Αλέξανδρος Βέλιος: Δικαίωμα στην ευθανασία ή στην Ευγονική ενός Νεο-υπεράνθρωπου;


ΤΗΣ ΛΙΑΝΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ*

1.Το λανθάνον θεολογικό υπόβαθρο της ανθρωπολογίας του Βέλιου ως Αυγουστίνειο πρότυπο

Από τον τέταρτο μετά Χριστόν αιώνα η Ορθόδοξη οντολογία βασίζεται στη διάκριση του Κτιστού και του Ακτίστου.  Ο Ιησούς Χριστός ως τέλειος Θεάνθρωπος περιχωρείταιασυγχύτως, σε ένα Πρόσωπο και δύο Φύσεις, για να καταστήσει τον άνθρωπο μέτοχο και συμμέτοχο στη σχέση και την ενέργεια, τη ζωή: τη βιολογική, με όλες της τις διαστάσεις και την πνευματική. Τίποτα δεν συγχέεται, τίποτα δεν κατακερματίζεται, τίποτα δεν υποβαθμίζεται στην εν Χριστώ καινή ζωή, την Εκκλησία. Το Κτιστό και το Άκτιστο αρμολογούνται. Ο κτιστός άνθρωπος, η ψυχοσωματική «εικόνα Θεού» μετέχει δυνάμει, ελεύθερα κι αγαπητικά στην πορεία προς την ομοίωση με το άκτιστο, το Αρχέτυπο.

Αντιθέτως, κατά την ίδια εποχή η οντολογία στη Δύση με τον Ιερό Αυγουστίνο προβάλλει το γενικό μέρος να προηγείται του ειδικού. Έτσι η Ουσία στην Αγία Τριάδα προηγείται του Προσώπου. Η περιχώρηση εξοβελίζεται και γίνεται ιεραρχία. Απότοκο της Αυγουστίνειας σκέψης, πως, σε ό, τι προϋπάρχει κάτι άλλο υποτάσσεται: ο Θεός προϋπάρχει – η ψυχή προϋπάρχει του σώματος άρα υποτάσσεται σε αυτό – κατακερματισμένη ανθρωπολογία- δυισμός-ανταγωνισμός- ενοχή- απόλυτος προορισμός. . Ο Θεός δύναται να γίνει κατανοητός μόνο με τη νόηση. Το βουλητικό και το θυμοειδές δεν έχουν να διαδραματίσουν κανένα ρόλο γιατί τα όντα και τα πράγματα δεν αισθάνονται.

2. Το φαινόμενο του Θανάτου κοινωνιολογικά

Για την Κοινωνιολογία της Θρησκείας[1] κατά έναορισμό του Yinger[2], « Θρησκεία γενικά ορίζεται ένα σύστημα δοξασιών και πράξεων που εμπνέει μια υπέρτατη ύπαρξη και χρησιμοποιεί μια ομάδα ανθρώπων. Είναι η άρνηση να συνθηκολογήσει κανείς με το θάνατο και να παραδοθεί στην απογοήτευση, ή ακόμη, να αφήσει την εχθρότητα να καταστρέψει τις ανθρώπινες σχέσεις του». Στην αντίπερα της Κοινωνιολογίας της Θρησκείας όχθη, οι Marx και  Freud αποτελούν κυρίαρχα παραδείγματα μιας άλλης ευρέως διαδεδομένης πεποίθησης, πως, ο θάνατος, αποτελεί  την εναργέστερη πηγή  θρησκείας[3] στην Κοινωνιολογία του Αθεϊσμού.

