Αντιφάσεις και κενά στην εκπαίδευση της Κύπρου


ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*

Από οργανωτική και διοικητική άποψη η ιστορία της Μέσης Εκπαίδευσης της νεότερης Κύπρου χωρίζεται σε δυο περιόδους, την περίοδο μέχρι το 1965 στην οποία είχαμε κοινοτική εκπαίδευση  που χρέωνε δίδακτρα και δεν ήταν υποχρεωτική, και την περίοδο από το 1965 μέχρι σήμερα κατά τη διάρκεια της οποίας η εκπαίδευση έγινε υποχρεωτική (μέχρι τα 15) και σταδιακά δωρεάν (μέχρι τα 18) και κατά συνέπεια καθολική και μαζική. Η αλλαγή αυτή συνεπαγόταν λογικά σημαντικές θεσμικές και διοικητικές αλλαγές, όπως κατάργηση των εισαγωγικών εξετάσεων και  των θεσμών της ανεξέτασης και στασιμότητας, τουλάχιστο μέχρι το τέλος της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Δεν είναι λογικό να αποκλείεις  τη φοίτηση μαθητών, αλλά ούτε να τους αφήνεις στάσιμους σε ένα καθεστώς δωρεάν και υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Η πρώτη αλλαγή (κατάργηση των εισαγωγικών εξετάσεων) έγινε αμέσως, όχι όμως η δεύτερη. Έτσι έχουμε  τον ανορθολογισμό, από τη μια, να υποχρεώνουμε  ένα παιδί να φοιτά και, από την άλλη, να το αφήνουμε στάσιμο σκοτώνοντας στην ουσία τον σκοπό για τον οποίο εφαρμόστηκε η υποχρεωτική εκπαίδευση που είναι να προσφέρει μια γενική μόρφωση σε όλους ανεξαιρέτως. Πόσο μεγάλη είναι η  αντίφαση  αυτή φαίνεται και από το γεγονός ότι δεν έγινε αλλαγή ούτε της  πρόνοιας που παρέχει στον  καθηγητικό  σύλλογο του κάθε σχολείου την εξουσία να εξάγει τα αποτελέσματα  μαθησιακής προόδου των μαθητών στο τέλος της σχολικής χρονιάς, μια πρόνοια που είχε θεσμοθετεί για να μην επιτρέπει στον διευθυντή του σχολείου ή σε εξωτερική επέμβαση καμιά χαλάρωση στην εξαγωγή των αποτελεσμάτων και επομένως καμιά  ευελιξία  στον χειρισμό σύνθετων και δύσκολων περιπτώσεων που είναι φυσικό να ανακύπτουν στα σημερινά σχολεία που δέχονται μαθητές από όλο το φάσμα νοητικών δυνατοτήτων και συμπεριφοράς.

Η λογική αντίφαση αυξήθηκε στο θέμα αυτό, όταν αποφασίστηκε να γίνονται δεκτά στο γενικό σχολείο και τα παιδιά με ειδικά προβλήματα (σύνδρομο Ντάουν και άλλα). Ούτε τότε άλλαξε ο νόμος και έτσι έχουμε σήμερα (5-6 Ιουνίου 2019) τη Συνομοσπονδία Γονέων να κατηγορεί τον καθηγητικό σύλλογο του γυμνασίου που άφησε ανεξεταστέα στα Μαθηματικά μαθήτρια με σύνδρομο Ντάουν ότι εξάντλησε όλη την αυστηρότητά του σε βάρος ενός παιδιού με ειδικές ανάγκες, τα ΜΜΕ να  κάνουν λόγο για έλλειψη ανθρωπιάς του καθηγητικού συλλόγου, τον καθηγητικό σύλλογο να δικαιολογείται ότι ζήτησε διευκρίνιση της γενικόλογης εγκυκλίου που είχε στείλει ειδικά το Υπουργείο για το θέμα αυτό και δεν πήρε απάντηση,  και τον Υπουργό Παιδείας να κάνει έκκληση στον καθηγητικό σύλλογο  να επιδείξει όσο το δυνατό μεγαλύτερη επιείκεια.

Όλα αυτά φανερώνουν όχι μόνο λογική αντίφαση στους νόμους και θεσμούς και αυτών με την κοινή λογική και  το λαϊκό αίσθημα, αλλά και σοβαρά κενά στη νομοθεσία, η οποία φαίνεται ότι βρίσκεται παρασάγγας πίσω από το στάδιο επίτευξης  εναρμόνισης  προς τη νέα  πραγματικότητα που δημιούργησε η  εισαγωγή της καθολικής/μαζικής εκπαίδευσης.

