Tο Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση που καταχώρησε εναντίον του Υπουργείου Παιδείας 29χρονη, η οποία το 2001, σε ηλικία 16 χρόνων φοιτούσε στη Β΄ τάξη του Λυκείου Αγίου Ιωάννη στη Λεμεσό. Συγκεκριμένα, στις 23/11/2001, και ενώ η μαθήτρια βρισκόταν στο ισόγειο του σχολείου της, δέχθηκε κτύπημα στο κεφάλι από σχολική τσάντα. Ως αποτέλεσμα, τραυματίστηκε σοβαρά. Υπέστη κρανιοεγκεφαλική κάκωση. Μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού, όπου παρέμεινε για κάποιο χρονικό διάστημα, και στην πορεία εμφάνισε συμπτώματα επιληψίας.
Η καταχωρηθείσα αγωγή στηρίχθηκε σε ισχυριζόμενη αμέλεια εκ μέρους του Υπουργείου Παιδείας. Ήταν η δικογραφημένη θέση της πλευράς της μαθήτριας ότι το Υπουργείο έφερε ευθύνη λόγω παράλειψης λήψης απαραίτητων μέτρων για αποφυγή του ατυχήματος. Ήταν η προσέγγιση της πλευράς του Υπουργείου ότι δεν έφερε οποιανδήποτε ευθύνη για τον τραυματισμό και πως κατά τον ουσιώδη χρόνο λήφθηκαν όλα τα αναγκαία και ενδεδειγμένα μέτρα για την ασφάλεια των μαθητών και απέδωσε το ατύχημα σε ανόητη πράξη άλλου, ενός 17χρονου μαθητή, και το χαρακτήρισε ως «αναπόφευκτο» και «απρόβλεπτο». Επεκτείνοντας, προέβαλε ότι κατά την επίδικη ημερομηνία, ενώ γινόταν μετακίνηση του τμήματος στο οποίο ανήκε η εν λόγω μαθητρια, μαθητής της Β΄τάξης Λυκείου, του ιδίου σχολείου, έριξε την τσάντα του από τον πρώτο όροφο, η οποία και κτύπησε τη μαθήτρια όταν αυτή, την ίδια ώρα, κατέβαινε τη σκάλα που οδηγούσε προς τον ισόγειο χώρο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία των έξι μαρτύρων που παρουσίασε η πλευρά της μαθήτριας και του μοναδικού μάρτυρα για την υπεράσπιση, κατέληξε στα ακόλουθα βασικά ευρήματα:
«Στις 23.11.2001 υπήρξε συγκέντρωση όλων των μαθητών του σχολείου όπου ο λυκειάρχης ανακοίνωσε ότι κατά τη διάρκεια της ημέρας θα κτυπούσε το κουδούνι για σκοπούς άσκησης σεισμού με οδηγίες όπως οι μαθητές εκκενώσουν σιγά-σιγά τις τάξεις τους και με τη βοήθεια των καθηγητών τους να οδηγηθούν με τάξη και χωρίς σπρωξίματα στο χώρο συγκέντρωσης όλου του σχολείου που ήταν το γήπεδο. Σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία (ΜΕ2, 3 και 5) ανάλογες οδηγίες είχαν δοθεί από τον διευθυντή του σχολείου από την αρχή της σχολικής χρονιάς αλλά και από τους υπεύθυνους καθηγητές των τμημάτων και ειδικότερα οδηγίες όπως η μετακίνηση σε περίπτωση τέτοιας άσκησης να γίνεται χωρίς τη μεταφορά των προσωπικών αντικειμένων των μαθητών ή των τσαντών τους.
Στις 23.11.2001 περί το μεσημέρι ήχησε το κουδούνι του πιο πάνω σχολείου κατά τρόπο συνθηματικό και/ή επαναλαμβανόμενο γεγονός το οποίο έγινε αντιληπτό ως ένδειξη για άσκηση σεισμού ή εκκένωσης των αιθουσών οπότε οι μαθητές του σχολείου και ειδικότερα στην τάξη της ενάγουσας μπήκαν για λίγο κάτω από τα θρανία ενώ στη συνέχεια εξήλθαν της αίθουσας τους με πρόθεση να κατευθυνθούν στο γήπεδο κατόπιν οδηγιών του καθηγητή τους όπως εξέλθουν σιγά-σιγά και με τάξη. Η αίθουσα στην οποία έκανε μάθημα η ενάγουσα βρισκόταν στο α΄ όροφο του κτιρίου του σχολείου οπότε η ενάγουσα αφού έμεινε για λίγο κάτω από το θρανίο πήρε την τσάντα της και εξήλθε της αίθουσας, όταν κατέβαινε από τη σκάλα που υπήρχε κοντά στην αίθουσα της και ενώ δίπλα της βρισκόταν ο συμμαθητής της Σ. Σ. (ΜΕ2) κτυπήθηκε με μια τσάντα στο κεφάλι την οποία πέταξε άλλος μαθητής από τον α΄ όροφο του σχολείου (το στοιχείο αυτό προκύπτει ως παραδοχή από τα δικόγραφα) οπότε έχασε τις αισθήσεις της και κάθισε στα τελευταία σκαλιά πριν τον ισόγειο χώρο.
