ΤΗΣ ΒΑΛΕΝΤΙΝΑΣ ΣΑΛΤΕ*
Δηλώνω εξαρχής ότι είχα αποφασίσει να μην απαντήσω δημόσια στο δημοσίευμά σας ημερομηνίας 30 Σεπτεμβρίου και στις κατηγορίες σας εναντίον των συνδικαλιστών της ΟΕΛΜΕΚ, περί φροντιστηρίων και άλλων αβάσιμων ισχυρισμών. Όχι γιατί δεν είχα απαντήσεις. Απεναντίας. Αλλά γιατί δεν ήθελα να πυροδοτήσω μια συζήτηση που – κατά την ταπεινή μου γνώμη – θα έβλαπτε το κύρος του κρατικού πανεπιστημίου του τόπου μας. Κι αυτό, από σεβασμό προς το έργο που οι συνάδελφοι της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης επιτελούν. Αλλά και γιατί πίστευα ότι ανάλογος σεβασμός μπορεί εντέλει να επιδειχθεί και από τις Πρυτανικές Αρχές προς το έργο που επιτελείται από τους λειτουργούς της Μέσης Εκπαίδευσης, των συνδικαλιστών συμπεριλαμβανομένων.
Η τοποθέτησή σας, όμως, στην εκπομπή του κ. Χατζηπαναγή το Σάββατο 10 Οκτωβρίου (τρίτο πρόγραμμα του ΡΙΚ) ενάντια στο συνδικαλισμό και στα πρόσωπα που τον υπηρετούν, με υποχρεώνει να σχολιάσω την προκλητική δημόσια επίθεση που άμεσα και έμμεσα έχετε εξαπολύσει εναντίον μας πλήττοντας στην ουσία το ίδιο το δημόσιο σχολείο.
Υποστηρίζετε, κύριε Πρύτανη, ότι το συνδικαλιστικό κίνημα και οι συνδικαλιστές ανήκουμε στα «ποικιλόμορφα και τα ποικιλώνυμα κατεστημένα που κουνάνε το δάκτυλο σε μια κοινωνία που έμαθε παθητικά να τους ανέχεται, να τους τρέφει, να τους εκτρέφει και να τους συντηρεί». Μας κατηγορείτε ότι « προσπαθούμε να σας δώσουμε μαθήματα εμείς που διασύραμε το δημόσιο σχολείο». Μας χαρακτηρίζετε ως «ανθρώπους που είτε δεν δούλεψαν ποτέ, ή κρατικοδίαιτους, που δεν δημιούργησαν τίποτα το καινούριο». Διαχωρίζετε τους συνδικαλιστές «από τους μάχιμους εκπαιδευτικούς της πραγματικής έδρας». Κι όλα αυτά, για να στηρίξετε τη θέση σας ότι το συνδικαλιστικό κίνημα δε θα έπρεπε να έχει λόγο στα ουσιαστικά ζητήματα της δημόσιας εκπαίδευσης, αλλά «να ασχολείται μόνο με τους μισθούς και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη».
Ξεχνάτε όμως κάτι πολύ σημαντικό, κύριε Πρύτανη. Ξεχνάτε ότι κι εμείς είμαστε εκπαιδευτικοί της έδρας, ότι κι εμείς έχουμε δουλέψει και συνεχίζουμε να δουλεύουμε μέσα στα σχολεία για το καλό της δημόσιας εκπαίδευσης. Και προς τούτο επικαλούμαι τους χιλιάδες μαθητές που αποφοίτησαν από τα δημόσια σχολεία και έχουν ιδίαν γνώση αν εμείς «διασύρουμε» όπως λέτε, ή αν στηρίζουμε με όλο μας το σθένος το δημόσιο σχολείο.
Ξεχνάτε προφανώς ότι και ως εκπαιδευτικοί και ως συνδικαλιστές βρισκόμαστε καθημερινά μέσα στο σχολικό χώρο, μαζί με τους μαθητές και τους συναδέλφους μας, και ότι συνεπώς γνωρίζουμε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο τα προβλήματα, τις προκλήσεις, τις δυνατότητες και τις αδυναμίες του εκπαιδευτικού συστήματος, για να δικαιούμαστε να έχουμε λόγο κριτικό στο σχεδιασμό της εκπαιδευτικής πολιτικής.
