Η Έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας δεν είναι δεσμευτική για το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, αλλά αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο που περιλαμβάνει τεκμηριωμένες προτάσεις και εισηγήσεις, τις οποίες το Υπουργείο θα λάβει υπόψη του, επανέλαβε σήμερα στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Παιδείας ο Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού Κώστας Καδής.
Σε δηλώσεις του μετά τη συζήτηση στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Παιδείας για τις εκθέσεις των εμπειρογνωμόνων της Παγκόσμιας Τράπεζας για την εκπαίδευση και το Υπουργείο Παιδείας, ο κ. Καδής είπε ότι στη διαμόρφωση των τελικών μέτρων, που θα υιοθετήσουν, το Υπουργείο θα λάβει υπόψη πέραν από τις μελέτες και τις εκθέσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας και προηγούμενες προσπάθειες, οι οποίες είχαν γίνει για το κάθε θέμα, καθώς και τις απόψεις ειδικών εμπειρογνωμόνων.
Έχουμε ορίσει ομάδες εργασίας
«Για κάθε ένα από τα ζητήματα με τα οποία ασχολείται η Παγκόσμια Τράπεζα στις εκθέσεις της, έχουμε ορίσει ομάδες εργασίας οι οποίες με πολύ συγκεκριμένο και τεχνοκρατικό τρόπο, επεξεργάζονται τις εισηγήσεις και όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που είναι συναφή με το κάθε ζήτημα, ούτως ώστε να προτείνουν ένα νέο πλαίσιο για το κάθε ζήτημα, το οποίο θα αποτελέσει τη βάση δομημένου διαλόγου με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, ούτως ώστε συναινετικά να φτάσουμε σε συμφωνία πάνω στο κάθε ζήτημα», πρόσθεσε.
Σε ερώτηση τι προνοεί αυτή η έκθεση, ο κ. Καδής είπε ότι είναι δύο εκθέσεις.
Η μία έκθεση, συνέχισε, αφορά τη δομή και τη λειτουργία του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού και η βασική της στόχευση είναι να καταστεί το Υπουργείο πιο αποτελεσματικό στη λειτουργία του, στοχεύει στην αποκέντρωση των δραστηριοτήτων του Υπουργείου -διότι σήμερα είναι γεγονός ότι το Υπουργείο Παιδείας λειτουργεί με πολύ συγκεντρωτικό τρόπο- και υποβάλλει συγκεκριμένες εισηγήσεις για το πώς οι διαδικασίες στο Υπουργείο Παιδείας θα λειτουργούν με πιο ευέλικτο και αποτελεσματικό τρόπο.
Η δεύτερη έκθεση, είπε ο Υπουργός Παιδείας, αφορά τις πολιτικές για τους εκπαιδευτικούς.
«Εκεί επικεντρώνεται σε τρεις τομείς. Ο πρώτος τομέας είναι ο τομέας του συστήματος διορισμών, του τρόπου με τον οποίο, δηλαδή, εντάσσονται οι εκπαιδευτικοί στο εκπαιδευτικό σύστημα. Το δεύτερο αφορά την αξιολόγηση και την ανέλιξη των εκπαιδευτικών και ο τρίτος τομέας αφορά την επιμόρφωση και κατάρτιση των εκπαιδευτικών μας. Απώτερος στόχος αυτών των μέτρων είναι να εντάσσονται και να ανελίσσονται μέσα από το εκπαιδευτικό μας σύστημα οι πιο ικανοί και άριστοι εκπαιδευτικοί. Αυτή είναι η φιλοσοφία, δηλαδή, των μέτρων που προτείνονται. Δεν σημαίνει ότι το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού θα πάρει αυτούσιες τις εισηγήσεις και θα τις υιοθετήσει. Για κάθε ένα από αυτούς τους τομείς, τα μέτρα που εισηγούνται θα περάσουν από το κόσκινο του Υπουργείου, θα μπολιαστούν οι εισηγήσεις και με άλλες εισηγήσεις που έχουν κατατεθεί στο παρελθόν για το κάθε θέμα και θα φτάσουμε τελικά σε ένα νέο πλαίσιο, το οποίο θα συζητήσουμε μέσα από ένα δομημένο διάλογο με τους κοινωνικούς εταίρους», εξήγησε.
