Περαιτέρω διευκρινίσεις για λέκτορες-επίκουρους (Μια απάντηση στον κ. Π. Προδρόμου)


ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ Α.ΚΑΠΛΑΝΗ*

Ο βουλευτής Λευκωσίας του ΔΗΣΥ, κ. Π. Προδρόμου, είχε την ευγενή καλοσύνη να απαντήσει σε όλα τα μηνύματα διαμαρτυρίας που έλαβε (ανάμεσά τους και το δικό μου) για τη νομοθετική αλλαγή που πρότεινε βουλευτής του ίδιου κόμματος (κ. Α. Θεμιστοκλέους) σχετικά με τους λέκτορες και επίκουρους καθηγητές των δημόσιων πανεπιστημίων της Κύπρου. H αναλυτική απάντησή του όχι μόνο αποσαφηνίζει τις θέσεις του, αλλά δίνει και σε μένα, ως άμεσα θιγόμενο, την ευκαιρία να διευκρινίσω ορισμένα ζητήματα, που ίσως φανούν χρήσιμα και σε εκείνον, αλλά και στα υπόλοιπα μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων. Για το λόγο αυτό επιλέγω να του απαντήσω δημόσια.

Ορθά επισημαίνει ο κ. Προδρόμου στην απάντησή του ότι «το τι ίσχυε για τους όρους εργοδότησης και τα ωφελήματα του διδακτικού προσωπικού μέχρι τώρα δεν είναι θέμα που αφορά τη Βουλή, αλλά όσους είναι εντεταλμένοι να εφαρμόζουν την εκάστοτε νομοθεσία (κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχει σύγχυση ούτε και να χρειάζονται... γνωματεύσεις της Νομικής Υπηρεσίας και εκθέσεις της Ελεγκτικής Υπηρεσίαςτου κράτους)» (η υπογράμμιση δική μου).  Φαίνεται όμως να αποδίδει τη σύγχυση και τα προβλήματα στο νόμο του 2001 που, κατά την έκφρασή του, «δεν καθιστούσε σαφές το καθεστώς των πανεπιστημιακών βαθμίδων».

Ας μου επιτραπεί να διευκρινίσω ότι τη σύγχυση και την ανάγκη για νομικές γνωματεύσεις δεν τις δημιούργησε ο νόμος, αλλά η διοίκηση, που ενέκρινε κανονισμούς που δεν ήταν σύννομοι, και συνέχισε για 13 χρόνια να εφαρμόζει αυτούς τους παράνομους κανονισμούς και όχι το νόμο.

Συγκεκριμένα, το άρθρο 21 (4) του νόμου 44(Ι)/2001 (το οποίο επιχειρεί να τροποποιήσει η πρόταση που έχει κατατεθεί), μεταξύ άλλων, ρητά διευκρίνιζε : «Οι τέσσερις βαθμίδες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) [ΣΗΜ: καθηγητής, αναπληρωτής καθηγητής, επίκουρος καθηγητής και λέκτορας] είναι συνδυασμένες... Η διάκριση σε μόνιμες και μη μόνιμες θέσεις καταργείται». Με άλλα λόγια, ο νόμος έλεγε ότι όλες οι θέσεις έχουν ενιαίο τον ανώτατο αριθμό θέσεων (= συνδυασμένες), που θα πει ότι, αν υποθέσουμε ότι το πανεπιστήμιο έχει συνολικά 300 θέσεις ακαδημαϊκών, αυτές μοιράζονται σε λέκτορες, επίκουρους καθηγητές, αναπληρωτές καθηγητές  και καθηγητές και στο σύνολό τους δεν πρέπει να ξεπερνούν τον ανώτατο αριθμό θέσεων (στο παράδειγμα το 300), και επίσης ότι δε διακρίνονται πια σε «μόνιμες» και «μη μόνιμες».

Συνεπώς, ο νόμος ήταν εξαρχής σαφής και από το 2001 κατάργησε ρητά τη διάκριση σε «μόνιμες» και «μη μόνιμες» θέσεις. Αυτό σημαίνει ότι όσες/οι επικαλούνταν και εξακολουθούν να επικαλούνται τη διάκριση αυτή, εντός και εκτός των πανεπιστημίων, το κάνουν καθ’ υπέρβαση του νόμου.

