ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*
Στην προσπάθειά μου να μελετήσω τους λόγους της καταθλιπτικής κατάστασης απουσίας συναίνεσης σ’όλους τους τομείς της ζωής στην Κύπρο, δημοσίευσα πριν δυο μήνες περίπου ένα άρθρο στο οποίο ασχολήθηκα με τη συχνά επαναλαμβανόμενη αποτυχία του επιχειρήματος περί επιστημονικότητας των υποβαλλόμενων από διάφορες πλευρές προτάσεων/εισηγήσεων να πείσει για την ορθότητα και καταλληλότητά τους και να επιτύχει κάποια μικρή έστω συναίνεση. Τα παραδείγματα που ανέφερα από τον τομέα κυρίως της εκπαίδευσης έδειξαν ότι η αντίπαλη κάθε φορά πλευρά απορρίπτει για ιδεολογικούς κυρίως λόγους την προβαλλόμενη από την άλλη πλευρά πρόταση/εισήγηση ως μη επιστημονική και ως απορρέουσα από “προδιαγεγραμμένο σκοπό να προδιαθέσει για σκοπούμενες ή επιθυμούμενες αλλαγές πολιτικής».
Στο σημερινό άρθρο θα διερευνήσω την ισχύ των γεγονότων ως αποδεικτικού στοιχείου της αλήθειας και, επομένως, συμβάλλοντος στη συναίνεση. Μιλώ βέβαια για τα αληθινά γεγονότα, γιατί πολλά από τα «γεγονότα» που χρησιμοποιούν οι πολιτικοί παγκοσμίως είναι συνήθως μισές αλήθειες ή ψέματα. Σε ένα άρθρο του William Davies στο New York Times της 24ης Αυγούστου 2016, για παράδειγμα, διάβασα ότι το πρόγραμμα Politi Fact στις ΗΠΑ βρήκε ότι 70% των προεκλογικών δηλώσεων του Ρεπουπλικανού υποψηφίου για το προεδρικό αξίωμα Donald Trump που αφορούσαν γεγονότα ήταν ψέματα ή μισά ψέματα. Μισό ψέμα ήταν επίσης το χρησιμοποιηθέν από τους υποστηρικτές του Brexit στο Ηνωμένο βασίλειο «γεγονός» ότι η χώρα τους πληρώνει 350 εκατομ. στερλίνες στην ΕΕ, αφού απέκρυψε το γεγονός των επιστροφών χρημάτων από την ΕΕ στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Η αντιμετώπιση από τους πολίτες της Κύπρου των γεγονότων ως αποδεικτικού στοιχείου της αλήθειας είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Από πολύ παλιά τα γεγονότα είχαν και έχουν μεγάλη αποδεικτική ισχύ για τον Κύπριο. Αρκεί να ακουστεί ότι κάποιος έκανε κάτι έξω από τα συνηθισμένα, καλό ή κακό. Κανένας δεν το ξεχνά. Η επίδραση της ανάμνησης του γεγονότος αυτού θα συνεχίσει να επηρεάζει τον ενδιαφερόμενο σ’ όλη του τη ζωή. Το πρόβλημα επιδεινώνεται, πρώτα γιατί πολλοί Κύπριοι τείνουν να αποδέχονται ανεξέλεγκτα τα παρουσιαζόμενα ως γεγονότα, ακόμα και τις φήμες, χωρίς να ενδιαφέρονται να ελέγξουν πόσο βάσιμες είναι. Η συνηθισμένη νομιμοποίηση είναι ότι «δεν βγαίνει καπνός χωρίς φωτιά». Έτσι «η τάτσα μένει», όπως είπε ο πρόεδρος του ΔΗΣΥ Αβέρωφ Νεοφύτου.
Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα είναι ότι η νέα εποχή με την περιπλοκότητά της και τον μεγάλο όγκο των πληροφοριών έχει περιπλέξει και δυσκολέψει ακόμα περισσότερο τα πράγματα. Πολύ συχνά τα ίδια τα γεγονότα και η σημασία τους δεν είναι κατανοητά. Αυτό σημαίνει ότι ο πολίτης νιώθει την ανάγκη να υιοθετήσει την ερμηνεία που θα ακούσει ή θα διαβάσει στα ΜΜΕ ή θα ακούσει από τους εκπροσώπους του κόμματος ή της συντεχνίας του. Οι ερμηνείες που δίνονται από τις διάφορες πηγές οπωσδήποτε διαφέρουν, κυρίως για ιδεολογικούς λόγους, και επομένως δυσκολεύουν την επίτευξη συναίνεσης.
