ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*
Σε μήνυμά του προς τα μέλη της οργάνωσής του ο Πρόεδρος της ΟΕΛΜΕΚ ανακοίνωσε, την επομένη του δημοψηφίσματος των καθηγητών της 22ας Φεβρουαρίου για το θέμα του ψηφισθέντος πριν ένα χρόνο σε νόμο κανονισμού των εξετάσεων τετραμήνων, την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου να ξεκινήσει «από αύριο δουλειά ώστε να υπάρξουν απτά αποτελέσματα σε σχέση με το επίμαχο θέμα των εξετάσεων».
Με αφορμή τις δηλώσεις αυτές σκέφτηκα ότι θα ήταν ενδιαφέρον να συζητηθούν λογικά τα επιχειρήματα που προβάλλει η ΟΕΛΜΕΚ για να πείσει τους αρμοδίους ότι η απόφαση της Παγκύπριας Συνδιάσκεψης των Γενικών Αντιπροσώπων της 14ης Δεκεμβρίου 2017 να απαιτήσει την ακύρωση του σχετικού νόμου πρέπει να γίνει αποδεκτή. Η σκέψη μου για έλεγχο των επιχειρημάτων της Οργάνωσης δικαιολογείται, πιστεύω, από την απόφαση της Οργάνωσης να μη μετέλθει δυναμικά μέτρα (στάσεις εργασίας, απεργίες) αλλά, όπως δήλωσε ο Πρόεδρός της, να επιδιώξει «διάλογο με όλους τους αρμοδίους αλλά και τους εμπλεκόμενους φορείς».
Από ό,τι μπόρεσα να συμπεράνω μελετώντας τις ανακοινώσεις της ΟΕΛΜΕΚ, αλλά και την τελευταία δήλωση συμπαράστασης από τον πρόεδρο της αδελφής Οργάνωσης ΠΟΕΔ, φαίνεται ότι το ΚΔΣ της ΟΕΛΜΕΚ θα χρησιμοποιήσει στις συζητήσεις με τους αρμοδίους τα εξής πέντε επιχειρήματα:
Πρώτο, το επιχείρημα ότι αυτό που ζητά είναι απαίτηση της βάσης και όχι δικό του.
Δεύτερο, το αίτημα είναι σωστό και πολύ σημαντικό, αφού το υποστηρίζει η μεγάλη πλειοψηφία (76% των ψηφισάντων).
Τρίτο (επιχείρημα της ΠΟΕΔ), ότι η ψήφιση του νόμου για τις εξετάσεις τετραμήνων «δεν προέκυψε μέσα από συλλογική δράση, κουλτούρα συνέργειας και αλληλοϋποστήριξης» και γι’ αυτό «το συγκείμενο αυτό προδιαγράφει ότι η επιχειρούμενη αλλαγή δεν μπορεί να επιτύχει».
Τέταρτο, ότι οι εξετάσεις είναι χαμένος χρόνος και μετατρέπει το σχολείο σε εξεταστικό κέντρο και, πέμπτο, ότι οι εξετάσεις δεν έχουν θέση σε ένα δημοκρατικό σχολείο, γιατί ενθαρρύνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των μαθητών.
Το πρώτο επιχείρημα κανονικά δεν έχει θέση, αφού η απόφαση του ΚΔΣ είναι η διεκδίκηση να γίνει με διάλογο. Ωστόσο δεν μπορεί κανείς να προβλέψει τι θα γίνει στη συνέχεια, πρώτα, γιατί ήδη ο Πρόεδρος προειδοποίησε για «ισχυρή εντολή του 76%», δεύτερο, γιατί δεν υπάρχει καμιά δέσμευση για μη προσφυγή σε δυναμικά μέτρα στο τέλος σε περίπτωση αποτυχίας του διαλόγου, και, τρίτο, γιατί η θητεία του παρόντος ΚΔΣ θα λήξει σε δυο χρόνια και κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος τι θα αποφασίσει αυτό που θα εκλεγεί στη συνέχεια. Όπως το παρόν Συμβούλιο ανέτρεψε την απόφαση του προηγούμενου, που ήταν υπέρ των εξετάσεων, έτσι και αυτό που θα εκλεγεί σε δυο χρόνια μπορεί να ανατρέψει την παρούσα απόφαση του σημερινού Συμβουλίου και να αποφασίσει τη δυναμική διεκδίκηση του αιτήματος. Ήδη, κάτω από το δημοσιευμένο στο Paideia-Νews κείμενο της αναφερθείσας πιο πάνω ανακοίνωσης του Προέδρου της ΟΕΛΜΕΚ πρόσεξα πως υπάρχει σχόλιο- προειδοποίηση καθηγητή προς τον Πρόεδρο ότι θέλουν «πράξεις κι όχι λόγια» και ότι πρέπει να διαπραγματευτούν «τη λαϊκή εντολή» (η υπογράμμιση δική μου).