Σε παρατήρηση ότι συνήθως σε τέτοιες εκθέσεις, πίσω από κάθε αλλαγή, προνοείται και μείωση προσωπικού, ο κ. Καδής είπε ότι για το κάθε μέτρο θα διαμορφώσουν ένα πολύ συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα για τις δραστηριότητες που θα ακολουθήσουν από τη διαμόρφωση μέχρι την τελική υιοθέτηση του.
«Έχει γίνει ένα προκαταρκτικό τέτοιο πλάνο. Από την άλλη, ο σκοπός δεν είναι να μειώσουμε ούτε προσωπικό, ούτε να μειώσουμε τις δαπάνες. Ο σκοπός είναι τις δαπάνες για την παιδεία μας να τις αξιοποιούμε με το πιο αποτελεσματικό τρόπο προς όφελος των παιδιών μας και φαίνεται ότι μέσα από διεθνείς οργανισμούς, ότι ενώ επενδύουμε μεγάλα ποσά στην εκπαίδευση, ενώ έχουμε τους καλύτερους σε προσόντα εκπαιδευτικούς, τα μαθησιακά αποτελέσματα που καταγράφουμε είναι πολύ πενιχρά», πρόσθεσε.
Ο κ. Καδής ανέφερε ότι θέλουν μέσα από μία σειρά διαρθρωτικές συναλλαγές για τις οποίες θα λάβουν υπόψη και τις εκθέσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας να βελτιώσουν αυτά τα αποτελέσματα, να βελτιώσουν το σύστημα προς όφελος των παιδιών.
«Για κάθε μέτρο που θα υιοθετηθεί περιλαμβάνεται συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα το οποίο μπορεί να είναι από μερικούς μήνες, μέχρι κάποια χρόνια, ανάλογα με το μέτρο στο οποίο αναφερόμαστε», συμπλήρωσε.
Ο Βουλευτής του ΔΗΣΥ Ευθύμιος Δίπλαρος είπε ότι μέτρα τα οποία καταγράφονται στις εισηγήσεις της έκθεσης της Παγκόσμιας Τράπεζας και κινούνται προς την ορθή κατεύθυνση, όπως ο εκσυγχρονισμός και η αποκέντρωση του Υπουργείου Παιδείας, θα υιοθετηθούν, προσθέτοντας ότι για όλα υπάρχει ένα πλάνο και ένα χρονοδιάγραμμα «κάτι το οποίο δεν υπήρχε για όλα αυτά τα χρόνια με αποτέλεσμα να έχουν αλλάξει εννέα Υπουργοί Παιδείας και ο κατάλογος διοριστέων να έχει παραμείνει ο ίδιος».
Ο κ. Δίπλαρος είπε ακόμη ότι προς τη θετική κατεύθυνση κινούνται εισηγήσεις της έκθεσης οι οποίες αφορούν την εισαγωγή μέντορα στις τάξεις, η ανταμοιβή των εκπαιδευτικών που εργάζονται στις ορεινές περιοχές, ο ανασχεδιασμός και αποκέντρωση του Υπουργείου Παιδείας με λιγότερες και πιο ευέλικτες Διευθύνσεις και μείωση των αποσπασμένων στο Υπουργείο και η στελέχωση της Διοίκησης του Υπουργείου με διοικητικούς και όχι εκπαιδευτικούς λειτουργούς.