Προφανώς αγνοείτε ότι, αν κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής μας πορείας κάποιοι έχουμε επιλέξει το συνδικαλισμό, είναι ακριβώς γιατί διαθέτουμε γνήσιο και ανιδιοτελές ενδιαφέρον για το δημόσιο σχολείο, είναι γιατί πονάμε για τα κακά του συστήματος και επιθυμούμε τη βελτίωσή του, είναι γιατί νοιαζόμαστε για τους μαθητές μας και για τα μαθησιακά αποτελέσματα, είναι γιατί θέλουμε να προστατεύσουμε το εργασιακό καθεστώς και τις συνθήκες μέσα στις οποίες εργάζονται οι συνάδελφοί μας, ώστε να μπορούν να συμβάλλουν απρόσκοπτα στην αναβάθμιση αυτών των αποτελεσμάτων. Και τη σύγκριση που αναφέρετε δεν τη φοβόμαστε, κύριε Πρύτανη. Γιατί γνωρίζουμε πολύ καλά την ποιότητα και τις δυνατότητες τόσο των μαθητών όσο και των εκπαιδευτικών του δημόσιου σχολείου.
Ευτυχώς, βεβαίως, αυτή η πολιτεία εδώ και χρόνια αναγνωρίζει το δικαίωμά μας να έχουμε λόγο σε αυτά που γνωρίζουμε λόγω επαγγελματικής εμπειρίας, όπως αναγνωρίζει και την επιστημονική επάρκεια και τις ικανότητες των μάχιμων εκπαιδευτικών, των συνδικαλιστών περιλαμβανομένων, για να μας εμπιστεύεται όχι μόνο για να διδάξουμε στην τάξη, αλλά και για να συμμετέχουμε ως επιστήμονες σε επιτροπές που αφορούν ποικιλότροπα στη λειτουργία του δημόσιου σχολείου. Γιατί η πολιτεία ξέρει ότι και μπορούμε ως επιστήμονες και θέλουμε ως εκπαιδευτικοί το καλό του δημόσιου σχολείου. Όταν λοιπόν ισχυρίζεστε ότι «είμαστε κρατικοδίαιτοι», πιστεύω πως αναγνωρίζετε ότι εργοδοτούμαστε κι εμείς όπως κι εσείς από το δημόσιο (έστω κι αν αυτό γίνεται με διαφορετικές αλλά εξίσου νόμιμες διαδικασίες), για να προσφέρουμε έκαστος εφ’ ω ετάχθη σε τούτο τον τόπο. Όσο για τον ισχυρισμό σας ότι «δε δημιουργήσαμε τίποτα το καινούριο», απλώς υπενθυμίζω ότι τα τεκμήρια της προσφοράς μας όπως και της δικής σας, δεν βρίσκονται στα χαρτιά, δεν είναι πάντοτε μετρήσιμα στο παρόν, ούτε απτά, εφόσον το μορφωτικό αγαθό δεν αποτιμάται σαν ένα εμπορεύσιμο προϊόν. Επιπλέον, με όλο το σεβασμό στο ερευνητικό και επιστημονικό σας έργο, σας καλώ να κοιτάξετε χωρίς ακαδημαϊκή αλαζονεία και να σεβαστείτε το αντίστοιχο έργο μεγάλου αριθμού των Εκπαιδευτικών της Μέσης, των συνδικαλιστών συμπεριλαμβανομένων.
Προφανώς, ως Ακαδημαϊκός, αντιλαμβάνεστε ότι, χωρίς το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του συνδικαλίζεσθαι, θα επιστρέφαμε όχι απλώς σε εργασιακό μεσαίωνα, αλλά και σε κοινωνικές συνθήκες που δεν θα επέτρεπαν οποιανδήποτε αμφισβήτηση και κριτική απέναντι στην εξουσία (κρατική, πνευματική, κτλ). Και υποθέτω πως δε θα διαφωνήσετε με την άποψη ότι η επιστημονική πρόοδος απορρέει πρώτιστα από την αμφισβήτηση και την κριτική των παραδεδομένων και όχι από τη δογματική προσκόλληση και την τυφλή υποταγή στην εξουσία. Ως εκ τούτου, δεν αντιλαμβάνομαστε πώς είναι δυνατόν, ως Πρύτανης ενός Πανεπιστημίου που έχει αποδείξει την επιστημονική του εγκυρότητα, να αμφισβητείτε συνεχώς το δικαίωμα μιας ομάδας εργαζομένων - και δη φορέων πνεύματος και παιδείας - να συνδικαλίζονται.