Για την εκτίμηση της αξίας του δεύτερου επιχειρήματος πρέπει να ληφθούν υπόψη, πρώτα, όσα λέει η ψυχολογία για την ψυχολογική κατάσταση που επικρατεί κατά τη διάρκεια ενός δημοψηφίσματος και, δεύτερο, όσα λέει η επιστήμη για την αξία της πλειοψηφίας σε θέματα επιστημονικής αλήθειας.
Για το πρώτο έγινε εκτενής λόγος παγκόσμια σχετικά με τον τρόπο που ψήφισαν οι Βρετανοί τον Ιούνιο του 2016 στο δημοψήφισμα για το Brexit και οι Έλληνες τον Σεπτέμβριο του 2015 στο δημοψήφισμα για αποδοχή ή απόρριψη του σχεδίου Μνημονίου που είχε προταθεί στην Κυβέρνηση Τσίπρα από το Eurogroup. Τονίστηκε τότε ότι σε ένα δημοψήφισμα ακούσια ή εκούσια οι ψηφοφόροι λαμβάνουν υπόψη στην απόφασή τους πολλά άλλα στοιχεία πολλές φορές πλήρως άσχετα προς το θέμα για το οποίο γίνεται η ψηφοφορία.
Κανένας επομένως δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι στη συγκεκριμένη ψηφοφορία της 22ας Φεβρουαρίου οι ψηφίσαντες δεν έλαβαν υπόψη άλλα άσχετα στοιχεία. Από την άλλη, είναι αστείο, νομίζω, να υποστηριχθεί ότι ένα επιστημονικό ερώτημα, όπως το εάν οι εξετάσεις βοηθούν ή βλάφτουν τους μαθητές στη μάθηση, μπορεί να απαντηθεί με βάση το τι νομίζει η πλειοψηφία, όποια και αν είναι αυτή, των καθηγητών. Διάβαζα προχτές στο BBC Νews ότι χρειάστηκαν τριάντα χρόνια εντατικές έρευνες με εκατομμύρια εθελοντές για να καταλήξουν οι ερευνώντες σχετικά με την αποτελεσματικότητα μιας κατηγορίας φαρμάκων. Ποιος ή ποιοι έκαναν συγκριτικές έρευνες στην Κύπρο μεταξύ παιδιών που εξετάζονται και παιδιών που δεν εξετάζονται και, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις σχετικές παραμέτρους, απέδειξε ότι οι δεύτεροι ωφελούνται περισσότερο; Κανένας. Και μην μου πείτε ότι οι διδάσκοντες ξέρουν καλύτερα. Και τι γίνεται με τους 1116 διδάσκοντες που, αγνοώντας όλη τη σχετική κατάσταση με τη γνωστή στάση της Συνομοσπονδίας Γονέων Μέσης Εκπαίδευσης και της Συνομοσπονδίας Μαθητών Μέσης, ψήφισαν υπέρ των εξετάσεων; Γιατί δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη η δική τους άποψη και όχι η άποψη των 3469; Ποιος είπε ότι η επιστημονική αλήθεια συμπίπτει οπωσδήποτε με την άποψη των πολλών μόνο και μόνο επειδή είναι περισσότεροι;
Το τρίτο επιχείρημα (της ΠΟΕΔ) ουσιαστικά αγνοεί όχι μόνο ότι ο νόμος αυτός συζητήθηκε για μακρό χρονικό διάστημα και σε πολλές συναντήσεις των αρμοδίων στο Υπουργείο Παιδείας και στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Παιδείας, αλλά και το συντριπτικής βαρύτητας γεγονός ότι η εισαγωγή εξετάσεων είχε την υποστήριξη και του τότε ΚΔΣ της ΟΕΛΜΕΚ.