Ανέφερε ακολούθως ότι στο πλαίσιο της συνεδρίας ο Υπουργός Παιδείας ξεκαθάρισε ότι η Κυβέρνηση δεν πρόκειται να προχωρήσει στο κλείσιμο του ΚΟΑ και του Οργανισμού Νεολαίας αλλά και πως ούτε στο πλαίσιο της έκθεσης της Παγκόσμιας Τράπεζας γίνεται λόγος για κάτι τέτοιο, παρά μόνο για τον εκσυγχρονισμό αυτών των οργανισμών, έτσι ώστε να επιτελέσουν το έργο τους με λιγότερα λειτουργικά έξοδα.
Ο Βουλευτής του ΑΚΕΛ Ανδρέας Καυκαλιάς έκανε λόγο για μια καλά οργανωμένη προσπάθεια, η οποία στοχεύει στο να αλλάξει το δημόσιο χαρακτήρα της εκπαίδευσης στην Κύπρο, υπενθυμίζοντας τις εκθέσεις του ΔΝΤ για το εκπαιδευτικό σύστημα που προηγήθηκε πριν από ένα χρόνο, την απόφαση για παγοποίηση της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, την απόφαση για αλλαγή του εργασιακού καθεστώτος των εκπαιδευτικών στα απογευματινά και βραδινά προγράμματα του Υπουργείου Παιδείας και την απόφαση για παγοποίηση των προαγωγών.
«Όλα αυτά στη δική μας αντίληψη αποδεικνύουν ότι ο στόχος είναι η επιβολή νεοφιλελεύθερων πολιτικών και στο χώρο της παιδείας στη λογική του ‘λιγότερο κράτος – λιγότερη και υποβαθμισμένη ποιοτικά δημόσια εκπαίδευση’».
Υπενθύμισε ακόμη ότι το ΑΚΕΛ από την αρχή χαρακτήρισε επικίνδυνη και άστοχη κίνηση την πρόσκληση από το Υπουργείο Παιδείας προς την Παγκόσμια Τράπεζα, καθώς, όπως είπε, «έχει ζητηθεί από ένα οργανισμό με συγκεκριμένο ρόλο, θέσεις και φιλοσοφία να μας συμβουλεύσει για αλλαγές που πρέπει να γίνουν στο χώρο της εκπαίδευσης», όπως επίσης και τη θέση του ΑΚΕΛ σε σχέση με την ανάγκη άμεσης προώθησης και υλοποίησης της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης υιοθετώντας μια επιστημονοκεντρική και συμμετοχική διαδικασία.
Χαρακτήρισε απαράδεκτη τη δέσμευση, όπως είπε, που ανέλαβε η Κυβέρνηση για συμπερίληψη πρόνοιας στο τελευταίο μνημόνιο για υιοθέτηση των εισηγήσεων της Παγκόσμιας Τράπεζας για την παιδεία, αναφέροντας πως η εν λόγω εξέλιξη «συνιστά πρόκληση έναντι των εκπαιδευτικών εταίρων αλλά και των πολιτικών δυνάμεων καθώς δεν έχει διεξαχθεί κανένας ουσιαστικός διάλογος».
«Θέλουμε να προσεγγίσουμε με θετικό φακό τις αναφορές του Υπουργού ότι οι εκθέσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα, όμως δυστυχώς τα γεγονότα το αντίθετο αποδεικνύουν» πρόσθεσε.
Από την πλευρά του, ο Βουλευτής της ΕΔΕΚ Γιώργος Βαρνάβας δήλωσε πως το γεγονός ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα χρειάζεται εκσυγχρονισμό και αναδιάρθρωση, αυτό δεν μπορεί κανένας να το αρνηθεί.
