Με αφορμή την «επιτυχία» στις παγκύπριες εξετάσεις


ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΤΣΑΚΜΑΚΗ*

Η «επιτυχία» υποψηφίων στα Πανεπιστήμια με τραγικά χαμηλή βαθμολογία γιατί μας ξενίζει; Δεν ήταν ευπρόσδεκτο το υποκριτικό σύστημα της στάθμισης, διότι συγκάλυπτε εξ ίσου γνωστά πρόβληματα του σχολικού μας συστήματος; Απλώς δεν περιμέναν ορισμένοι ότι το πρόβλημα θα έπαιρνε τέτοιες διαστάσεις, ώστε να γίνει πρωτοσέλιδο (το μόνο που φοβούνται)! Δυστυχώς αυτοί που ευθύνονται για το κατάντημα, φοβούμαι ότι αυτοί και πάλι, ως είθισται, θα χρησμοδοτήσουν: είτε θα καταλογίσουν ευθύνες (μήπως ακούσουμε πάλι το αμίμητο «φταίν οι γονείς»;), είτε θα εξαγγείλουν λύσεις (αναζητώντας για κάλυψη «σοφούς»), είτε θα καρπωθούν τα οφέλη της «αναγνωρισιμότητας» και της «εμπειρογνωμοσύνης» τους (και) με αυτή την ευκαιρία.

Όταν τινάζεται στον αέρα το σύστημα, οι τελευταίοι που ευθύνονται είναι όσοι δεν είχαν τη δυνατότητα να το αλλάξουν: οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές. Οι συντριπτικά μεγαλύτερες ευθύνες ανήκουν στην πολιτεία, κυρίως για την αδυναμία της να σχεδιάζει και να υλοποιεί ορθή πολιτική, δηλαδή πολιτική που προ πάντων να στηρίζεται σε σύγχρονη, έγκυρη επιστημονική γνώση. Εδώ αρχίζουν ακριβώς οι δυσκολίες. Οι περγαμηνές (πολιτικές, κοινωνικές, ακόμα και ακαδημαϊκές) δεν καθιστούν κατάλληλο τον καθένα μας για κάθε αποστολή. Ας μη γελιόμαστε: το μέγεθος της Κύπρου δεν εγγυάται πως για κάθε μας ανάγκη είναι εύκολο να εξεύρουμε ανθρώπους με τα απαιτούμενα εφόδια (αν βέβαια μας ενδιαφέρει η διάκριση και ο ορίζοντάς μας είναι το παγκόσμιο περιβάλλον). Για δεκαετίες οι αποφάσεις στην εκπαίδευση (με ελάχιστες εξαιρέσεις) εξαντλούνται σε προσχηματικές ή επικοινωνιακές κινήσεις. Δεν έχουμε πλέον την πολυτέλεια να μένουμε δέσμιοι των συνθημάτων ή των τίτλων.

Κι όταν όμως η πολιτεία επιχειρεί να πράξει κάτι ορθό, η αντίδραση είναι δεδομένη. Δεν θα κρυφτώ: θα μιλήσω για το θέμα που κατέχω καλύτερα και στο οποίο τα τελευταία χρόνια έχω επενδύσει χρόνο και γνώση (όση διαθέτω), αφού τα ίδια τα πράγματα αυτό ακριβώς το θέμα τυχαίνει να φέρνουν στο προσκήνιο. Αναφέρομαι λοιπόν στην προσπάθεια να εκσυγχρονισθεί το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών (μέχρι στιγμής στο Γυμνάσιο), με τρόπο που, όπως πιστεύω, αν εφαρμοζόταν συνεπώς (και επεκτεινόταν και σε άλλα μαθήματα) ίσως βελτίωνε σε λίγα χρόνια θεαματικά τις επιδόσεις της κυπριακής εκπαίδευσης ακόμα και στις διεθνείς αξιολογήσεις. Δηλαδή με τρόπο που να κάνει το σχολείο ελκυστικό, τους μαθητές δημιουργικούς, που να καλλιεργεί ερευνητική διάθεση, να προάγει την κριτική σκέψη, να στοχεύει στην κατανόηση των μηχανισμών του συστήματος της γλώσσας (και κατ’ επέκταση κάθε συστήματος). Πρόκειται για ένα φιλόδοξο και καινοτόμο εγχείρημα που αθόρυβα αναβάθμισε ένα μάθημα καταδικασμένο στη συνείδηση ακόμα και όσων καλούνταν να το διδάξουν. Φυσικά δεν έχουν γίνει παρά τα πρώτα βήματα, υπάρχει ακόμα δρόμος μέχρι το τέρμα. Και ας μην ξεχνούμε ότι της πρώτης γυμνασίου έχουν προηγηθεί έξη χρόνια στο δημοτικό! Δεν είναι όμως τώρα η ώρα για λεπτομέρειες.