Είναι ακόμη εύρημα του δικαστηρίου ότι κατά την έξοδο των μαθητών υπήρχαν σπρωξίματα μεταξύ τους παρά τις αντίθετες οδηγίες της διεύθυνσης και των καθηγητών αλλά και κάποιοι μαθητές παρά τις αντίθετες οδηγίες μετέφεραν μαζί τους τις τσάντες τους.
Ακολούθως, ο πρωτόδικος Δικαστής καθοδηγήθηκε από τις αρχές που διέπουν το ζήτημα της αμέλειας και του καθήκοντος που βαραίνει το σχολείο και τους καθηγητές για εξάσκηση εποπτείας και επιτήρησης των μαθητών ενόσω αυτοί βρίσκονται στα υποστατικά του σχολείου. Καθορίζοντας, δε, ότι μέσα στα πλαίσια του καθήκοντος εξάσκησης επιτήρησης δεν περιλαμβάνεται και η πρόβλεψη κάθε ανόητης ενέργειας των μαθητών ή των ξαφνικών πράξεων, οι οποίες δεν θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί μέσω της επιτήρησης, κατέληξε ότι δεν στοιχειοθετήθηκε ευθύνη του Υπουργείου και απέρριψε την αγωγή.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβλήθηκε με πέντε λόγους έφεσης, εκ των οποίων οι τέσσερις πρώτοι συμπλέκονται και περιστρέφονται γύρω από την κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς το ζήτημα της μη απόδοσης ευθύνης στο Υπουργείο. Είναι, γενικά, η σχετική προσέγγιση της αιτιολογίας των υπό αναφορά λόγων έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι οι καθηγητές του σχολείου έλαβαν όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα προς αποφυγή του ατυχήματος, υπό το φως του γεγονότος ότι κατά τον επίδικο χρόνο βρισκόταν σε εξέλιξη προγραμματισμένη άσκηση εκκένωσης.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο:
Γενεσιουργός αιτία του τραυματισμού της μαθήτριας δεν ήταν η μεταφορά, παρά τις αντίθετες οδηγίες, σχολικών τσαντών από μαθητές. Ήταν η ξαφνική και απρόβλεπτη ενέργεια, όχι μικρού παιδιού, αλλά ενός 17χρονου τότε μαθητή, να ρίξει την τσάντα του από τον πρώτο όροφο στο ισόγειο του σχολείου. Όπως ήταν και εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ανάλογο περιστατικό ουδέποτε υπήρξε στα όσα χρόνια λάμβαναν χώρα τακτικά τέτοιες ασκήσεις στο συγκεκριμένο Λύκειο. Δεν υπήρχε, συνεπώς, ούτε και η δυνατότητα πρόβλεψης ότι τέτοια ανόητη πράξη θα λάμβανε χώρα κατά τον συγκεκριμένο χρόνο, ούτως ώστε να γεννάται και η ανάγκη αυξημένης επιμέλειας και ανάλογης επίβλεψης συγκεκριμένων μαθητών.
Όπως έχει εντοπιστεί και από το πρωτόδικο Δικαστήριο, σχέδιο δράσης υπήρχε, οι λεπτομέρειές του κατ΄ επανάληψη γνωστοποιήθηκαν στους μαθητές, και αριθμός καθηγητών επόπτευε τη διακίνησή τους κατά τον επίδικο χρόνο εκκένωσης. Η μεταφορά τσαντών θα έπρεπε να αποτραπεί. Αυτό απαιτούσε η ορθή εφαρμογή του σχεδίου εκκένωσης, για προφανείς, βεβαίως, λόγους, οι οποίοι αφορούν στην ανεμπόδιστη και ασφαλή διακίνηση. Το υπό κρίση, όμως, ατύχημα, δεν ήταν αποτέλεσμα της μεταφοράς τσάντας, αλλά, όπως έχει ήδη καταγραφεί, απρόβλεπτης και ανόητης ενέργειας ενός 17χρονου μαθητή. Διαφορετική θα ήταν η περίπτωση αν ο τραυματισμός οφειλόταν σε παρεμπόδιση της μαθήτριας κατά την εκκένωση από αντικείμενα που μετέφεραν άλλοι μαθητές κατά παράβαση του σχεδίου, και ως αποτέλεσμα αδυναμίας των καθηγητών να ελέγξουν επαρκώς. Εάν, δηλαδή, το όποιο αντικείμενο αποτελούσε εμπόδιο για την ασφαλή διακίνηση, δεδομένης της ανάγκης που υπάρχει σε τέτοιες περιπτώσεις εκκένωσης για γρήγορη και ανεμπόδιστη έξοδο ή εάν η τσάντα ξέφευγε από τα χέρια του μαθητή, ως αποτέλεσμα των βεβιασμένων κινήσεων που και αναμενόμενες και προβλεπτές θα πρέπει να είναι στις περιπτώσεις τέτοιων ασκήσεων ή επέλευσης θεομηνιών.
Το Ανώτατο έκρινε ότι η απόρριψη των λόγων έφεσης που κινούνται γύρω από το ζήτημα της μη απόδοσης ευθύνης στο Υπουργείο, καθιστά αχρείαστη και χωρίς νόημα πλέον και την ενασχόληση με τους λόγους αντέφεσης.
Εν όψει των πιο πάνω η Έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της Εφεσείουσας, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Η αντέφεση επίσης απορρίπτεται χωρίς ξεχωριστή διαταγή όσον αφορά τα έξοδα.