Ακυρώθηκε για 3η φορά η προαγωγή της Προϊσταμένης του Παιδαγωγικού για την Επιμόρφωση


Το Δικαστήριο δικαίωσε εκ νέου την Παπασολομώντος Χριστίνα

Το Ανώτατο Δικαστήριο έκανε δεκτή την προσφυγή της Χριστίνας Παπασολομώντος κατά της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας  η οποία προήγαγε δύο φορές την εκπαιδευτικό που υπηρετεί σήμερα στη μόνιμη θέση Προϊσταμένου Τομέα Παιδαγωγικού Ινστιτούτου. Ταυτόχρονα, το δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της ΕΕΥ που λήφθηκε από τις 5.3.2008.  

Σύμφωνα με το Δικαστήριο:

«Η καθ' ης η αίτηση (ΕΕΥ) έπραξε αυτό ακριβώς που δεν έπρεπε να πράξει σε σχέση με την αξιολόγηση των πρόσθετων προσόντων της αιτήτριας (Παπασολομώντος) και του ενδιαφερομένου μέρους. Δηλαδή, δεν φαίνεται να αξιολόγησε ούτε να έλαβε υπόψη καθόλου τα πρόσθετα προσόντα της αιτήτριας ενώ απέδωσε στο πρόσθετο προσόν του ενδιαφερομένου μέρους τέτοια βαρύτητα που το κατέστησε ισοδύναμο με έκδηλη υπεροχή.

Κατ' επέκταση, καταλήγω ότι η καθ' ης η αίτηση δεν προέβη στη δέουσα έρευνα σε σχέση με τα πρόσθετα προσόντα της αιτήτριας και παραγνώρισε αυτά ενώ φαίνεται να ενήργησε υπό πλάνη και σε σχέση με την αξία των δυο υποψηφίων».

Η υπόθεση:

«Ε. Μιχαήλ, Δ.Δ.Δ.: Με την προσφυγή της η αιτήτρια ζητά την ακύρωση της απόφασης της καθ' ης η αίτηση που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 21.6.2013 σύμφωνα με την οποία μετά από δεύτερη επανεξέταση προήγαγε εκ νέου το ενδιαφερόμενο μέρος στη μόνιμη θέση Προϊσταμένου Τομέα Παιδαγωγικού Ινστιτούτου για την Επιμόρφωση, αναδρομικά από τις 5.3.2008.

Η επίδικη θέση είναι θέση προαγωγής και η διαδικασία αφορά δεύτερη επανεξέταση. Η αρχική απόφαση λήφθηκε στις 3.3.2008. Η πρώτη επανεξέταση έγινε μετά την έκδοση ακυρωτικής απόφασης στην Υπόθεση Αρ. 639/2008 Χριστίνα Παπασολομώντος ν. Δημοκρατίας, όπου η καθ' ης η αίτηση αποφάσισε εκ νέου την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους αναδρομικά και η δεύτερη επανεξέταση, δηλαδή η προσβαλλόμενη διαδικασία, ακολούθησε μετά την έκδοση νέας ακυρωτικής απόφασης στην Υπόθεση Αρ. 1333/2010 Χριστίνα Παπασολομώντος ν. Δημοκρατίας, 5.11.2012.

Το δικαστήριο στην απόφαση του στην υπόθεση 1333/2010 αποφάσισε ότι η συμβουλευτική επιτροπή, για σκοπούς συμμόρφωσής της με την ακυρωτική απόφαση στην υπόθεση 639/2008, όφειλε να επαναλάβει τη διαδικασία εξ υπαρχής και να τηρεί ορθά πρακτικά και όχι να περιοριστεί σε διόρθωση των προηγούμενων. Συνεπώς, κατέληξε το δικαστήριο, η έκθεση της συμβουλευτικής επιτροπής ήταν άκυρη και το ίδιο άκυρη ήταν και η απόφαση της Ε.Δ.Υ. η οποία υιοθέτησε την έκθεση της συμβουλευτικής επιτροπής.