Μας κατηγορείτε ότι «επικαλούμαστε Νόμους και Κανονισμούς σε μια προσπάθεια εκφοβισμού, επιβολής συνθηκών σκοταδισμού» και ότι μετατρεπόμαστε «σε Ιαβέρηδες εναντίον νέων φοιτητών». Καταρχάς, όπως έχουμε τονίσει επανειλημμένα, το πρόβλημά μας δεν είναι οι συγκεκριμένοι φοιτητές. Το πρόβλημά μας είναι η διαδικασία που ακολουθήθηκε. Και ναι, επικαλούμαστε Νόμους και Κανονισμούς. Δεν αντιλαμβάνομαι γιατί δεν θα έπρεπε. Θεωρείτε μήπως ότι ως πολίτες δεν έχουμε το δικαίωμα; Ή ότι ως εκπαιδευτικοί δεν πρέπει να γινόμαστε για τους μαθητές μας πρότυπα πολιτών που προασπίζονται τις νομότυπες διαδικασίες; Νομίζετε ότι οι συνδικαλιστές δε θα έπρεπε να λειτουργούν ως θεματοφύλακες του νόμου, απέναντι σε οποιεσδήποτε ενέργειες αντιστρατεύονται το δίκαιο, γραπτό και άγραφο; Ή κατά την άποψή σας το κρατικό Πανεπιστήμιο δικαιούται να παραβιάζει τους νόμους της πολιτείας; Είναι κατά τη γνώμη σας «εκφοβισμός και επιβολή σκοταδισμού» όταν φέραμε στο φως την παρατυπία μιας διαδικασίας (α) έγκρισης των Κανόνων από τη Σύγκλητο τρεις μέρες πριν την προκήρυξη για τις μετεγγραφές, χωρίς συνεδρία, αλλά μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και (β) εκ των υστέρων έγκρισης Κανόνων από το Συμβούλιο (δύο εβδομάδες μετά την προκήρυξη και πέντε μέρες μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής αιτήσεων); Ή είναι «χυδαιολογία» εκ μέρους μας να επισημαίνουμε ότι το παράτυπο της διαδικασίας ενισχύεται από τη μη δημοσιοποίηση των Κανόνων, όπως προνοεί η νομοθεσία του 2006; Διατείνεστε ότι δεν είμαστε αρμόδιοι και ότι δεν έχουμε δικαίωμα να εκφράσουμε την κριτική μας επί του θέματος. Θεωρείτε μήπως ότι δε διαθέτουμε στοιχειώδεις ικανότητες αντίληψης της νομοθεσίας και των νομότυπων διαδικασιών; Ή ότι θα ήμασταν καλύτεροι «καθοδηγητές και υπόδειγμα για τους νέους ανθρώπους», αν σιωπούσαμε μπροστά στις παρατυπίες για ζητήματα που τους αφορούν; Γιατί ενοχλείστε όταν, διά του συνδικαλιστικού μας ρόλου, πράττουμε ως οφείλουμε να πράξουμε, αγωνιζόμενοι για το δημόσιο σχολείο, το οποίο οι δικές σας ενέργειες, εμμέσως πλην σαφώς, ενδέχεται να υποσκάπτουν; Κι αν η δική μας γνώμη δεν μετρά για σας, πώς ερμηνεύετε το γεγονός ότι την ίδια γνώμη έχουν και οι οργανωμένοι γονείς, φοιτητές και μαθητές, αλλά και ο Υπουργός Παιδείας και όλα τα μέλη της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παιδείας, που σας υπέδειξαν το παράτυπο και παράνομο της διαδικασίας που ακολουθήσατε και σας ζήτησαν να ανακαλέσετε τις αποφάσεις σας; Μήπως ενοοείτε ότι οι Πρυτανικές Αρχές του κρατικού πανεπιστημίου είναι υπεράνω οποιασδήποτε κριτικής, ή ότι σε αυτό το κράτος δεν πρέπει να είμαστε όλοι ίσοι απέναντι στο νόμο ;