Το μεγάλο πλήθος των πληροφοριών επίσης δυσκολεύει όχι μόνο λόγω του όγκου τους, αλλά και λόγω της ανάδειξης και νέας μορφής γεγονότων. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα από την πολιτική ζωή της Κύπρου για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι και για να καταλάβουμε καλύτερα πώς έχουν εδώ τα πράγματα. Ένα διαφωτιστικό παράδειγμα είναι, νομίζω. η περίπτωση της διαφωνίας που υπάρχει σήμερα μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης σχετικά με το αν βελτιώθηκε και πόσο η οικονομική κατάσταση σε σύγκριση με εκείνη του 2013, όταν μας επιβλήθηκε το κούρεμα και το Μνημόνιο. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η κατάσταση βελτιώθηκε και τεκμηριώνει τη θέση της με αναφορά στη μείωση των ανέργων και στην αύξηση της οικονομίας. Η αντιπολίτευση διαφωνεί και στηρίζει τη θέση της στο ότι υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που πεινούν και υποφέρουν, και συνοδεύει το επιχείρημά της με την ειρωνική παρατήρηση ότι «οι αριθμοί ευημερούν, αλλά οι άνθρωποι δυστυχούν». Ποιο είναι το γεγονός πάνω στο οποίο στηρίζει τη θέση της η αντιπολίτευση; Το ότι υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που υποφέρουν. Ποιο είναι το γεγονός πάνω στο οποίο στηρίζει τη θέση της η κυβέρνηση; Τα στατιστικά στοιχεία για την κατάσταση της οικονομίας και για τον αριθμό των ανέργων. Είναι φανερό ότι η αντιπολίτευση αμφισβητεί κατά πόσο αυτά τα στατιστικά στοιχεία αποτελούν αφ’ εαυτών γεγονότα ή έστω γεγονότα που μπορούν να βαρύνουν στην αξιολόγηση της κατάστασης όσο το γεγονός ανθρώπων που πεινούν.
Αυτό τεκμηριώνει ότι η κοινωνία μας βρίσκεται σ’ένα μεταβατικό στάδιο. Καλείται εκ των πραγμάτων να δεχθεί να θεωρεί τα στατιστικά στοιχεία και τα δεδομένα ως γεγονότα και ως αναγκαία και επαρκή στοιχεία για χάραξη πολιτικής για την κυβέρνηση. Άλλες χώρες έχουν μπει σ’ αυτό το στάδιο νωρίτερα αλλά και εκεί εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμα προβλήματα με την κοινή γνώμη. Ακριβώς με αυτό το θέμα ασχολείται το αναφερθέν πιο πάνω άρθρο στο New York Times. Θεωρεί τη μετάβαση αυτή αποτέλεσμα της μετακίνησης της ανθρωπότητας από την εποχή της αλήθειας στην «εποχή της μετα-αλήθειας», την εποχή δηλαδή που η αλήθεια μπορεί να έχει και την αφηρημένη μορφή των στατιστικών στοιχείων και δεδομένων και επομένως να αλλάζει πολύ πιο εύκολα από στιγμή σε στιγμή, όπως αλλάζουν, για παράδειγμα, τα δεδομένα του χρηματιστηρίου ή οι αξιολογήσεις ενός πολιτικού από στιγμή σε στιγμή σε μια πολιτική συζήτηση που μεταδίδεται από τα τηλεοπτικά κανάλια και βρίσκεται σε συνεχή αξιολόγηση από τους τηλεθεατές.
Η μετάβαση αυτή είναι πολύ δύσκολο να γίνει σε σύντομο χρονικό διάστημα στην Κύπρο. Ζουν ακόμα άνθρωποι από την προνεοτερική εποχή οι οποίοι μεγάλωσαν μέσα στο κλίμα της απόλυτης και μόνιμης αλήθειας (ουσιοκρατίας). Δεν μπορούν εύκολα να δεχθούν την μετα-αλήθεια. Αυτό σημαίνει ότι η έλλειψη συναίνεσης θα συνεχίσει να ταλαιπωρεί για πολύ ακόμα την κοινωνία της Κύπρου.
*Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Κύπρου