«Από την άλλη πλευρά, η προϊστορία της Παγκόσμιας Τράπεζας και οι πολιτικές τις οποίες έχει προτείνει κατά καιρούς είναι τέτοιες οι οποίες μας δημιουργούν ακόμη και τις αμφιβολίες και τις αμφισβητήσεις, κατά πόσο η έκθεση η οποία έχει καταθέσει ενώπιον του Υπουργείου Παιδείας σε σχέση με το εκπαιδευτικό μας σύστημα συνάδει με τα κυπριακά δεδομένα. Σήμερα ενημερωθήκαμε από τον Υπουργό Παιδείας και εμείς λαμβάνουμε πάρα πολύ σοβαρά υπόψη τις δεσμεύσεις της οποίες ο Υπουργός έδωσε ενώπιον της Επιτροπής. Πρώτον, το γεγονός ότι αυτή η έκθεση δεν είναι πανάκεια, υπάρχουν μέσα στοιχεία τα οποία δεν συνάδουν με την κυπριακή κοινωνία, άρα δεν θα ληφθούν υπόψη από πλευρά του ίδιου του Υπουργείου Παιδείας. Δεύτερον, το γεγονός ότι η οποιαδήποτε προσπάθεια αλλαγής του συστήματος θα είναι αποτέλεσμα- κάτι που κι εμείς στηρίζουμε - διαλόγου με τις εκπαιδευτικές οργανώσεις, αλλά και τους εμπλεκόμενους φορείς, όπως τις συνομοσπονδίες γονέων και άλλους, και παράλληλα τα χρονοδιαγράμματα θα είναι τέτοια που στην πραγματικότητα δεν θα είναι πιεστικά, ώστε να προχωρήσουμε σε άμεσες αλλαγές, που στο τέλος της ημέρας να επιβαρύνουν το εκπαιδευτικό μας σύστημα», πρόσθεσε.
Είπε τέλος ότι η ΕΔΕΚ θα παρακολουθεί την εξέλιξη σε ό,τι αφορά την εφαρμογή ή τις αποφάσεις οι οποίες θα παρθούν σε σχέση με την συγκεκριμένη έκθεση και αναλόγως θα τοποθετείται.
Ο Πρόεδρος της ΟΕΛΜΕΚ Δημήτρης Ταλιαδώρος είπε ότι η οργάνωση αναμένει από το Υπουργείο Παιδείας τις δύο εκθέσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας μεταφρασμένες στα ελληνικά και σημείωσε ότι με βάση και τα λεγόμενα του Υπουργού Παιδείας, «πράγματι ως εργαλείο μπορούν να μελετηθούν και να αξιοποιηθούν».
Πρόσθεσε ωστόσο ότι υπάρχουν και άλλα προβλήματα στην εκπαίδευση, όπου θα πρέπει να εστιαστεί η προσοχή του Υπουργείου Παιδείας, όπως τα προβλήματα στο Ενιαίο Λύκειο, τα προβλήματα στους κανονισμούς λειτουργίας των σχολείων, ο τεράστιος αριθμός απουσιών που επιτρέπεται στους μαθητές, που είναι και ζητήματα, όπως είπε, που αποτελούν και την ουσία της εκπαίδευσης.
Εξέφρασε την ετοιμότητα της ΟΕΛΜΕΚ να συζητήσει και το σύστημα διορισμού υπό τον όρο ότι κάποιοι θα πρέπει να εξαιρεθούν, καθώς εργάζονται αρκετά χρόνια στην εκπαίδευση.
Έκανε παράλληλα λόγο για την ανάγκη αριθμητικής βαθμολογίας και στα γυμνάσια, αλλά και αξιολόγηση των μαθητών ανά τετράμηνο.
Ο ΓΓ της ΠΟΕΔ Απόστολος Αποστολίδης είπε σε ό,τι αφορά το σύστημα διορισμού, πως θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα όσα κατά καιρούς έχουν ακουστεί για εξαίρεση όσων ήδη υπηρετούν στην εκπαίδευση, αλλά και ότι θα πρέπει να υπάρξει διαβούλευση για όλα τα θέματα.
Πρόσθεσε σε ό,τι αφορά τα ζητήματα με τα οποία καταπιάνεται η έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας, ότι η ΠΟΕΔ δηλώνει έτοιμη για κοινωνικό διάλογο αλλά και ουσιαστική διαπραγμάτευση στο πλαίσιο σωστής ιεράρχησης των ζητημάτων που αφορούν το εκπαιδευτικό σύστημα.