Σχόλια για την πρόταση του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Κύπρου για ελεύθερη πρόσβαση στο Πανεπιστήμιο


ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ *

Στις 19 Οκτωβρίου δημοσιεύθηκε στη Σημερινήμε επίτιτλο «μια πρόταση που θα διχάσει» συνέντευξη του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Κύπρου κ. Κ.Χριστοφίδη για το θέμα της εισδοχής των αποφοίτων των λυκείων στο πανεπιστήμιο. Στη συνέντευξη ο Πρύτανης καταθέτει «μια προσωπική πρόταση», όπως ανέφερε, «αιφνιδιαστική και άκρως καινοτόμο», σύμφωνα με την εφημερίδα, που είναι μέρος μιας «ολοκληρωμένης πρότασης που θα κατατεθεί στα μέσα Νοεμβρίου στον Υπουργό Παιδείας» και που υποβλήθηκε ήδη στο Συμβούλιο Παιδείας στην τελευταία συνεδρία του της 14ης Οκτωβρίου. Η πρόταση του Πρύτανη περιλαμβάνει τις εξής πρόνοιες:α) να καταργηθούν οι Παγκύπριες Εξετάσεις που γίνονται κάθε χρόνο για να επιλέγονται οι καλύτεροι από τους υποψηφίους για πρόσβαση στα κυπριακά και ελληνικά πανεπιστήμια, β) να υιοθετηθεί απευθείας πρόσβαση των φοιτητών στα τμήματα που επιθυμούν στο Πανεπιστήμιο Κύπρου,γ) να επιτραπεί φοίτηση όλων για ένα χρόνο, δ) στο τέλος του χρόνου να διεξάγονται  εξετάσεις για  επιλογή αυτών που έχουν την ψηλότερη βαθμολογία για να συνεχίσουν τις σπουδές τους, ε) ”οι μη επιτυχόντες θα παίρνουν με την ολοκλήρωση του χρόνου πιστοποιητικό φοίτησης, το οποίο θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για μετεγγραφή σε κάποιο άλλο πανεπιστήμιο του εξωτερικούή σε κάποιο άλλο τμήμα του ίδιου του Πανεπιστημίου Κύπρου, εάν και εφόσον οι βαθμοί του πρώτου έτους το επιτρέπουν».

Σύμφωνα με τον Πρύτανη , η πρότασή του έχει τα εξής πλεονεκτήματα: α)θα παύσουν οι γονείς να ξοδεύουν 60-70 εκατομ. ετησίως σε φροντιστήρια και ιδιαίτερα μαθήματα, β) θα γίνει «αποσυμφόρηση της Λευκωσίας από το καθημερινό κομφούζιο που επικρατεί με τους γονείς σε ρόλο «ταξιτζήδων» σε ένα αέναο «πήγαινε έλα «στα φροντιστήρια», γ) θα αφεθούν «το γυμνάσιο και το λύκειο να διαδραματίζουν τον δικό τους πραγματικό θεσμικό ρόλο που είναι διαμόρφωση των ανθρώπων και να μη λειτουργούν απλώς ως εξεταστικά κέντρα», και δ) με τις αλλαγές αυτές «αυτός ο τόπος (θα) προχωρήσει μπροστά και η εξέλιξη (θα) σταματήσει να παρεμποδίζεται από θιγόμενα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα που λειτουργούν ως τροχοπέδη σε οτιδήποτε καινοτόμο προσπαθεί να εφαρμοστεί από τους κυβερνώντες».

Τα σχόλιά μου για την  πρόταση  αυτή είναι τα εξής:

α) δεν δίνει τη δέουσα σημασία στις πιθανές συνέπειες του προβλήματος της σπατάλης ενός χρόνου από τη ζωή τους και της ψυχικής οδύνης χιλιάδων φοιτητών που θα απορριφθούν στο τέλος του χρόνου, ούτε στις γενικότερες οικονομικές ,κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες που είναι δυνατό να προκληθούν. Είναι αστείο να δεχθούμε ότι οι φοιτητές αυτοί θα αρκεσθούν να πάρουν πιστοποιητικό φοίτησης και στην ευκαιρία που θα έχουν «να κάνουν αυτοκριτική και αυτοαξιολόγηση για το τι πήγε καλά και τι όχι, μια διαδικασία που θα τους κάνει καλύτερους», όπως είπε ο Πρύτανης στη συνέντευξή του. Απεναντίας, είναι σχεδόν βέβαιο ότι αυτοί και οι γονείς τους θα πιέσουν σκληρά την κυβέρνηση για να τους δοθεί μια δεύτερη και τρίτη ευκαιρία ή να γίνει μια άλλη διευθέτηση που θα επιτρέψει να μην πάει άδικος ο χρόνος τους, και η αναταραχή θα είναι τόσο μεγάλη που δεν θα απέχει από τη μορφή κοινωνικής επανάστασης Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η κοινωνία και το κράτος  θα έχουν να αντιμετωπίσουν χιλιάδες απογοητευμένους και απελπισμένους νέους οι οποίοι θα έχουν το ίδιο αίτημα. Το πιθανότερο είναι ότι οι αρχές θα κατηγορηθούν από τους γονείς και την ευρύτερη κοινωνία ότι  οδήγησαν χιλιάδες νέους σε μια παγίδα.

