ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ ΠΕΡΣΙΑΝΗ*
Ομολογώ ότι το υπόμνημα που υπέβαλαν οι τρεις εκπαιδευτικές οργανώσεις ΟΕΛΜΕΚ, ΠΟΕΔ και ΟΛΤΕΚ, μαζί με τη Συνομοσπονδία Ομοσπονδιών Γονέων, στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Παιδείας στις 22 Ιουνίου για το θέμα της εναλλακτικής διαδικασίας πρόσβασης των αποφοίτων ιδιωτικών σχολείων στα δημόσια πανεπιστήμια με ξάφνιασε, όχι η θέση την οποία υποστήριξαν, αφού αυτή ήταν γνωστή από καιρό, αλλά το ύφος και ο μεγάλος βαθμός αντιδημοκρατικότητας, αδιαλλαξίας και ανελευθερίας που αυτό εκφράζει.
Τρία είναι τα σημεία που προκαλούν αυτή την εντύπωση, α) η πλήρης ταύτιση της ισότητας με την απόλυτη ομοιομορφία, β) η αντιμετώπιση της κριτικής του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Κύπρου για τα μαθησιακά αποτελέσματα των μαθητών των δημόσιων σχολείων ως «δημόσιων προσβολών και κατηγοριών ενάντια στα δημόσια σχολεία» και η υπόδειξη στον Υπουργό Παιδείας να «μην {τις} ανεχτεί άλλο», και γ)η σαφής απειλή που διατυπώνεται στο τέλος για «λήψη μέτρων προστασίας των δημόσιων σχολείων» σε περίπτωση που δεν εισακουσθούν.
Η πλήρης εξίσωση της ισότητας με την ομοιομορφία γίνεται στην πρώτη παράγραφο της επιχειρηματολογίας, όπου διατυπώνεται η κατηγορία για «προνομιακή μεταχείριση στους μαθητές των αγγλόφωνων ιδιωτικών σχολείων για εγγραφή στα Δημόσια Πανεπιστήμια με διαφορετικά (και συνεπώς όχι ίσα)κριτήρια εξέτασης από εκείνα των Παγκύπριων Εξετάσεων». Το αίτημα που τίθεται δεν είναι να έχουν τα θέματα των εξετάσεων τον ίδιο βαθμό δυσκολίας, ώστε να είναι ισοδύναμα. Εκείνο που επιτακτικά ζητείται είναι να είναι τα ίδια. Το αξίωμα ότι «διαφορετικά σημαίνει όχι ίσα» διατυπώνεται ρητά. Και ας λέει ο Thomas Jefferson, ο συγγραφέας του κειμένου της ανεξαρτησίας της Αμερικής ότι η μεγαλύτερη ανισότητα είναι η μεταχείριση διαφορετικών ανθρώπων με τον ίδιο τρόπο. Οι συγγραφείς του υπομνήματος προσθέτουν πάντως ότι δέχονται μια ανισότητα και αυτή είναι οι θέσεις που προνοούνται με «κοινωνικοοικονομικά κριτήρια» για «ευάλωτες θέσεις του πληθυσμού»», δηλαδή για λόγους ελεημοσύνης.
Τα αίτημα από τον Υπουργό Παιδείας «να μην ανεχτεί άλλο τις δημόσιες προσβολές και κατηγορίες που εκτοξεύονται από τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου Κύπρου» είναι πρωτοφανές σε αντιδημοκρατικότητα και ανελευθερία ,πρώτα γιατί, θεωρεί συλλήβδην την ασκούμενη κριτική ως «δημόσιες προσβολές και κατηγορίες», και όχι μια καλόπιστη κριτική, έστω και λανθασμένη , ενός ανθρώπου που από τη θέση του δικαιούται να ενδιαφέρεται για τα επίπεδα της παιδείας της χώρας, δεύτερο, γιατί θυμίζει τη στάση πολλών παλιών και σύγχρονων δικτατόρων ότι «όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας». και τρίτο, γιατί χρησιμοποιείται η φράση «να μην ανεχτεί άλλο» που παραπέμπει σε πλήρη έλλειψη δημοκρατικής ανοχής.
Τέλος, πολύ χαρακτηριστική της όλης ανελεύθερης στάσης είναι ο τρόπος με τον οποίο τελειώνει το υπόμνημα. Κατηγορεί τον Υπουργό ότι «αρνείται να προχωρήσει σε οποιανδήποτε συζήτηση για τροποποίηση της εν λόγω πρότασης» και την ίδια στιγμή τελειώνει με την απειλή ότι «σε αντίθετη περίπτωση δηλώνουμε την ετοιμότητά μας για τη λήψη μέτρων για την προστασία του Δημόσιου Σχολείου». Δηλαδή, με άλλα λόγια, έχουν αυτοανακηρυχθεί σε ηρακλείς του δημόσιου σχολείου και θεωρούν ότι, όπου κρίνουν εκείνοι ότι τίθεται σε κίνδυνο το καλό όνομα του δημόσιου σχολείου ή το δικό τους, δικαιούνται να επεμβαίνουν να το σώζουν.
Δεν ξέρω ότι αν το σημείωμα μου αυτό θα θεωρηθεί και αυτό «δημόσια προσβολή και κατηγορία του δημόσιου σχολείου». Θα λυπηθώ βέβαια πολύ αν γίνει κάτι τέτοιο, όχι τόσο για την κατηγορία αλλά και πάλι για την αδιαλλαξία και την ανελευθερία που θα εκφράζει. Θα ήταν ενδιαφέρον πάντως να φανεί με κάποιο τρόπο αν οι χιλιάδες εκπαιδευτικών που ανήκουν στις τάξεις των τριών οργανώσεων συμφωνούν με αυτού του είδους τη στάση της ηγεσίας τους.
*Πρώην Αναπλ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Κύπρου