλων) και αγνόησαν σε μεγάλο βαθμό την ουσία της εκπαίδευσης, τη μάθηση, πιθανότατα γιατί είναι πολύ δύσκολο έργο, αλλά προπαντός γιατί υπάρχει η αντίληψη ότι αυτή η πτυχή δεν προσφέρεται για να βοηθήσει μια κυβέρνηση επικοινωνιακά, όπως προσφέρονται η επέκταση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, η ανοικοδόμηση καινούργιων σχολικών κτηρίων, η έκδοση νέων βιβλίων, η λειτουργία νέου τύπου Λυκείου και άλλα πολλά που είναι ορατά με γυμνό μάτι και χειροπιαστά Είναι καιρός, πιστεύω, να δοθεί η δέουσα σημασία στην ουσία της εκπαίδευσης. Πιστεύω πως και αυτή η πτυχή μπορεί να βοηθήσει επικοινωνιακά μια κυβέρνηση, αρκεί η ίδια να φροντίσει να την αντιληφθεί και να την προωθήσει με σοβαρότητα. Πολλοί εκπαιδευτικοί μελετητές και κοινωνιολόγοι τονίζουν σήμερα την ανάγκη να γίνει προσπάθεια να διεξάγεται η διαδικασία της μάθησης με τέτοιο τρόπο που να έχει αποτελέσματα που να μπορούν να τα διαπιστώνουν όχι μόνο οι εμπειρογνώμονες με ειδικές ποσοτικές έρευνες αλλά και οι γονείς και η κοινωνία. Τέτοια  αποτελέσματα  μπορούν, για παράδειγμα,  να είναι βελτιώσεις στον τρόπο έκφρασης και σκέψης των μαθητών, στον τρόπο αντίδρασης, στον τρόπο συμπεριφοράς, στις στάσεις και στις αξίες.  Αυτές οι βελτιώσεις μπορούν να γίνουν αισθητές με γυμνό μάτι, χωρίς δηλαδή περίπλοκες ποσοτικές έρευνες, και να πείσουν όλους, γονείς, κοινωνία και πολιτεία πως συντελείται πραγματικά μάθηση και πως αυτή έχει ευεργετικά αποτελέσματα. Η συμβολή προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να είναι η φιλοδοξία και το όραμα του Π.Ι. για τα επόμενα χρόνια.

ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Broadfoot, P. (2009) “Time for a scientific Revolution? From Comparative Education to Comparative Learnοlogy», International Handbook of Comparative Education, London: Springer.

Κουλαιδής, Β., Παπαδάκης, Ν., & Δημόπουλος, Κ. (2006) “Πρόγραμμα PISA: “Αποτίμηση και Προκλήσεις”, Συγκριτική και Διεθνής Εκπαιδευτική Επιθεώρηση, τευχ. 6, Απρ. 2006, 33-57.

Paideia-news, 22 Νοεμ. 2013

Πολίτης της Κυριακής, 23 Ιαν. 2005.




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










148