Αναλυτικά προγράμματα και Διδασκαλία του Γλωσσικού μαθήματος


ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ΚΟΥΤΣΕΛΙΝΗ* 

Πολύ ταλαιπώρησε τους εκπαιδευτικούς και την κοινή γνώμη η όλη συζήτηση για το παράδοξο ερώτημα «Ποια μητρική γλώσσα διδάσκουμε και πώς» στα σχολεία μας. Θεωρώ ότι και μόνο το γεγονός ότι τέθηκε τέτοιο ερώτημα, δείχνει ανασφάλειες και αμφισβητήσεις που δεν συνάδουν ούτε με την ως τώρα διαχρονικά διακηρυγμένη εκπαιδευτική πολιτική ούτε με την ταυτότητα αυτού του τόπου. Από ποιους τέθηκε το ερώτημα δεν βρήκαμε άκρη- μια και στα επίσημα έγγραφα της μεταρρύθμισης δεν υπάρχει οτιδήποτε που να παραπέμπει σε διδασκαλία της κυπριακής διαλέκτου ως γλώσσας ή αμφισβήτησης του ότι στο γλωσσικό μάθημα διδάσκεται η κοινή νεοελληνική.

Όμως, πέρα από τα ρητά μηνύματα, υπάρχουν και τα υπόρρητα ή συμφραζόμενα τα οποία ερμηνεύονται από διάφορες οπτικές γωνίες. Επί πλέον, η συνομιλία μας με εκπαιδευτικούς έδειξε ότι αφέθηκε να δημιουργηθούν και ποικίλες παρανοήσεις για τη διδασκαλία της μητρικής γλώσσας– κοινής νεοελληνικήςκαι τη χρήση της διαλέκτου, οι οποίες ενισχύθηκαν από γραπτά κείμενα και λεξικά στην κυπριακή διάλεκτο. Η μετατροπή της προφορικής διαλέκτου σε γραπτή γλώσσα είναι, τουλάχιστον, ατυχής και ας μην αναμασούμε το επιχείρημα των διαλεκτικών μας μεγάλων συγγραφέων,  οι οποίοι ούτε επανέρχονται ούτε μιμητές χρειάζονται σε ετεροχρονισμένες ιστορικά και εκπαιδευτικά εποχές.  Η συγγραφή, από την άλλη, λεξικού της κυπριακής διαλέκτου δεν είναι επιλήψιμη ως επιστημονική προσπάθεια καταγραφής, όχι, όμως για εκπαιδευτικούς σκοπούς διδασκαλίας στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. 

Επομένως, η αναζωπύρωση της  συζήτησης για το «ποια γλώσσα διδάσκουμε και γιατί»δεν μπορεί να έχει έρεισμα, αν παράλληλα δεν συνοδεύεται  από πολιτικές αποψίλωσης της ελληνικής ταυτότητας της εκπαίδευσης της Κύπρου και αν δεν γίνονται κομματικές πρακτικές/σημαίες, με σκοπό να αντιπολιτευτούν τη διδασκαλία και χρήση της κοινής νεοελληνικής. Αυτό ερμηνεύτηκε  ότι έγινε μέσω της νεομαρξιστικής προσέγγισης του κριτικού γραμματισμού, σύμφωνα με την οποία οι παραδοσιακές αξίες αποδομούνται, τα σχολικά εγχειρίδια που τις προάγουν καταργούνται και η έμφαση μετατίθεται στη συναίσθηση από τον αναγνώστη των νεοφιλελεύθερων και καπιταλιστικών πρακτικών και αξιών που μεταφέρονται στα κείμενα για διατήρηση του statusquo.