Το τέταρτο και πέμπτο επιχείρημα έχουν άμεση σχέση μ’ αυτό που ο Πρόεδρος της ΠΟΕΔ στην ανακοίνωση του της 23ης Φεβρουαρίου περί «ηχηρού μηνύματος της ΟΕΛΜΕΚ» ονόμασε «το πραγματικό όφελος των παιδιών». Αλήθεια, ποιο είναι το πραγματικό όφελος των παιδιών; Αυτό που λέει η αριστερή ιδεολογία, δηλαδή αυτό που επιτυγχάνεται με την έμφαση στη δημοκρατία και την ισότητα στα σχολεία, όπως τις αντιλαμβάνονται τα κόμματα που ασπάζονται αυτή την ιδεολογία, ή με την έμφαση στην αποτελεσματικότητα και την επάρκεια, ώστε οι μαθητές να καλλιεργηθούν ψυχικά και πνευματικά και να αποκτήσουν με επάρκεια τις γνώσεις, τις δεξιότητες και τις στάσεις που θα χρειαστούν στη ζωή τους, όπως λένε τα κόμματα που ασπάζονται τη φιλελεύθερη ιδεολογία; Και αν χρειάζεται να γίνει μια σύνθεση όλων των πιο πάνω αξιών, με ποια αναλογία πρέπει να γίνει και ποιος πρέπει να έχει τον τελικό λόγο; Πενήντα –πενήντα ή διαφορετικά; Ποιος πρέπει να έχει τον πρώτο λόγο, η κυβέρνηση ή οι οργανώσεις των εκπαιδευτικών;
Ο Ευάγγελος Παπανούτσος το 1964, όταν τέθηκε έντονα αυτό το πρόβλημα, αποφάνθηκε ότι αυτό είναι ευθύνη της εψηφισμένης κυβέρνησης που έχει και την ευθύνη να αποφασίσει για το είδος του πολίτη που θα ζητήσει από την εκπαίδευση να ετοιμάσει. Ξέρει ο Πρόεδρος της ΠΟΕΔ ποιο είναι «το πραγματικό όφελος των παιδιών» και αν το ξέρει, γιατί δεν το ανακοινώνει δημόσια για να το μάθουμε όλοι μας, κυβέρνηση, υπουργείο, κόμματα, οργανώσεις, εκπαιδευτικοί, γονείς και πολίτες και να το εφαρμόσουμε;
Είναι πραγματικά θλιβερό σε μια μετανεωτερική εποχή σαν τη σημερινή, όταν τα πάντα αμφισβητούνται σοβαρά και βάσιμα, να παρουσιάζονται μερικοί που να πιστεύουν ότι ξέρουν την απόλυτη αλήθεια και να επιμένουν να ζητούν να αφεθούν ελεύθεροι να θέσουν σε εφαρμογή τη δική τους άποψη. Αυτή η νοοτροπία θα οδηγήσει, πιστεύω, στα επόμενα χρόνια σε ένα συστηματικό ξήλωμα όλων των αλλαγών που έγιναν στην εκπαίδευση τα τελευταία χρόνια.
Μετά από τον νόμο για τις εξετάσεις τετραμήνων θα έλθει η σειρά του νόμου για τον τρόπο διορισμού των εκπαιδευτικών και ύστερα όλα τα άλλα. Θα επαναληφθεί έτσι αυτό που γινόταν στην Ελλάδα για περισσότερο από έναν αιώνα, όταν κάθε νέα κυβέρνηση ξήλωνε τη μεταρρύθμιση που είχε κάνει η προηγούμενη απλώς για ιδεολογικούς λόγους, μια κατάσταση που αφηγήθηκε με επίσημα έγγραφα ο ιστορικός της εκπαίδευσης Αλέξης Δημαράς στο δίτομο έργο του με τίτλο Η Μεταρρύθμιση που δεν έγινε.
*Πρώην Αναπλ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Κύπρου