Η Ανεξάρτητη Κίνηση Δασκάλων και Νηπιαγωγών ΑΚίΔΑ με ανακοίνωσή της αναφέρει ότι συνεχίζει, από τότε που η μνημονιακή επιταγή συνάντησε τις προσδοκίες των φορέων της «εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης», να παρακολουθεί με ιδιαίτερη προσοχή και κριτική ματιά αλλά και εύλογη ανησυχία την εξέλιξη της πορείας της εφαρμογής του Νέου Συστήματος Διορισμού στη Δημόσια Εκπαίδευση.
«Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων συνιστά ακόμα ένα κομβικό σταθμό, για τις συνιστώσες του οποίου διατυπώνονται από τους ενδιαφερόμενους πολλές εκτιμήσεις και απόψεις. Ο δημόσιος διάλογος που εκτυλίσσεται από την Παρασκευή, 30/3/2018, έχει δημιουργήσει σε όλους τους καλοπροαίρετους παρατηρητές και σε όσους ενδιαφέρονται πραγματικά για την ουσία της ποιότητας στην παρεχόμενη εκπαίδευση και όχι τους αριθμούς σοβαρές ανησυχίες, έντονα ερωτηματικά και κυρίως κρίσιμα ζητούμενα.
Τα γεγονότα που αφορούν στην υλοποίηση της νομοθεσίας περί της κατάρτισης του Καταλόγου Διορισίμων και ειδικά όσα αφορούν στη διεξαγωγή των εξετάσεων καταδεικνύουν, μέχρι αυτή τη στιγμή, πως η μοναδική σκοπιμότητα που το ΝΣΔΕ εξυπηρετεί με κάθε τρόπο είναι η προσωρινότητα στην εργοδότηση των εκπαιδευτικών. Μια προσωρινότητα που αφενός θα δημιουργήσει νέα κοινωνικά προβλήματα, αφετέρου θα πλήξει την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης, όπως αποδείχθηκε σε όλες τις χώρες, όπου επικράτησε. Δυστυχώς αυτά τα ζητήματα δεν λαμβάνονται υπόψη από τους υποστηρικτές των εν λόγω πολιτικών.
Στο διά ταύτα: Οι εξετάσεις και η αξιοκρατία. Αυτό είναι το θέμα των ημερών. Προηγήθηκε μια σιωπηρή συμπόρευση των Κομμάτων με το ΥΠΠ, το δίμηνο Απρίλη – Μάιο 2017, όπου ανέστειλαν την ψήφιση των Κανονισμών για τις εξετάσεις, ζητώντας την ικανοποίηση κάποιων προϋποθέσεων. Το ΥΠΠ σίγησε. Και ως να μην συνέβαινε τίποτε, τα Κόμματα επανήλθαν, δεν ζήτησαν τις απαιτούμενες απαντήσεις και ψήφισαν τους Κανονισμούς. Γιατί άραγε; Και γιατί άραγε, επίσης, ετεροχρονισμένα, έθεσαν τα ζητήματα κάποιοι βουλευτές περί αορίστου ΠΡΙΝ από τις Προεδρικές Εκλογές ενώ ΜΕΤΑ τις Προεδρικές Εκλογές καταχωνιάστηκαν στο συρτάρι;
Ποια αξιοπιστία έχουν οι παρεμβάσεις Κομμάτων στην παρούσα στιγμή όταν σώπασαν την κρίσιμη ώρα των αποφάσεων στη Βουλή, όπου θα προλάβαιναν αυτά που από τότε διαγράφονταν ότι θα επέρχονταν;
Ποιοι εκτός από τους ενδιαφερόμενους ζήτησαν ενδελεχή διερεύνηση σε σχέση με το σκάνδαλο της διαρροής των θεμάτων; (Σχετική παρέμβαση είχε κάνει και η ΑΚίΔΑ). Ποιοι ζήτησαν εξηγήσεις για την καθυστέρηση, παραβιάζοντας τα χρονοδιαγράμματα του νόμου, στην ανακοίνωση της εξεταστέας ύλης; Πώς προχώρησε το ΥΠΠ στην ολοκλήρωση μιας διαδικασίας που έμπαζε νερά, χωρίς να απονεμηθούν αλλά και να αναληφθούν πολιτικές, πειθαρχικές και κυρίως ηθικές ευθύνες;
Το ΥΠΠ διαβεβαίωνε προς χειροκροτητές (υπήρχαν πολλοί) και επικριτές, υλοποιώντας τη μνημονιακή επιταγή, πως το νέο σύστημα θα είναι αξιοκρατικό και θα χαρακτηρίζεται από διαφάνεια. Ερώτημα: Υπηρετείται η διαφάνεια (α) χωρίς την ανακοίνωση λύσεων; (β) με την ανάρτηση των Καταλόγων Διορισίμων χωρίς στοιχεία που να επιτρέπουν τις διαφανείς συγκρίσεις των δεδομένων των ενδιαφερομένων; (ή θα υπάρξει ακόμα μια φορά η επίκληση στον Περί Προσωπικών Δεδομένων Νόμο;) (γ) χωρίς την αναλυτική εξήγηση περί της εφαρμογής της αναγωγής, την οποία εντάσσουν στη γενική αναφορά περί στατιστικής επεξεργασίας; (δ) χωρίς το δικαίωμα ένστασης και αίτησης για εκ νέου διόρθωσης μέσα από τεκμηρίωση βασιζόμενη σε συγκριτική αντιπαραβολή με τις λύσεις;
Το ΥΠΠ έχει πολλούς υποστηρικτές στον πόλεμο που άνοιξε εδώ και 8 χρόνια κατά των εκπαιδευτικών. Μήπως όμως θα πρέπει επιτέλους να διερωτηθούν οι ταγοί του πόσο αποτελεσματική μπορεί να είναι η προώθηση και υλοποίηση μιας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης όταν καλείται να την εφαρμόσει ένα καταρρακωμένο από τα συνεχή κτυπήματα σώμα των εκπαιδευτικών; Ή είναι δευτερευούσης σημασίας αυτό;
Άλλος δρόμος δεν υπάρχει για το ΥΠΠ από το να δοθούν οι απαιτούμενες εξηγήσεις και να γίνουν άμεσα οι επιβαλλόμενες διορθώσεις των στρεβλώσεων, οι οποίες να πείθουν επί των ζητημάτων που παρουσιάζονται πιο πάνω. Το απαιτεί το κύρος του θεσμού, που πλήγηκε καίρια τον Νοέμβριο και δεν επανορθώθηκε, το απαιτεί η κοινωνική δικαιοσύνη, την οποία είναι το πρώτο που θα πρέπει να την υπηρετεί, το επιβάλλει ο σεβασμός προς την αξιοπρέπεια όλων των υποψήφιων εκπαιδευτικών, και αυτών που πέτυχαν στις εξετάσεις, και αυτών που απέτυχαν και όσων θα μετέχουν μελλοντικά σε αυτές.
Σε διαφορετική περίπτωση θα επιτρέπει στις αμφιβολίες να γίνονται βεβαιότητα και θα εμβαθύνεται η καχυποψία και η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τις θεσμικές του διαδικασίες»