Πρέπει να λεχθεί ότι όλα τα πιο πάνω είναι ερμηνείες, εφόσον πουθενά δεν είναι επίσημα διακηρυγμένες είτε νεομαρξιστικές είτε νεοφιλελεύθερες σκοπιμότητες. Ένα, όμως, είναι βέβαιο, ότι η πενταετία που πέρασε άφησε πολλά να αιωρούνται χωρίς απάντηση και με παράπλευρες ερμηνείες. Είναι γι΄αυτό που κάθε εκπαιδευτική μεταρρύθμιση πρέπει να θέτει ξεκάθαρα τους στόχους και τις επιδιώξεις της, μέσα από τη φιλοσοφία που τη διέπει: για να αποφεύγονται παρερμηνείες και πολιτική του κουτουρού και «μπέστε σκύλοι αλέστε». Γιατί αυτό έγινε με την πρακτική της ημι-κατάργησης των εγχειριδίων, της μη παιδαγωγικής αξιολόγησης των κειμένων που έρχονταν στην τάξη ως προς την αναγνωσιμότητά τους και τη δυνατότητα πρόσληψης του νοήματος εκ μέρους των μαθητών συγκεκριμένης ηλικίας. Δεν μιλούμε για λογοκρισία ιδεών αλλά για τις επιστημολογικές αρχές και τις πρακτικές και διαδικασίες της παιδαγωγικής επιστήμης για τη Συγγραφή, Αξιολόγηση και Επιλογή διδακτικών εγχειριδίων, την οποία εφαρμόζουν πανεπιστήμια και σύγχρονα ερευνητικά κέντρα.

Τις ίδιες παρανοήσεις- και κρούσαμε από τον πρώτο χρόνο της μεταρρύθμισης τον κώδωνα του κινδύνου- αφέθηκε να δημιουργήσει και η δήθεν διδασκαλία της κυπριακής διαλέκτου. Άλλο πράγμα είναι ο σεβασμός του γλωσσικού κώδικα που φέρνουν από το οικογενειακό περιβάλλον οι μαθητές, με στόχο πάντα την κατάκτηση της κοινής νεοελληνικής και τον εκπαιδευτικό να λειτουργεί ως εκπαιδευτικό- γλωσσικό πρότυπο και άλλο πράγμα, με διαστρεβλωτικές προεκτάσεις,  είναι η παράλληλη αναφορά σε κάθε λέξη-φράση της κοινής νεοελληνικής  και της αντίστοιχης λέξης από την κυπριακή διάλεκτο!  Και εντελώς λανθασμένη ερμηνεία της αρχής του σεβασμού του γλωσσικού κώδικα που φέρνει μαζί του ο μαθητής στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου είναι η πολιτική του να διδάσκει ο εκπαιδευτικός σε άπταιστη κυπριακή διάλεκτο ή οι μαθητές του Γυμνασίου- Λυκείου να προσπαθούν να δείξουν μια δήθεν κομματική ταυτότητα με την επιλογή κυπριακής ή κοινής νεοελληνικής στην τάξη. 

Είπαμε και στο παρελθόν και επαναλαμβάνουμε ότι ούτε την κυπριακή διάλεκτο ούτε την κοινή νεοελληνική πρέπει να «χαρίζουμε» σε οποιοδήποτε, για να τις χρησιμοποιεί για ίδια οφέλη και τοποθέτηση μυωπικών γυαλιών στα μάτια των παιδιών και των νέων.    

Γι΄αυτό χρειάζεται σήμερα να διακηρυχθεί ξεκάθαρα ότι οι στόχοι της διδασκαλίας της μητρικής γλώσσας είναι η κατάκτηση και η άριστη  χρήση της κοινής νεοελληνικής και ο εγγραμματισμός  σε ΟΛΕΣ του τις μορφές και τα στάδια ανάπτυξής του. Αυτό συμπεριλαμβάνει και την απαραίτητη ανάλυση και κατανόηση του πολιτιστικού και κοινωνικο-οικονομικού συγκειμένου μέσα στο οποίο ένα κείμενο γράφεται.  Από την άλλη το να ζητούμε από τα παιδιά της δημοτικής εκπαίδευσης την κατανόηση των υπόρρητων μηνυμάτων, χωρίς και πριν κατακτήσουν δεξιότητες βασικού και λειτουργικού αλφαβητισμού είναι το ίδιο με το να ζητούμε από το παιδί να τρέξει πριν καν μπουσουλήσει.

*Καθηγήτρια στο Τµήµα Επιστηµών της Αγωγής του Πανεπιστημίου Κύπρου.




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










147