Η αιτήτρια προβάλλει τους ακόλουθους λόγους ακυρότητας:

-      Η διαδικασία επανεξέτασης θα έπρεπε προς συμμόρφωση με το δεδικασμένο, να αρχίσει με νέα συνέντευξη από τη συμβουλευτική επιτροπή.

-      Η καθ' ης η αίτηση θα έπρεπε κατά την επανεξέταση να διενεργήσει νέες συνεντεύξεις αφού η έκθεση της συμβουλευτικής επιτροπής θεωρήθηκε άκυρη.

-      Η καθ' ης η αίτηση όφειλε να παραπέμψει τις αιτήσεις των υποψηφίων στη συμβουλευτική επιτροπή για να αρχίσει η διαδικασία εξ υπαρχής.

-      Η καθ' ης η αίτηση δεν προέβη στη δέουσα έρευνα, παραγνώρισε τα πρόσθετα προσόντα της αιτήτριας και πλανήθηκε ως προς το κριτήριο της αξίας.

Το δικαστήριο στην υπόθεση 1333/2010 ανέφερε τα ακόλουθα:

«Στην ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή υπ' αρ.639/2008 το δικαστήριο είχε καταλήξει ότι αν και υπήρχαν πρακτικά αυτά δεν είχαν τηρηθεί ορθά, αφού για τη δεύτερη και τρίτη συνεδρία, οι οποίες ουσιαστικά ήταν και οι πλέον σημαντικές, υπήρχε ένα μόνο πρακτικό. Στο τέλος των πρακτικών δεν φαινόταν πουθενά η υπογραφή των μελών, αλλά απλώς η ημερομηνία 25.7.2007. Το δικαστήριο περαιτέρω επισημαίνει ότι δεν αναφέρεται ποια από τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν παρόντα σε κάθε συνεδρία ξεχωριστά.

[.]

Η υποχρέωση επανεξέτασης δεν είναι θέμα διόρθωσης ή συμπλήρωσης των τότε πρακτικών. Με την ακυρωτική απόφαση ακυρώνεται ολόκληρη η διαδικασία από το σημείο στο οποίο επισημαίνεται η πλημμελής πράξη. Συνεπώς η Συμβουλευτική Επιτροπή είχε την υποχρέωση να επαναλάβει τη διαδικασία από το σημείο εκείνο.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή θα έπρεπε να επανεξετάσει το ενώπιόν της θέμα από την αρχή, από το σημείο κατά το οποίο το ακυρωτικό δικαστήριο διαπίστωσε πλημμέλεια. Δεν ήταν αρκετή η «διόρθωση» των πρακτικών και η συμπλήρωσή τους μέσα σ' ένα καινούργιο τελευταίο πρακτικό.

Η μη τήρηση πρακτικών κατέστησε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής άκυρη, με αποτέλεσμα το δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη πράξη, υποχρεώνοντας τη διοίκηση σε επανεξέταση από το σημείο κατά το οποίο παρατηρήθηκε η πλημμέλεια.

[.]

Και στην παρούσα περίπτωση το κριθέν ζήτημα ήταν η παράνομη απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.»

Όπως φαίνεται από τα πρακτικά της συνεδρίας της καθ' ης η αίτηση ημερομηνίας 5.12.2012, η καθ' ης η αίτηση είχε πρόθεση να παραπέμψει το ζήτημα στη συμβουλευτική επιτροπή για εξ υπαρχής επανεξέταση αν δεν μεσολαβούσε επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα προς τη Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Παιδείας σύμφωνα με την οποία «η ΕΕΥ επανεξετάζει την ακυρωθείσα απόφασή της, χωρίς να υποβάλει εκ νέου την υπόθεση στην αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή.»

Στην βάση αυτής της επιστολής, η καθ' ης η αίτηση δεν παρέπεμψε τελικά το ζήτημα στη συμβουλευτική επιτροπή αλλά, προχώρησε η ίδια στην επανεξέταση.