Αυτό όμως, δεν είναι το μόνο σοβαρό κενό που προκλήθηκε. Σοβαρό κενό, πολύ διαφορετικό από το πιο πάνω,  είναι  και αυτό που δημιουργήθηκε, και παραμένει ακάλυπτο τα τελευταία πενήντα χρόνια, με την κατάργηση των εισαγωγικών εξετάσεων. Όταν ένα σχολείο επιλέγει (με εξετάσεις ή άλλως πως) τους μαθητές του, αναμένεται λογικά να νιώθει υπεύθυνο για την ακαδημαϊκή, κοινωνική και ηθική πρόοδό τους και πρόθυμο να λογοδοτεί γι’ αυτή. Και πραγματικά οι γυμνασιάρχες μέχρι τη δεκαετία του 1960, μερικοί και μέχρι τη δεκαετία του 1970, έγραφαν κάθε χρόνο λογοδοσία (λόγον διδόναι) των πεπραγμένων του σχολείου υπό τη διεύθυνσή τους και τη διάβαζαν στο τέλος του χρόνου μπροστά στους γονείς και τους παράγοντες της κοινωνίας. Όταν όμως το σχολείο δεν έχει κανένα λόγο για τους μαθητές που δέχεται και δεν έχει δικαίωμα να διώξει κανένα μαθητή (ακριβώς όπως σε μια φυλακή), έστω και αν αναστατώνει πολύ συχνά το σχολείο με την πρόκληση σοβαρών επεισοδίων, διερωτάται κανείς αν υπάρχει ηθική νομιμοποίηση του ΥΠΠ ή της κοινωνίας να απαιτεί απ’ αυτό το σχολείο επίτευξη υψηλών ακαδημαϊκών αποτελεσμάτων ή επιτυχία στην αγωγή και την κοινωνικοποίηση των τροφίμων του. Έγραψα και σε προηγούμενο άρθρο μου για την ανάγκη να βρεθεί επειγόντως μια καινούργια αφήγηση (διαφορετική από εκείνη που δημιούργησε τον 18ο αιώνα την εκπαίδευση όπως την  ξέρουμε σήμερα) και ένας νέος θεσμικός τρόπος ένταξης των μαθητών στο σχολείο(για παράδειγμα, με υπογραφή ενός συμβολαίου μεταξύ μαθητή, γονέα και διευθυντή του σχολείου) που να δεσμεύει και τους τρεις στις πρόνοιες του συμβολαίου, ώστε να ξέρουν όλοι τις υποχρεώσεις τους και να νιώθουν  περισσότερο υπεύθυνοι για τις  πράξεις τους.

Δεν μπορεί να αφήνονται οι γονείς να νομίζουν ότι οι καθηγητές είναι υπάλληλοί τους, τους οποίους μπορούν ατιμωρητί να βρίζουν ή να χτυπούν και τους μαθητές να νομίζουν ότι μπορούν να κάνουν  ό,τι θέλουν, γιατί δεν μπορεί να τους αγγίξει κανένας. Με κανένα τρόπο δεν δικαιολογείται πλέον εφησυχασμός μετά τους συχνούς εμπρησμούς σχολείων (βλέπε περίπτωση Λυκείου Αγίου Νικολάου στη Λεμεσό  τη νύκτα της 11ης Ιουνίου) που στέλλουν το μήνυμα μεγάλης αποστροφής και μίσους προς το σχολείο και τους εκπαιδευτικούς. Η υλική ζημιά, όπως ανέφερε στην τηλεόραση ο Πρόεδρος της Σχολικής Εφορείας Λεμεσού κ. Έλληνας είναι 20-30 χιλιάδες ευρώ, η ζημιά όμως στην εικόνα της εκπαίδευσης της Κύπρου  είναι ανυπολόγιστη.

Συμπερασματικά, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς πως πραγματικά υπάρχουν ανορθολογισμοί στην ελληνοκυπριακή εκπαίδευση, μερικοί μάλιστα σαν εκείνο που επηρέασε την τύχη της  μικρής μαθήτριας με το σύνδρομο Ντάουν βγάζουν μάτια, που εκθέτουν ανεπανόρθωτα τις εκπαιδευτικές αρχές. Αυτά τα θέματα  ανορθολογισμού έπρεπε, πιστεύω,  να προσπαθήσει να διορθώσει  ο επιχειρηθείς από το ΥΠΠ  τον περασμένο χρόνο εξορθολογισμός και όχι  εκείνα που λανθασμένα επιλέγηκαν.

 *Πρώην Αναπλ. Καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










229