Δυστυχώς, μαζί με τον τροποποιητικό νόμο του Πανεπιστημίου Κύπρου του 2001 εγκρίθηκαν ή/και διατηρήθηκαν σε ισχύ, από αβλεψία προφανώς, παλιότεροι κανονισμοί, που όμως ήταν ολοφάνερα αντίθετοι προς το νόμο που μόλις είχε ψηφιστεί. Έτσι, για να αναφέρω ένα μόνο παράδειγμα, διατηρήθηκαν σε ισχύ «Οι περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Συντάξεις Ακαδημαϊκού Προσωπικού) Κανονισμοί του 1991» που είχαν εγκριθεί προ δεκαετίας (1991) και εξακολουθούσαν να μιλάνε για «μόνιμες» και «μη μόνιμες» θέσεις, παρόλο που ο νόμος του 2001 είχε ρητά καταργήσει τη διάκριση.

Το πρόβλημα που δημιουργήθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο ήταν σοβαρό και βαρύνει τις διοικήσεις του Πανεπιστημίου Κύπρου (και αργότερα και των άλλων δημόσιων πανεπιστημίων), που από το 2001 κε., αντί να εφαρμόζουν τον τροποποιητικό νόμο και να εντάσσουν τους λέκτορες και τους επίκουρους στο συνταξιοδοτικό σχέδιο του εκάστοτε πανεπιστημίου τούς μεταχειρίζονταν ως κατόχους «μη μόνιμων» θέσεων και «επί δοκιμασία υπαλλήλους».

Το 2011, όταν ψηφίστηκε «Ο περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων Κρατικών Υπαλλήλων (κλπ.) Νόμος (113(I)/2011)», εξαιτίας των ενεργειών και των παραλείψεων των διοικήσεων των δημόσιων πανεπιστημίων που επέλεγαν να εφαρμόζουν τους παράνομους κανονισμούς και όχι το νόμο, λέκτορες και επίκουροι καθηγητές, ήδη τότε με πολλά χρόνια υπηρεσίας στο δημόσιο πανεπιστήμιο, κινδυνεύαμε να θεωρηθούμε «νεοεισερχόμενοι υπάλληλοι» όταν θα γινόμασταν αναπληρωτές και να χάσουμε όλα τα ωφελήματα, συνταξιοδοτικά και άλλα, που απέρρεαν από τα χρόνια της εργασίας μας, γιατί τάχα κατείχαμε «μη μόνιμες θέσεις» κατά την ημερομηνία ισχύος του νόμου (1/10/2011)! Μα αφού ο νόμος του πανεπιστημίου είχε καταργήσει τη διάκριση ανάμεσα σε μόνιμες και μη μόνιμες θέσεις πώς γινόταν εμείς να κατέχουμε θέσεις μη μόνιμες;

Παρά τα σχετικά διαβήματά μας προς τη διοίκηση, το Πανεπιστήμιο Κύπρου συνέχισε αυτήν την παράνομη μεταχείριση, ακόμη και όταν ο Γενικός Εισαγγελέας έστειλε σχετική γνωμάτευση στις 28/03/2014 ότι λέκτορες και επίκουροι καθηγητές κατέχουν «μόνιμες θέσεις», ακόμη και όταν η Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών του Πανεπιστημίου Κύπρου στις 20/05/2014 αποφάσισε ότι λέκτορες και επίκουροι κατέχουν «μόνιμες θέσεις από το 2001 (χρονολογία κατά την οποία ίσχυσε ο περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Τροποποιητικός) Νόμος του 2001, Ν 44(Ι)/2001) ή από την ημερομηνία πρόσληψής τους, οποιαδήποτε των δύο είναι μεταγενέστερη».

Για να φτάσουμε στις 08/07/2014 και την κατάθεση της επίμαχης τροπολογίας, η οποία επιχειρεί να αφαιρέσει το μόνο όπλο που έχουν στη διάθεσή τους οι διοικούμενοι έναντι των λαθών, των ενεργειών και των παραλείψεων της διοίκησης: το νόμο!