Δεν είναι καθόλου εύκολο το να διδάξεις δεκαοχτάχρονους μαθητές το μάθημα της Ανθρωπολογίας του Θανάτου. Δεν θα προσεγγίσω εδώ το θέμα θεολογικά. Θα το προσεγγίσω ανθρωπολογικά. Δεν θα μπορούσα να αναγάγω την κλασική περίπτωση «ενδοψυχικής απομόνωσης», που περιγράφει ο IrvinΥalom στο βιβλίο του «Θρησκεία και Ψυχιατρική»,σε περίπτωση άξιας θαυμασμού ή ένδειξης δύναμηςμιας έστω προσπάθειας για υπέρβαση του θανάτου, όταν, διαβάζω στον Βέλιο:«Ξυπνώντας μεσονυχτίς, έφτασα κοντά στο να συνειδητοποιήσω πλήρως την ανυπαρξία που με περιμένει-το γεγονός ότι αυτό που είμαι Εγώ θα πάψει να υφίσταται σαν να μην υπήρξε ποτέ. Είναι συντριπτική αίσθηση. Μια τυφλή λύσσα ζωής αρνείται το μοιραίο» (Βέλιος,σ.11). Λυπάμαι.Θεωρώ πως πρόκειται για περίπτωση όπως ο ίδιος ταυτοποιεί,«βουλιμικής  ματαιοδοξίας  υστεροφημίας», Βέλιος, σ. 15-16,αφού : «Οι εμπάθειές μου δεν αμβλύνθηκαν ιδιαίτερα, επειδή δε θα αργήσω να πεθάνω ( Βέλιος, σ.17) […] και μεταξύ μας  μακάρι τους προηγούμενους μήνες να είχα λεφτά ν’ αγόραζα καινούριο αυτοκίνητο!» (Βέλιος, σ.18). «Εκείνο που με διακατέχει πιο επιτακτικά είναι η επιθυμία ο θάνατος μου να’ ναι συνεπής με το ατομικό credo της ζωής μου. Η επιβεβαίωση αυτή είναι η ύστατη ματαιοδοξία μου[4]. Θέλω  (αλλά θα προλάβω;) να μετατρέψω συνειδητά το θάνατό μου σε μια πράξη καθαρής ελευθερίας! Φαντασιώνομαι πως αυτή η επιλογή μου θα μου επιτρέψει να αναφωνήσω όπως ο θνήσκωνΚαλλιγούλας του Καμύ : κι όμως, είμαι ακόμα ζωντανός!» ( Βέλιος, σ.58)

3. Η αναπαραγωγή του νιτσεϊκού Υπερανθρώπου

Δεν δεν θα μπορούσα να συντελέσω σιωπηλά στην αναπαραγωγή της ευγονικής θεώρησης του  Νιτσεϊκού Υπεράνθρωπουπου αναπαράγει με τις ίδιες λέξεις κλειδιά από το έργο «Τάδε έφη Ζαρατούστρα»στα γραφόμενά του ο ΑλέξανδροςΒέλιος, όταν στην τάξη μου έχω παιδιά με εκ γενετής σοβαρές αναπηρίες που αγωνίζονται υποδειγματικά. Όταν άριστος μαθητής μουπαλεύει αίφνης με την όρασή του στα δεκαεφτά. Λυπάμαι.

Λυπάμαι, μακαριστέ Βέλιο, για την ανθρωπολογία σου, μα δεν θα την αναγάγω σε ένα καινοφανές συστημικό μοντέλο μετανεωτερικής ηθικής του χιτλεροφασισμού όταν γράφεις πως:«Ανάμεσα στα κούτσουλα βρέφη που οι Σπαρτιάτες ξεφορτώνονταν στον Καιάδα, μπορεί και να κρυβόταν το πνεύμα ενός μελλοντικού Σωκράτη που θα έκανε και τη Σπάρτη Αθήνα. Με τα καθυστερημένα παιδιά, τους ανίατους και τους υπέργηρους, τέτοια πιθανότητα δεν υπάρχει» ( Βέλιος, σ.48). «Το αίσθημα της νοσταλγίας απειλεί να σε καταβροχθίσει. Το φάσμα του επερχόμενου θανάτου σε παραπέμπει ανακλαστικά στις περιόδους εκείνες που ήσουν νέος και υγιής, σε φάσεις ανεμελιάς και αθωότητας, σε εποχές δράσης λαμπρής, σε στιγμές φόρτισης και ευφορίας» (Βέλιος, σ.14).«Τι σχέση έχει ο ιπποκράτειος όρκος με τις περιπτώσεις ανθρώπων που έχουν περιέλθει στην κατάσταση φυτού» (Βέλιος, σ.29).

Τα καθυστερημένα, οι ανίατοι, οι υπέργηροι, τα «φυτά». Θεολογικά ο Απόλυτος Προορισμός. Φιλοσοφικά ο Φρίντριχ Νίτσε.

