ΤΗΣ ΑΥΡΑΣ ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΥ
Εδώ και αρκετά χρόνια, επανέρχεται όλο και πιο πιεστικό το ερώτημα για το μέλλον των ανθρωπιστικών σπουδών, όχι μόνο στον ελληνόφωνο χώρο αλλά και διεθνώς. Σε μία αμείλικτη αγορά εργασίας, όπου δίνεται αποκλειστική έμφαση στις μετρήσιμες δεξιότητες και στα πρακτικά προσόντα των υποψηφίων, όλο και περισσότεροι νέοι επιλέγουν κατευθύνσεις σπουδών που θεωρούν ότι θα τους εξασφαλίσουν ευκολότερα εργοδότηση. Οι ανθρωπιστικές επιστήμες αποτελούν ίσως το μεγαλύτερο θύμα αυτής της σταδιακής αξιολογικής μεταβολής: η εμπορευματοποίηση της γνώσης φαίνεται να καθιστά τη μελέτη τομέων, όπως η ιστορία, οι γλώσσες, το θέατρο, ο πολιτισμός, λιγότερο ελκυστική, αν όχι ουτοπική. Το αποτέλεσμα είναι οι ολοένα χαμηλότεροι αριθμοί εγγεγραμμένων φοιτητών στα σχετικά προγράμματα σπουδών και, κατ’ επέκταση, η κλιμακούμενη απροθυμία των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων να χρηματοδοτήσουν την έρευνα και τη διδασκαλία στις ανθρωπιστικές επιστήμες.
Αναζητώντας μια νέα, δυναμική ακαδημαϊκή ταυτότητα, που να ενσωματώνει με δημιουργικό τρόπο κεντρικούς θεματικούς άξονες των ανθρωπιστικών επιστημών, πολλά πανεπιστήμια ανά τον κόσμο υιοθετούν ευέλικτες λύσεις. Για παράδειγμα, ενθαρρύνουν τη δημιουργία νέων προγραμμάτων σπουδών, που αφενός μπορούν να διευρύνονται, ώστε να αντικατοπτρίζουν τα μεταβαλλόμενα ενδιαφέροντα των φοιτητών, και αφετέρου ενσωματώνουν κατεξοχήν ανθρωπιστικά προτάγματα —κριτική σκέψη, αντικειμενική ανάλυση, (επανα) σύνθεση ιστορικών δεδομένων, καλλιέργεια εννοιολογικών μηχανισμών— σε ένα μοντέλο εκπαίδευσης προσανατολισμένο κυρίως προς τις προκλήσεις της σύγχρονης ψηφιακής κοινωνίας.
Μπορούν η διεπιστημονικότητα και η διαθεματικότητα να θεραπεύσουν, έστω και εν μέρει, την κρίση των ανθρωπιστικών σπουδών; Σε έναν κόσμο συνδέσεων, επαφών και δικτύωσης, κάτι τέτοιο φαντάζει λογικό, καθώς οι προσεγγίσεις αυτές φαίνεται να καταργούν τον παρωχημένο απομονωτισμό των επιμέρους επιστημονικών περιοχών. Για παράδειγμα, ανάλογα με τις ανάγκες και τη ζήτηση της κάθε ακαδημαϊκής κοινότητας, η λογοτεχνία μπορεί να συνδυαστεί με τη μετάφραση, η φιλοσοφία με τη βιολογία, την πληροφορική και τα μαθηματικά, και η τέχνη με την πολιτιστική διαχείριση.
Οι ανθρωπιστικές επιστήμες μπορούν και οφείλουν να διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στην πανεπιστημιακή αλλά και τη δημόσια ζωή. Οι σπουδές της ιστορίας, της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας, των γλωσσών, των εικαστικών και των παραστατικών τεχνών έχουν επί αιώνες τροφοδοτήσει και νοηματοδοτήσει όλες τις διαστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Ενώ τα κριτήρια της παραγωγικότητας και της εμπορικής εκμετάλλευσης αναπτύσσονται με όλο και πιο επιθετικό τρόπο στον οικονομικό και ακαδημαϊκό σχεδιασμό των πανεπιστημίων, οι ανθρωπιστικές σπουδές ως βασικοί μοχλοί ανάπτυξης της κριτικής σκέψης και της επικοινωνίας μπορούν να αντισταθούν στο ρεύμα αυτό. Πόσο πολιτική είναι η σκέψη μας, όταν σχετικοποιούμε την αξία της ιστορίας; Πώς μπορούμε να ισχυριζόμαστε ότι καταλαβαίνουμε τον κόσμο, όταν εύκολα διαγράφουμε τη μελέτη των γλωσσών και τη λογοτεχνία των λαών από τον ορίζοντα σπουδών των νεώτερων γενιών; Τέλος, πώς θα είμαστε σε θέση να αντισταθούμε στη μαζικότητα και την ισοπέδωση, αν έχουμε ήδη αμφισβητήσει όλα εκείνα τα αντιληπτικά εργαλεία που θα μας επιτρέψουν κατανοήσουμε την εξάπλωση της τεχνολογίας, διαχωρίζοντας τα θετικά από τα αρνητικά της στοιχεία;
Οι απαντήσεις που ο καθένας μας καλείται να δώσει σε αυτά τα ερωτήματα οφείλουν να είναι τολμηρές, όσο και γενναιόδωρες. Ως μέλη της Σχολής των Ανθρωπιστικών Επιστημών στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, είμαστε καθημερινά αντιμέτωποι με την πρόκληση να αναζητήσουμε και πάλι τα συστατικά στοιχεία της κοινωνίας μας στον πυρήνα της ιδεολογικής, πνευματικής, πολιτιστικής και πολιτισμικής ζωής, δηλαδή στη μελέτη της ανθρώπινης υπόστασης σε όλες τις δημιουργικές εκφάνσεις της.
*Λέκτορας στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Θεατρικές Σπουδές στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο και συντονίστρια στη Θ.Ε. ΘΣΠ51