Η καθ' ης η αίτηση προς υποστήριξη της θέσης της, αναφέρει ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 37Β(1) του περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου (στο εξής ο «Νόμος») «σε περίπτωση ακύρωσης από το Ανώτατο Δικαστήριο απόφασης της Επιτροπής με την οποία αποφασίστηκε προαγωγή εκπαιδευτικού λειτουργού, η Επιτροπή επανεξετάζει την ακυρωθείσα απόφασή της, χωρίς να υποβάλλει εκ νέου την υπόθεση στην αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή.»

Το αποτέλεσμα τόσο της ακυρωτικής απόφασης στην υπόθεση 639/2008 όσο και στην υπόθεση 1333/2010 ήταν η εξαφάνιση της διαδικασίας που διεξάχθηκε ενώπιον της συμβουλευτικής επιτροπής. Η διοίκηση μετά την έκδοση των ακυρωτικών αποφάσεων υποχρεούται να εξαφανίσει τα αποτελέσματα της πράξης της που ακυρώθηκε καθώς και κάθε πράξη που ακολούθησε της ακυρωθείσας (πράξη - συνέπεια) ενώ η επανεξέταση της ακυρωθείσας πράξης διενεργείται με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου, δηλαδή της έκδοσης της αρχικής απόφασης.

Μοναδική εξαίρεση στα πιο πάνω, αποτελεί η περίπτωση αναδρομικής ισχύος νομοθεσίας μεταγενέστερης της αρχικής απόφασης ή όταν προκύπτει από τη μεταγενέστερη νομοθεσία ότι ο νομοθέτης δεν ανέχεται εφεξής την εφαρμογή των προηγούμενων διατάξεων (βλ. άρθρο 58 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/1999).

Το άρθρο 37Β εισάχθηκε στον Νόμο ως τροποποίηση με τον Νόμο 44(Ι)/1999. Συνεπώς, τύγχανε εφαρμογής κατά τον χρόνο έκδοσης της αρχικής απόφασης που ήταν το 2008 και ορθά η καθ' ης η αίτηση εφαρμόζοντας τις πρόνοιές του δεν παρέπεμψε το θέμα κατά την επανεξέταση στη συμβουλευτική επιτροπή.

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η καθ' ης η αίτηση όφειλε πλέον να εξετάσει το ζήτημα εξ υπαρχής αφού - όπως προανέφερα - με την εξαφάνιση της διαδικασίας ενώπιον της συμβουλευτικής επιτροπής εξαφανίστηκε και η μεταγενέστερη διαδικασία ενώπιον της καθ' ης η αίτηση. Είναι για αυτό τον λόγο που θεωρώ, σε σχέση με τις προδικαστικές ενστάσεις που ήγειρε το ενδιαφερόμενο μέρος, ότι δεν απώλεσε το έννομο συμφέρον της η αιτήτρια σε σχέση με την συμπερίληψή της ή μη στους καταλόγους.

Στα πλαίσια της επανεξέτασης, λοιπόν, η καθ' ης η αίτηση εξέτασε όλες τις υποψηφιότητες για να καταλήξει στους υποψηφίους που θα περιλαμβάνονταν στον τελικό κατάλογο. Προς τον σκοπό αυτό και όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των πρακτικών της ημερομηνίας 24.5.2013, η καθ' ης η αίτηση ετοίμασε συγκριτικούς πίνακες που να αντικατοπτρίζουν την εικόνα εκάστου υποψηφίου σε σχέση με τα κριτήρια της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας. Με βάση αυτά, η καθ' ης η αίτηση αφού επισήμανε ότι θεωρεί ως ισοδύναμους όλους τους υποψηφίους που κατέχουν διδακτορικό τίτλο ασχέτως αν κατέχουν άλλο πρόσθετο προσόν, κατέληξε ότι «οι υποψήφιες Βαλανίδου Χριστίνα, Ρούσου Μαρία, Σολομώντος-Κουντουρή Όλγα και Χατζηκακού Ελένη υπερέχουν των ανθυποψηφίων τους» και σε σχέση με την αιτήτρια στο ότι:

«Η Παπασολομώντος Χριστίνα υστερεί σε αξία και αρχαιότητα έναντι των Σολομώντος-Κουντουρή Όλγας, Ρούσου Μαρίας και Βαλανίδου Χριστίνας και σε αξία έναντι της Χατζηκακού Ελένης».