Κατά συνέπεια, αυτό που σημειώνεται στην απάντηση του κ. Προδρόμου, ότι «αν τυχόν γίνει κάποια σχετική αλλαγή στη νομοθεσία, αυτή θα αφορά, όπως είναι ευνόητο, το μέλλον» στην περίπτωση αυτή δυστυχώς δεν θα ισχύσει: εξαιτίας των ενεργειών και των παραλείψεων της πανεπιστημιακής διοίκησης, αν γίνει αλλαγή στη νομοθεσία, θα έχει αναδρομική ισχύ και θα προκαλέσει σε 191 λέκτορες και επίκουρους ανήκεστη βλάβη. Είναι ωστόσο σαφές και αδιαμφισβήτητο ότι κάτι τέτοιο θα είναι αντισυνταγματικό. 

Επιπλέον, αυτή η βλάβη και αντισυνταγματική ενέργεια θα προκληθεί εν γνώσει των βουλευτών: ήδη οι δηλώσεις του κ. Θεμιστοκλέους στην κοινοβουλευτική Επιτροπή Παιδείας, όπως αναφέρονται σε σχετικά δημοσιεύματα, ότι «Το Πανεπιστήμιο Κύπρο ουδέποτε εφάρμοσε το νόμο του 2001 και δεν έδωσε ποτέ συνταξιοδοτικά ωφελήματα μόνιμου προσωπικού σε όσους λέκτορες και επίκουρους αποχώρησαν από το Πανεπιστήμιο Κύπρου» και ότι «Αν οι προτάσεις του για τροποποιήσεις δεν ψηφιστούν από την ολομέλεια της Βουλής την ερχόμενη Πέμπτη, 10 Ιουλίου 2014, στην επόμενη συνεδρία της ολομέλειας της Βουλής που θα γίνει τον Σεπτέμβριο θα είναι πολύ αργά γιατί μέχρι τότε τα πανεπιστήμια θα φέρουν τη Βουλή προ τετελεσμένων» δείχνουν ότι η πρόταση κατατέθηκε σκόπιμα για να μεταβάλει τον ισχύοντα νόμο, κατά τρόπο δυσμενή και μόνιμο, σε βάρος των λεκτόρων και των επίκουρων καθηγητών των δημόσιων πανεπιστημίων.

Άρα, ο ισχυρισμός του κ. Προδρόμου ότι «δεν τίθεται θέμα καμιάς "επίθεσης" στους λέκτορες και τους επίκουρους καθηγητές» εκ των πραγμάτων δυστυχώς δεν ευσταθεί ούτε φυσικά όσες/οι διαμαρτύρονται έχουν πέσει θύματα «κάποιας εσφαλμένης πληροφόρησης».  

Αν έχει απομείνει έστω και ίχνος κράτους δικαίου και σεβασμού στην έννομη τάξη σε αυτή τη χώρα, οι βουλευτές οφείλουν να αναγνωρίσουν ότι:

  1. Όταν υπάρχει ασυμφωνία ανάμεσα σε νόμους, κανονισμούς και κανόνες, είναι οι κανονισμοί και οι κανόνες που πρέπει να τροποποιούνται, ώστε να είναι σύννομοι, και όχι να μεταβάλλεται ο νόμος και μάλιστα με τρόπο που προκαλεί στους διοικούμενους ανήκεστη βλάβη και δη αναδρομικά. 
  2. Η διοίκηση δεν δικαιούται ούτε «να ενεργεί με τρόπο ασυνεπή, αντιφατικό ή κακόπιστο» ούτε «επικαλούµενη τις ίδιες της τις παραλείψεις για τις οποίες δεν είναι υπαίτιος ο διοικούµενος, να αγνοεί µια ευνοϊκή γι' αυτόν κατάσταση η οποία έχει διαρκέσει αρκετό χρόνο και να αρνείται την υπέρ του διοικούµενου συναγωγή των ωφεληµάτων και των νόµιµων συνεπειών που προκύπτουν από την κατάσταση αυτή» (Αρχή της Καλής Πίστης, Άρθρο 51 των Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου 158(Ι)/99).

Ολόκληρο το άρθρο στο πιο κάτω έγγραφο: 




Share on Facebook


Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











193