ΤΟΥ ΔΡΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΘΕΟΦΙΛΙΔΗ*
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα της Νομικής Υπηρεσίας «προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο είναι δυνατή για διοικητική πράξη ή παράληψη, μέσα σε χρονικό όριο 75 ημερών από την ημέρα δημοσίευσης της πράξης, όταν αυτή επιβάλλεται από το νόμο ή από την ημέρα που αυτή περιήλθε στη γνώση του αιτητή».
Για να μπορεί να προσβληθεί μια τέτοια πράξη ή παράλειψη θα πρέπει να παράγεται από διοικητικό όργανο και να παράγει έννομα αποτελέσματα.
Ανάμεσα στα κριτήρια παραγωγής έννομων αποτελεσμάτων, τα οποία καθορίζουν πότε μια πράξη θεωρείται εκτελεστή, σε ένα κριτήριο αναφέρεται ότι οι βεβαιωτικές πράξεις δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα και κατά συνέπεια δεν μπορούν να προσβληθούν.
Με κάθε επιφύλαξη και με τη γλώσσα και νόηση του μη-νομικού, βεβαιωτική είναι μια πράξη η οποία απλά επιβεβαιώνει την επιμονή της διοίκησης σε μια προηγούμενή της απόφαση. Στην περίπτωση που η προηγούμενη απόφαση, την οποία η νέα επιβεβαιώνει, δεν προβλήθηκε εντός του ορίου των 75 ημερών, τότε η νέα πράξη δεν μπορεί να προσβληθεί και σε περίπτωση προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη χωρίς την εξέταση της ουσίας της.
Τα πιο πάνω δυνατόν να οδηγήσουν τον επιπόλαιο στο συμπέρασμα ότι οποιαδήποτε πράξη προέρχεται από κάποια εμμονή της διοίκησης σε κάποια προηγούμενη κρίση της είναι βεβαιωτική. Πλην όμως υπάρχουν κριτήρια στο κατά πόσο μια διοικητική πράξη θεωρείται τελικά βεβαιωτική και το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε αρκετές φορές πράξεις, που η διοίκηση υποστήριξε ότι ήταν βεβαιωτικές, να είναι εκτελεστές και τις εξέτασε στην ουσία τους.
Με τα πιο πάνω δεδομένα αξίζει να ανατρέξει κάποιος σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου οι οποίες δημιούργησαν νομολογία για το πότε μια διοικητική πράξη είναι βεβαιωτική και πότε εκτελεστή.
Μελετώντας μερικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου*** φαίνεται να υπάρχει ξεκάθαρη εικόνα για το πότε μια πράξη είναι βεβαιωτική (δεν μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή) και πότε εκτελεστή (μπορεί να προσβληθεί).
Στο παρόν άρθρο παρουσιάζω υποθέσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορούσαν τον κατάλογο διοριστέων. Στις υποθέσεις παρουσιάζεται η κρίση του δικαστηρίου για ένα από τα κριτήρια (υπάρχουν και άλλα) τα οποία καθιστούν μια διοικητική πράξη εκτελεστή παρόλο που η πράξη φαινομενικά είναι ίδιου περιεχομένου με προηγούμενη πράξη που δεν προσβλήθηκε στο όριο των 75 ημερών. Το κριτήριο αφορά την ύπαρξη νόμου που προβλέπει την κατάθεση νέας αίτησης με δικαίωμα ένστασης.
Στη Δημοκρατία εναντίον της Παναγιώτας Χατζηκυπριανού (έφεση που εκδόθηκε το 2005), η Νομική Υπηρεσία ισχυρίστηκε ότι η απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας να απορρίψει την ένσταση και αίτημα της αιτήτριας για εγγραφή της στους καταλόγους διοριστέων στις 17/12/1999 ήταν απλά βεβαιωτική προηγούμενων αποφάσεων της Επιτροπής, ημερομηνίας 19/5/1998 και 9/2/1999 για τις οποίες η αιτήτρια υπέβαλε αιτήσεις και ενστάσεις που απορρίφθηκαν αλλά δεν προσβλήθηκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο εντός του χρονικού ορίου των 75 ημερών.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς της Νομικής Υπηρεσίας και εξετάζοντας την προσφυγή στην ουσία της, παρέπεμψε σε νομολογία καθώς και σε νομικά συγγράμματα που αναφέρουν ότι: όταν το δικαίωμα υποβολής αίτησης και το δικαίωμα υποβολής ένστασης προβλέπεται από Νόμο, η πράξη η οποία παράγεται με την εξέταση της ένστασης θεωρείται ανεξάρτητη και εκτελεστή και κατά συνέπεια μπορεί να προσβληθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Για να είναι όμως η πράξη εκτελεστή θα πρέπει, καθώς προβλέπεται από Νόμο, να υποβάλλεται και νέα αίτηση. Αυτό διαφαίνεται από την υπόθεση ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΤΟΦΗΡΟΥ εναντίον της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (2012). Ο αιτητής υπέβαλε αίτηση εγγραφής στους καταλόγους διοριστέων το 2005 και εγγράφηκε σε αυτούς. Το 2012 υπέβαλε ένσταση κατά της σειράς του η οποία απορρίφθηκε, χωρίς όμως να υποβάλει νέα αίτηση. Ο αιτητής προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο για την απόρριψη της ένστασης εκείνης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ορθή τη θέση της Νομικής Υπηρεσίας ότι η πράξη της απόρριψης της ένστασής του (2012) είναι βεβαιωτική της απόφασης συμπερίληψής του στους καταλόγους το 2005 με τα γεγονότα και δεδομένα που του γνωστοποιήθηκαν τότε. Καθώς η συμπερίληψή του στον κατάλογο του 2012 δεν έγινε με νέα αίτηση αλλά με την αίτηση του 2005, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η πράξη κατάταξης του σε σειρά στον κατάλογο του 2012, για την οποία μεν ο αιτητής υπέβαλε ένσταση αλλά όχι νέα αίτηση, ήταν βεβαιωτική.