Διαβάζοντας το ομότιτλο σύγγραμμα των σαράντα οχτώ σελίδων υπό τον τίτλο:«Εγώ κι ο θάνατός μου, το δικαίωμα  στην ευθανασία»,(Ροές, 2016), έχω σταχυολογήσει οχτώ αποσπάσματα ομαδοποιημένων λέξεων-κλειδιών. Στη δεσμίδα ομαδοποίησης μεταξύ του σημαίνοντος και του σημαινόμενου,ο μελετητής Ανάλυσης Περιεχομένου δύναται να κατηγοριοποιήσει κοινωνιολογικά το“ indexanalysis” με υποκατηγορίες που κατατάσσονται στο πεδίο της Κοινωνιολογίας του Αρχέγονου Φόβου[5]. Κοντά σ΄αυτό, οι ίδιες λέξεις-κλειδιά,κατατάσσονται σε επίπεδο Ψυχολογίας, στη βαθμίδα της ψυχολογικής φάσης της «Άρνησης της Ψυχολογίας του Βάθους», την κατώτερη από τις τρεις βαθμίδες της Πυραμίδας της Ψυχολογίας του Βάθους όπουτο χαμηλότερο επίπεδο αφορά στην Άρνηση-φόβος, το μέσο επίπεδο στην Διαπραγμάτευση και το ανώτερο στην Αποδοχή.

Πρόκειται για τη δεσμίδα:

1. «κατάμουτρα ότι πρόκειται να πεθάνει»(σ.9)2. «είμαι πιασμένος στο δίχτυ ανελέητων δεδομένων και στατιστικών και πρέπει να ζήσω μ’ αυτό (σ.11)3.«να ουρλιάξεις» (σ.11)4.«μιλάω για το προσδόκιμό μου σαν να μιλάω για κάποιον τρίτο»(σ.11)5. «υιοθέτησα ενστικτωδώς μια τάση businessasusualγια να τηρήσω αποστάσεις από το θάνατό μου»(σ.16)6.«οργισμένη αδικία»(σ.12)7. «ασυναίσθητος Σίσυφος που κατατείνει προς μια κορύφωση ναρκοθετημένη από αποτυχίες» (σ. 14)8.«να μην αφήσω το επερχόμενο Τίποτα να με εκμηδενίσει ψυχικά και ηθικά» (σ.19).

Από τα προλεγόμενα, ίσως δεν αφορά τον κάθε εκπαιδευτικό η Ανθρωπολογία του Θανάτου ή η Ανάλυση Περιεχομένου. Αφορά όμως άπαντες ως υπηρέτες της Παιδείας, η κοινωνική συνοχή ως συνέχεια και συνέπεια πρακτικών. Στοχεύω στηνανάδειξη των Ζωντανών και την α-ληθινή υστεροφημία μέσα από τον καθημερινό αγώνα.  Υποκλίνομαι  στα «κούτσουλα βρέφη», τα «καθυστερημένα παιδιά» και τους γονείς τους. Υποκλίνομαι στους «ανίατους και τους υπέργηρους», υποκλίνομαι  «στα φυτά» του Βέλιου  ( ω! πόσο α-δόκιμος αλήθεια ο όρος για ένα δόκιμο δημοσιογράφο) υποκλίνομαι σε όλους αυτούς τους εν Ζωή, γιατί η Ζωή δεν αποτελεί σχάση, μα συνειδητοποιημένη μαθητεία αγωνιστικής συρραφήςΣχέσης και Ενέργειας.

EdCurriculum


[1]Γιούλτσης , Β. (1989)Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία της Θρησκείας. Θεσσαλονίκη: Πουρναράς, σ.18

[2]Yinger, J.M. (1968) Religion, Society and the Individual. An introduction to the Sociology of Religion: N.Y

[3]Bowker, J.W. (1970)Problems of Suffering in Religions of the World, Cambridge University Press, p.p.186

[4]Freud, S. (1959) Mourning and Melancholia. N.Y: Basic Books, p.p.152

[5]Bowker, J.W. (1970) Problems of Suffering in Religions of the World. Ν.Υ: Cambridge University Press,p.p. 29




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










130