Επομένως, το εύρημα της καθ' ης η αίτηση από την σύγκριση των υποψηφίων ήταν ότι η αιτήτρια υστερεί του ενδιαφερομένου μέρους σε προσόντα και αξία.

Από τον συγκριτικό πίνακα στον οποίο βασίστηκε η καθ' ης η αίτηση, προκύπτει ότι η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν ίσες σε αξία κατά τα έτη 2001, 2002, 2003 και 2006 ενώ στα έτη 2004 και 2005, η αιτήτρια υστερούσε έναντι του ενδιαφερομένου μέρους κατά 1 εξαίρετο κάθε έτος.

Σε σχέση με τα προσόντα, το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης απαιτεί Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν σε ειδικότητα που να δίνει στον υποψήφιο δικαίωμα διορισμού στη θέση καθηγητή / εκπαιδευτή στις κλίμακες Α8-Α10 και μεταπτυχιακή εκπαίδευση διάρκειας τουλάχιστον ενός έτους ενώ δεν προνοεί ότι τυχόν πρόσθετα προσόντα συνιστούν πλεονέκτημα. Σημειώνω στο σημείο αυτό ότι η καθ' ης η αίτηση παρέλειψε να επισυνάψει το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης ως παράρτημα της ένστασής της όμως αναφορά γίνεται στο πρακτικό της συνεδρίας της καθ' ης η αίτηση ημερομηνίας 24.5.2013.

Ανατρέχοντας στον συνοπτικό πίνακα που ετοίμασε η καθ' ης η αίτηση, διαπιστώνω ότι τόσο η αιτήτρια όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχουν τα προσόντα που απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης. Διαπιστώνω, επίσης, ότι η αιτήτρια κατείχε τα πρόσθετα προσόντα του «MA in Educational Research» και «PhD in Educational Psychology» ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος το πρόσθετο προσόν του «PhD in ICT in Education».

Το ζήτημα της κατοχής πρόσθετων προσόντων που δεν αποτελούν σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης πλεονέκτημα, εξετάστηκε πολλές φορές από τη νομολογία η οποία κατέληξε ότι λαμβάνονται υπ' όψη μόνο εφ' όσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης και εναπόκειται στο διορίζον όργανο να τα αξιολογήσει αποφεύγοντας, αφ' ενός, να δώσει σε αυτά υπερβολική βαρύτητα ώστε να ισοδυναμούν με απόδοση έκδηλης υπεροχής και αφ' ετέρου να τους αποδοθεί τόση σημασία όση απαιτείται για να μην είναι οριακή (βλ. Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406).

Με τα ενώπιόν μου στοιχεία, καταλήγω ότι η καθ' ης η αίτηση έπραξε αυτό ακριβώς που δεν έπρεπε να πράξει σε σχέση με την αξιολόγηση των πρόσθετων προσόντων της αιτήτριας και του ενδιαφερομένου μέρους. Δηλαδή, δεν φαίνεται να αξιολόγησε ούτε να έλαβε υπόψη καθόλου τα πρόσθετα προσόντα της αιτήτριας ενώ απέδωσε στο πρόσθετο προσόν του ενδιαφερομένου μέρους τέτοια βαρύτητα που το κατέστησε ισοδύναμο με έκδηλη υπεροχή.

Ούτε η υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους σε αξία ήταν τέτοια που να της δίδει σαφέστατο προβάδισμα έναντι της αιτήτριας.

Κατ' επέκταση, καταλήγω ότι η καθ' ης η αίτηση δεν προέβη στη δέουσα έρευνα σε σχέση με τα πρόσθετα προσόντα της αιτήτριας και παραγνώρισε αυτά ενώ φαίνεται να ενήργησε υπό πλάνη και σε σχέση με την αξία των δυο υποψηφίων.

Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζεται το ποσό των €1.400 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ της αιτήτριας και εναντίον της καθ' ης η αίτηση».




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











343