ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*
Οι ημερίδες και άλλες συγκεντρώσεις που έγιναν τους τελευταίους τρεις μήνες στην Κύπρο με την ευκαιρία της συμπλήρωσης πενήντα χρόνων λειτουργίας του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού ανέδειξαν το σημαντικό έργο που επιτελέστηκε και τις θετικές αλλαγές που έγιναν απ’ αυτό για το καλό της παιδείας και των μαθητών όλο αυτό το διάστημα.
Επειδή όμως είναι λογικό και ηθικά σωστό σε ευκαιρίες σαν αυτή να γίνεται γενική αποτίμηση του επιτελεσθέντος έργου, θα πρέπει κανονικά να διερευνηθεί και κατά πόσο στο ίδιο διάστημα υπήρξαν και απώλειες, άφησε, για παράδειγμα, το Υπουργείο, είτε από ιδεοληψία ή λαϊκισμό είτε από αβλεψία και απρονοησία, να ατονήσουν ή να χαθούν αξιόλογοι θεσμοί που είχαν προσφέρει πάρα πολλά στην ανύψωση και βελτίωση της ελληνοκυπριακής κοινωνίας στην προ της ανεξαρτησίας περίοδο, και κατά πόσο μπορούν να γίνουν σκέψεις για δυνατότητες επαναθέσπισής τους.
Ένας τέτοιος θεσμός, πιστεύω, είναι η δυνατότητα λειτουργίας ενός αριθμού δημόσιων σχολείων που να δικαιούνται με τον τρόπο λειτουργίας τους να προσφέρουν μεγαλύτερες προκλήσεις για μάθηση για όσα παιδιά θα το ήθελαν. Τέτοια σχολεία λειτουργούν σ’όλες τις φιλελεύθερες δημοκρατικές χώρες εδώ και δυο αιώνες και πιστώνονται με πολλές καινοτομίες και υψηλά επιτεύγματα. Αυτό το ρόλο διαδραμάτιζαν στην περίοδο προ της ανεξαρτησίας σχολεία όπως το Παγκύπριο Γυμνάσιο, το Λανίτειο, το Γυμνάσιο Αμμοχώστου, το Παγκύπριο Εμπορικό Λύκειο Λάρνακας και το Γυμνάσιο Πάφου. Πιστεύω πως η προσφορά αυτών των σχολείων στην ανάπτυξη της Κύπρου σ’ όλους ανεξαίρετα τους τομείς ήταν τόσο μεγάλη και πασίγνωστη που δεν χρειάζεται να αναπτυχθεί εδώ.
Σήμερα η δυνατότητα αυτή, δυστυχώς, δεν υπάρχει λόγω του ότι τα σχολεία αυτά υποχρεώθηκαν έμμεσα να εγκαταλείψουν τον παλιό τους ρόλο , με αποτέλεσμα να υποβιβάσουν τα επίπεδά τους. Η αλλαγή αυτή επήλθε λόγω της επικράτησης της αντίληψης ότι δημόσια εκπαίδευση σημαίνει απόλυτη ομοιομορφία(τρόπος λειτουργίας, εκπαιδευτικές επιδιώξεις, επίπεδα, σχολικό ήθος) και ότι κάθε διαφορετικό, όσο ευγενές και παιδαγωγικά νομιμοποιημένο και να είναι, αποτελεί ελιτισμό και καταδικαστέα απόκλιση που πρέπει να απορριφθεί με φρίκη. Η πολιτική αυτή οδήγησε στο αποτέλεσμα που ζούμε σήμερα, δηλαδή μαρασμό της δημόσιας εκπαίδευσης αλλά και μια σειρά εγκλωβισμών. Τι πρέπει να κάνει ένας ελληνοκύπριος γονιός, αν διαπιστώσει ότι το παιδί του λαχταρά για μεγαλύτερη πνευματική πρόκληση από εκείνη που μπορεί να του προσφέρει το σχολείο στο οποίο του επιβάλλει η εκπαιδευτική του ζώνη; Πού πρέπει να το στείλει; Η απάντηση είναι το ιδιωτικό σχολείο. Και τι γίνεται όταν ο γονιός δεν διαθέτει το αναγκαίο ποσό χρημάτων; Η συνηθισμένη λύση είναι να το στέλλει στο δημόσιο σχολείο και να πληρώνει και για ιδιαίτερα μαθήματα, με την ελπίδα ότι αυτά θα του στοιχίζουν λιγότερα. Όλα αυτά όμως σημαίνουν σκληρό εγκλωβισμό ανεπίτρεπτο σε μια δnμοκρατική χώρα, όχι μόνο γιατί καλείται να πληρώσει ψηλά δίδακτρα παρ’ όλο που πληρώνει τους φόρους του και άρα δικαιούται δημόσιας παιδείας(οικονομικός εγκλωβισμός) αλλά και γιατί του στερείται στην πράξη η ελευθερία επιλογής η οποία είναι βασικό δημοκρατικό του δικαίωμα(θεσμικός εγκλωβισμός).