Ενώ πάντως περιμένουμε κάθε στιγμή με αγωνία να δούμε αν μέσα σε συνθήκες κρίσης θα έχουμε τα μέσα να ολοκληρώσουμε την (νευραλγικής σημασίας) επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, ενώ δίνουμε μάχη με το χρόνο για να είναι το υλικό εγκαίρως στα σχολεία, ενώ προσβλέπουμε στην ολοκλήρωση της κατ’ ουσίαν πιλοτικής φάσης για τον εντοπισμό των αδυναμιών και για τη βελτιστοποίηση του υλικού και της διδακτικής μεθοδολογίας, κάποιοι προσπαθούν να εμφανίσουν τεχνητά προβλήματα: κραυγάζοντας αόριστα ότι οι μαθητές «δε μαθαίνουν» (ας χαίρονται λοιπόν τις επιδόσεις εκείνων που προφανώς «έμαθαν», και επιβραβεύονται για το 1,5 που έγραψαν στα Αρχαία με θέση στο Πανεπιστήμιο!), κρύβοντας τα νέα βιβλία που φθάνουν στα σχολεία για να δηλώσει ο διευθυντής στο Υπουργείο ότι «καθυστέρησαν» αλλά και για να μη διδαχθούν, παραπέμποντας στην «αντικειμενική» αξιολόγηση των προγραμμάτων από ανώνυμους κριτές (του οποίους όμως οι ίδιοι και γνωρίζουν και τις απόψεις τους επικαλούνται, και μάλιστα πριν καν αυτές σταλούν σε εμάς!!!) κλπ. κλπ.

Το θαύμα που επιτελέστηκε από λίγους ανθρώπους μέσα σε λίγα χρόνια έχει ήδη καταγραφεί στα χρονικά της κυπριακής εκπαίδευσης. Όπως έχει καταγραφεί και η πρόθυμη ανταπόκριση της συντριπτικής πλειοψηφίας των εκπαιδευτικών. Ας πάψουν ορισμένοι να τους «προστατεύουν» από κάθε αλλαγή – οι εκπαιδευτικοί μας δεν είναι τεμπέληδες, κι ας πιστεύουν αυτό μερικοί: οι ίδιοι είναι ευγνώμονες για όσα κατέκτησαν, επιθυμούν να μαθαίνουν διαρκώς, και περιμένουν να δούν την προσπάθειά τους να φέρει καρπούς. Οι μόνοι που θα πρέπει να ανησυχούν είναι όσοι θησαυρίζουν από την παραπαιδεία (είτε βρίσκονται εντός είτε εκτός του σχολείου – αλήθεια, αν το σχολείο απέτυχε παταγωδώς, οι ίδιοι είναι περήφανοι για τις δικές τους επιδόσεις); Οι στενόμυαλες συντεχνιακές νοοτροπίες και τα παρα-συστήματα κατέστρεψαν την Ελλάδα – ας μην επιτρέψουμε να επαναληφθεί το έργο και στην Κύπρο, αφού μάλιστα το γνωρίζουμε!