Κατά τη γνώμη μου, ο λόγος που ο αιτητής στην υπόθεση ΤΤΟΦΗΡΟΥ δεν υπέβαλε καινούρια αίτηση ήταν διότι με την καινούρια αίτηση θα κατατασσόταν στη σειρά που θα τον κατέτασσε η χρονιά υποβολής της αίτησής του χάνοντας το προβάδισμα που θα είχε με τη συμπερίληψή του στους καταλόγους διοριστέων από το 2005.
Πιθανή προέκταση: με την αλλαγή του υφιστάμενου καταλόγου διοριστέων όπου η νομοθεσία θα προβλέπει την αναθεώρηση της σειράς κατάταξης των αιτητών κάθε δύο χρόνια, τίποτα δεν θα προβληματίζει τους αιτητές να υποβάλλουν καινούρια αίτηση για να μπορούν να προσβάλουν την σειρά κατάταξής τους στο Ανώτατο ή το επερχόμενο Διοικητικό δικαστήριο. Κατά συνέπεια, η νομιμότητα της σειράς κατάταξης του κάθε αιτητή θα μπορεί να τύχει εξέτασης, κατόπιν προσφυγής του, επί της ουσίας από το Δικαστήριο σε κάθε αναθεώρηση του καταλόγου. Από αυτήν την άποψη αυτό είναι θετικό γιατί πιθανόν να δίνεται η ευκαιρία για διεκδίκηση των δικαιωμάτων του κάθε αιτητή σε κάθε σύνταξη του καταλόγου ανεξάρτητα εάν τα διεκδίκησε ή όχι σε προηγούμενη διαδικασία σύνταξης.
Το τι θα έπεται στην υποθετική περίπτωση που αιτητές πετύχουν την ακύρωση της σειράς κατάταξης τους και κατά συνέπεια του καταλόγου οποιασδήποτε χρονιάς, είναι γνωστό σενάριο και εφαρμόζεται επανειλημμένα. Είναι εύκολο να βρεθούν και να δημοσιευτούν πολλά παραδείγματα. Εάν μετά την ακύρωση, η υποχρεωτική επανεξέταση της απόφασης υπό το φως των λόγων ακύρωσης, καταταχτεί ο αιτητής σε ψηλότερη θέση από αυτήν που το δικαστήριο ακύρωσε, διορίζεται. Όμως όσοι θα έχουν παράνομα διοριστεί στα χρόνια που θα ακολουθήσουν μέχρι την έκδοση της απόφασης (σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα πάνω από 2-3 χρόνια) θα παραμένουν στη θέση τους (καθώς δεν θα φταίνε για το λάθος) στερώντας το δικαίωμα διορισμού από τους υπόλοιπους που θα καταθέσουν τις αιτήσεις τους μεταγενέστερα και πιθανόν να έχουν δικαίωμα κατάταξης πιο ψηλά από αυτούς. Με τα ισχύοντα θέσμια, κανένας δε δεν θα έχει συνέπειες γι’ αυτό.
Κακόπιστοι, αλλά και σοφοί θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ότι αυτό ανοίγει διάπλατα τις πόρτες στη διαπλοκή και θα πρέπει να βρεθεί τρόπος να αποφευχθεί σε περίπτωση αλλαγής του τρόπου σύνταξης των καταλόγων διορισμού, ίσως με την ταυτόχρονη θεσμοθέτηση συνεπειών.
*Εκπαιδευτικός
**Το παρόν άρθρο δεν γράφτηκε από νομικό και δεν ισχυρίζομαι ότι αποτελεί νομική άποψη ή νομική καθοδήγηση για οποιονδήποτε.
***Όλες οι αποφάσεις του Ανωτάτου αλλά και άλλων δικαστηρίων δημοσιεύονται αυτούσιες στην ιστοσελίδα του δικηγορικού συλλόγου (http://www.cylaw.org)