Μιλάτε για τείχη, κύριε Πρύτανη. Εμείς χτίζουμε τα τείχη, όταν στηρίζουμε τους μαθητές του δημόσιου σχολείου, στο οποίο έχουν δικαίωμα φοίτησης όλοι οι νέοι που ζουν στην Κύπρο; Ή μήπως πρέπει να εξηγήσουμε τη διαφορά ανάμεσα στο ισότιμο δικαίωμα φοίτησης όλων και στην επιλογή κάποιων να φοιτήσουν σε ιδιωτικό σχολείο; Ισχυρίζεστε ότι θέλετε ένα πανεπιστήμιο χωρίς τείχη ανάμεσα στους νέους, ένα πολυπολιτισμικό πανεπιστήμιο. Δεν διαφωνούμε. Διαφωνούμε όμως με διαδικασίες που ευνοούν κάποιους εις βάρος άλλων. Έχετε προτάσεις, λέτε, για διαφορετικό τρόπο εισδοχής στο πανεπιστήμιο, αλλά θέλετε να μας αποκλείσετε εκ των προτέρων από οποιονδήποτε διάλογο. Εμείς χτίζουμε τότε τα τείχη, κύριε Πρύτανη, ή εσείς, όταν αρνείστε να ακούσετε καν τις θέσεις μας, επικαλούμενος την ακαδημαϊκή αυτονομία; Αυτονομία σημαίνει αποφάσεις «κεκλεισμένων των θυρών» για σοβαρά ζητήματα που επηρεάζουν άμεσα το δημόσιο σχολείο; Και όταν μάλιστα, προκειμένου να υποστηρίξετε αυτές τις αποφάσεις, δίνετε συστηματικά λανθασμένες εντυπώσεις για το χαμηλό επίπεδο των μαθητών μας, αφήνοντας να νοηθεί ότι «οι άριστοι των αρίστων» είναι μόνο αυτοί των ιδιωτικών σχολείων; Εξάλλου, αποδείξατε ότι δεν θέλετε ουσιαστικά το διάλογο, όταν από τη μια δεχτήκατε το αίτημά μας για συνάντηση για το θέμα που προέκυψε με τις μετεγγραφές (αίτημα υπογραμμένο από τους οργανωμένους εκπαιδευτικούς, γονείς, μαθητές και φοιτητές), και από την άλλη μας ανακοινώσατε από τα πρώτα λεπτά της συνάντησης (29/09/15) ότι δεν θέλετε να συζητήσετε το θέμα. Κι όταν τελικά «επιτρέψατε» να γίνει συζήτηση και από τα λεχθέντα διαφάνηκε πόσο σημαντική είναι η σωστή συνεργασία όλων μας και ο αλληλοσεβασμός, ποια ήταν η δική σας συνέπεια στην επίδειξη σεβασμού, όταν την επομένη δημοσιεύσατε άρθρο στο οποίο διαβάλλετε δημόσια τις εκπαιδευτικές οργανώσεις με αβάσιμες αιτιάσεις;
Δε θα συζητήσω τώρα την ουσία του θέματος, κατά πόσον πρέπει ή όχι να υπάρξει διαφορετική αντιμετώπιση των μαθητών της ιδιωτικής εκπαίδευσης από αυτήν που η πολιτεία θεσμοθέτησε για τους μαθητές της δημόσιας. Γιατί όλοι γνωρίζουμε πως η συζήτηση επί της ουσίας τώρα θα ανοίξει. Και επί της ουσίας, κύριε Πρύτανη, όπως και επί της διαδικασίας, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν όχι μόνο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα, αλλά και ηθική υποχρέωση να υπερασπίζονται με όλες τους τις δυνάμεις και με κάθε νόμιμο μέσο το δημόσιο σχολείο, το οποίο αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα αγαθά που προσφέρεται σήμερα σε όλους ανεξαίρετα τους πολίτες αυτού του τόπου. Και αυτό το δικαίωμα, ως συνδικαλιστές, δε θα το εκχωρήσουμε, έχοντας πρώτιστα την αίσθηση του καθήκοντός μας απέναντι στους μαθητές μας, τις οικογένειές τους και την ευρύτερη κοινωνία.
*Γενική Γραμματέας ΟΕΛΜΕΚ