Οφείλουμε όμως μια αναφορά σε αυτούς που άθελά τους έδωσαν αφορμή για αυτή τη συζήτηση: για τους αυριανούς μας φοιτητές, είτε συγκέντρωσαν ψηλή, είτε χαμηλή βαθμολογία. Το Τμήμα Κλασικών Σπουδών και Φιλοσοφίας αντιλαμβάνεται πλήρως την ευθύνη του απέναντι στους φοιτητές που το σύστημα του εμπιστεύεται. Ήδη από μήνες βρίσκεται σε εξέλιξη αναμόρφωση των Προγραμμάτων Σπουδών του, έτσι ώστε αφενός τα κενά γνώσεων των φοιτητών μας να καλύπτονται ικανοποιητικά στα πρώτα χρόνια των σπουδών τους, και, αφετέρου, να μη διακινδυνεύσει το επίπεδο των πτυχίων που θα τους περιμένουν στο τέλος των σπουδών τους. Οι μέχρι τώρα διακρίσεις των φοιτητών μας κατά τις μεταπτυχιακές τους σπουδές στο εξωτερικό μαρτυρούν και για τον πλέον κακόπιστο ότι τον δεύτερο στόχο τον έχουμε προ πολλού κατακτήσει. Έχουμε τον τρόπο να ανταποκριθούμε και στην πρώτη πρόκληση στο μέτρο που είναι δυνατόν, άλλωστ, όπως είπαμε, για μας το πρόβλημα δεν παρουσιάστηκε ξαφνικά. Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι θα μπορούμε εσαεί να υποκαθιστούμε την υστέρηση του συστήματος πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και να πληρώνουμε για τις αντιφάσεις του. 

Το πρόβλημα πάντως έχει και άλλες πτυχές. Δεν θα εισάγονταν τόσοι αδύνατοι μαθητές στο Πανεπιστήμιο, αν δεν ήταν τόσο πολλές οι θέσεις εισακτέων, αν οι εξετάσεις ήταν πιο ανταγωνιστικές, αν όλα τα πτυχία είχαν την ίδια ζήτηση. Η αλλαγή πορείας αρκετών νέων που θα ήθελαν να σπουδάσουν φιλολογία οφείλεται σήμερα στην έλλειψη της προοπτικής επαγγελματικής αποκατάστασης στο ίδιο αντικείμενο μέσω ενός αξιοκρατικού διορισμού. Η αλλαγή του συστήματος διορισμού στην εκπαίδευση είναι απόλυτη ανάγκη (όχι, βέβαια, μόνο επειδή το ζητούμε εμείς), με την αυτονόητη διασφάλιση των δικαιωμάτων όσων έχουν ήδη θεμελιώσει εύλογα προσδοκίες άμεσης επαγγελματικής αποκατάστασης. Παράλληλα θα πρέπει να πάψει το πολιτικό σύστημα να αντιμετωπίζει τους αποφοίτους των ιδιωτικών λυκείων ως τμήμα ενός άλλου κόσμου. Η κρίση κλονίζει πατροπαράδοτα στεγανά. Αρκετοί από τους γονείς των μαθητών των ιδιωτικών λυκείων δεν ανήκουν στην τάξη εκείνη που προκάλεσε τα σημερινά δεινά του τόπου, μάλλον ανήκουν σε αυτήν που πρώτη υφίσταται τις συνέπειες της κρίσης. Σήμερα περισσότερο παρά ποτέ το δημόσιο Πανεπιστήμιο (που κι αυτό πασχίζει σε πείσμα των καιρών να διευρύνει την ακτινοβολία του διεθνώς) έχει ανάγκη τους αρίστους – και αν μπορεί να τους προσελκύσει από τους τελειοφοίτους των ιδιωτικών σχολείων, αυτό μόνο καλό θα είναι για τον τόπο. Αν κάποτε το Πανεπιστήμιο Κύπρου ιδρύθηκε για να δώσει ευκαιρίες μόρφωσης σε όλα τα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα, σήμερα μπορεί να βοηθήσει να παραμείνει στην Κύπρο πολύτιμο συνάλλαγμα και αναντικατάστατο ανθρώπινο δυναμικό.

*Πρόεδρος του Τμήματος Κλασικών Σπουδών και Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου

 




Share on Facebook


Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











164