Πέραν όμως του θεσμικού και του οικονομικού, είναι και ο ιδεολογικός εγκλωβισμός. Ακόμα και αν ο γονιός έχει χρήματα να πληρώσει τα ψηλά δίδακτρα των ιδιωτικών σχολείων, θα σκεφθεί πολύ σοβαρά να το στείλει στο ιδιωτικό σχολείο, γιατί θα πρέπει να λάβει υπόψη ότι θα τον κατηγορήσουν ότι περιφρονεί το δημόσιο σχολείο, ότι υποστηρίζει ταξικές διαφορές και προάγει τον ταξικό διαχωρισμό, ότι έχει νεοφιλελεύθερες ιδέες και ότι στέλλει το παιδί του σε ξενόγλωσσο σχολείο. Τι σημαίνει αυτό το τελευταίο για τους γονιούς και τους μαθητές, μπορούμε να το δούμε σήμερα από την κατακραυγή εναντίον του Υπουργικού Συμβουλίου για την πρόσφατη απόφασή του (16 Φεβρ.2016)να άρει τον διοικητικό εγκλωβισμό που απαγόρευε στους αποφοίτους των ιδιωτικών σχολείων να παρακάθονται σε ειδικές εξετάσεις για εισδοχή στα δυο δημόσια ελληνοκυπριακά πανεπιστήμια. Η οργή και το μένος είναι τόσο μεγάλα ως εάν οι απόφοιτοι αυτοί να μην είναι ελληνόπουλα ή ως εάν οι γονείς τους να μην πληρώνουν φόρους όπως όλοι οι άλλοι.
Νομίζω πως είναι καιρός να καλέσουμε τα φιλελεύθερα κόμματα να μας εξηγήσουν πώς εννοούν τη δημοκρατία στη χώρα μας. Ποιες είναι οι εκπαιδευτικές αξίες που διέπουν τη δική μας δημοκρατία; Μόνο η ισότητα και η ομοιομορφία; Τι γίνεται με την ποιότητα και την ελευθερία επιλογής, έστω και μέσα σε κάποια όρια; Θεωρούν και αυτά ότι κάθε ελευθερία και δικαίωμα επιλογής είναι στοιχεία νεοφιλελευθερισμού που πρέπει να δαιμονοποιηθούν; Ο λαός πρέπει να μάθει τη θέση τους για να ξέρει πού βρίσκεται.
Δέχομαι ότι η κουλτούρα της Κύπρου ήταν πάντοτε δημοκρατική και δεν ανεχόταν χτυπητές κοινωνικές διακρίσεις. Τη διαφοροποίηση όμως του Παγκυπρίου Γυμνασίου και των άλλων σχολείων η ελληνοκυπριακή κοινωνία όχι μόνο τη δεχόταν αλλά και την ενθάρρυνε και ήταν περήφανη γι αυτή, επειδή δεν βασιζόταν σε τζάκια και περιουσίες αλλά στην ατομική αξία και την προσπάθεια. Είναι καιρός η κυβέρνηση να μελετήσει σοβαρά αυτό το θέμα και να ενεργήσει αναλόγως όχι μόνο σ’αυτή αλλά και σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις. Κριτήριο για τις αποφάσεις της πρέπει να είναι ο βαθμός στον οποίο οι προτεινόμενοι θεσμοί είναι σύμφωνοι με την κουλτούρα και τις αξίες της κυπριακής κοινωνίας αλλά και οδηγούν σε σταθερή πρόοδο.
*Πρώην Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Κύπρου