β) δεν δίνει τη δέουσα σημασία στις δυσκολίες προσφοράς διδασκαλίας και στήριξης σε όλους αυτούς τους φοιτητές που θα είναι τριπλάσιοι σε αριθμό από το σημερινό αριθμό των εισερχομένων κάθε χρόνο φοιτητών του Πανεπιστημίου Κύπρου  ούτε στην υποβάθμιση  των μαθησιακών επιπέδων που θα  προκύψει από την ανάγκη να διδάσκονται χιλιάδες επιπρόσθετοι φοιτητές σε μεγάλες ομάδες και σε ακατάλληλες ώρες. Είναι γνωστό (δημοσιεύθηκε στο Paideia-Νews σχετικό άρθρο από καθηγητή του Πανεπιστημίου Κύπρου) ότι στο μάθημα των Λατινικών το Πανεπιστήμιο Κύπρου υποχρεώθηκε να διδάσκει την ύλη του λυκείου, γιατί οι εισερχόμενοι φοιτητές δεν είναι επαρκώς προετοιμασμένοι από το λύκειο. Θα μπορούσε επομένως εύκολα να αναμένει κανείς ότι το ίδιο θα συμβεί με όλα τα γνωστικά αντικείμενα, όταν θα εισάγονται στο Πανεπιστήμιο χωρίς τις απαραίτητες γνώσεις και δεξιότητες όλος αυτός ο όγκος φοιτητών. Δεν αποτελεί αντίφαση αυτή η πρόταση για έναν Πρύτανη που κάνει το παν να  προβάλει τα υψηλά επίπεδα και την υψηλή ακαδημαϊκή ιεράρχηση  διεθνώς(θέση μεταξύ 241 και 300) του Πανεπιστημίου του;Πώς συμβιβάζονται τα δύο;

γ) Δεν αναφέρει  τον τρόπο με τον οποίο υπολογίζει ότι οι επιπρόσθετες δαπάνες του Πανεπιστημίου του θα είναι μόνο 5 εκατ.; Πόσα υπολογίζει ότι θα στοιχίζει η διόρθωση από τους καθηγητές του Πανεπιστημίου Κύπρου των χιλιάδων επιπρόσθετων γραπτών; Τι θα γίνει αν τελικά η δαπάνη θα είναι πολύ μεγαλύτερη; Θα μπορεί το κράτος να ανταποκριθεί ή θα εξαναγκασθεί να πληρώνει διαρκώς και περισσότερα  για να μην αφήσει το εγχείρημα να καταρρεύσει και να υποστεί το συνεπαγόμενο μεγάλο πολιτικό κόστος;

δ) Δεν εξηγεί γιατί όλοι οι επιπρόσθετοι φοιτητές θα πρέπει να φοιτούν  στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Γιατί πρέπει ένας φοιτητής που έχει το σπίτι του στη Λεμεσό να έρχεται στη Λευκωσία για να φοιτά στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και όχι στο ΤΕΠΑΚ;

ε) αναφέρει ως επιχείρημα ότι οι περισσότερες χώρες έχουν καταργήσει τις εισαγωγικές εξετάσεις και αναφέρει μόνο τρεις(Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία). Δεν αναφέρει ποιες χώρες έχουν εξετάσεις ούτε αναφέρει τη βασική διαφορά κουλτούρας που επιτρέπει την υιοθέτηση του ενός ή του άλλου συστήματος. Σήμερα ξέρουμε ότι δεν έχει καμιά σημασία πόσες χώρες εφαρμόζουν έναν θεσμό προκειμένου να αποφασίσουμε αν θα τον δανειστούμε ως χώρα ή όχι. Εκείνο που προσέχουμε είναι τι ταιριάζει στις συνθήκες και στην κουλτούρα της χώρας μας και όχι πόσες και ποιες χώρες το εφαρμόζουν.

Ολοκληρώνοντας, θα έλεγα ότι οι περισσότερες και πιο επώδυνες καταστροφές που προκλήθηκαν στην Κύπρο τα 55 χρόνια της ανεξαρτησίας της ήταν το αποτέλεσμα υιοθέτησης  μεγάλων  ιδεών  και αλλαγών (παράβαλε αυτή που προκλήθηκε όταν επικράτησε κατά τη δεκαετία 1998-2008 η αλαζονική αντίληψη ότι η χώρα θα μπορούσε να επιβιώσει οικονομικά μόνο από τις υπηρεσίες και κατ εξοχήν τις τράπεζες) παρά από τη συντηρητικότητα που επέβαλλε εφαρμογή μόνο προσεκτικών πολιτικών και λελογισμένων αλλαγών.

*Πρώην αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου

 




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











135