ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ*
Κάθε χρόνο αυτή τη χρονική περίοδο, αρχίζει ο προβληματισμός των μαθητών και μαθητριών της Γ΄ τάξης Γυμνασίου σχετικά με την επιλογή που θα κάνουν για τα επόμενα τρία χρόνια φοίτησης. Αν δηλαδή θα φοιτήσουν σε Λύκειο, σε Τεχνική Σχολή ή στις σχολές Σύγχρονης Μαθητείας.
Σ΄ αυτή τη διαδικασία εμπλέκονται οι καθηγητές/τριες Συμβουλευτικής και Επαγγελματικής Αγωγής, οι γονείς των παιδιών και το φιλικό περιβάλλον. Ένας μεγάλος αριθμός μαθητών/τριών διαπιστώνουν εκ των υστέρων ότι δεν έκαναν σωστή επιλογή. Ως αποτέλεσμα της λανθασμένης επιλογής, τα παιδιά θα ζητήσουν αλλαγή κατεύθυνσης σπουδών ή θα αντιμετωπίσουν την αποτυχία γιατί θα αδυνατούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του προγράμματος που επέλεξαν. Στην πιο ακραία περίπτωση τα παιδιά θα εγκαταλείψουν το σχολείο. Σύμφωνα με έρευνα του τμήματος Στατιστικής και Ερευνών («Στατιστική για την εκπαίδευση 2014/2015»), το ποσοστό εγκατάλειψης του σχολείου κυμαίνεται από 8% μέχρι και 10%.
Οι βασικότεροι λόγοι που οδηγούν πολλούς νέους στη λήψη λανθασμένης απόφασης εντοπίζονται: α) στην υποτίμηση της αξίας των τεχνολογικών επαγγελμάτων και β) στην επιλογή προσανατολισμού ή κατεύθυνσης σπουδών, η οποία προαπαιτεί πολύ περισσότερες γνώσεις από αυτές που απέκτησε το παιδί, κατά τη φοίτησή του στην εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση.
Ειδικότερα, μελέτες της Αρχής Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού, που αναφέρονται στους τομείς με τις μεγαλύτερες ανάγκες απασχόλησης δεν λαμβάνονται και πολύ υπόψη στις επιλογές των παιδιών. Η πρόσφατη σχετική μελέτη (Οκτώβριος 2017) παρουσιάζει τις ανάγκες σε τεχνικά επαγγέλματα να ξεπερνούν το 50% των συνολικών αναγκών απασχόλησης. Παρόλα αυτά, το ποσοστό των παιδιών που επιλέγουν να φοιτήσουν σε Τεχνικές Σχολές, παραμένει στο 20% και αποτελεί το χαμηλότερο ανάμεσα στις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Επιπρόσθετα, η υπερτίμηση των δυνατοτήτων ορισμένων παιδιών είναι η δεύτερη αιτία της αποτυχίας. Μεγάλος αριθμός μαθητών, επιλέγουν προσανατολισμό ή κατεύθυνση σπουδών και δεν έχουν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν στα ζητούμενα των αναλυτικών τους προγραμμάτων.
Στόχος μου δεν είναι να αποδώσω ευθύνες σε οποιονδήποτε, αλλά να παρουσιάσω τα πιο πάνω δεδομένα και πραγματικότητες. Παράλληλα, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι επακόλουθα των πιο πάνω είναι: α) να δημιουργούνται στρεβλώσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα και σοβαρά προβλήματα στη διδακτική διαδικασία και β) να μην εξυπηρετούνται στο βαθμό που θα έπρεπε οι ανάγκες της κυπριακής βιομηχανίας.
Επιλογικά, θα έλεγα ότι πρέπει τα παιδιά να κάνουν ελεύθερα τις επιλογές τους, υπό την καθοδήγηση των συναδέλφων Συμβουλευτικής και Επαγγελματικής Αγωγής. Τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη δεν πρέπει να είναι άλλα από τις κλίσεις και το ταλέντο τους, τις επιδόσεις τους στα κύρια μαθήματα και τις προβλέψεις απασχόλησης στην αγορά εργασίας. Επιπλέον, στις περιπτώσεις που υπάρχει αυξημένη ζήτηση για φοίτηση στις Τεχνικές Σχολές η πολιτεία οφείλει, επιτέλους, να επιλύσει το στεγαστικό πρόβλημα που παρουσιάζεται.
*Διευθυντής Τεχνικής Σχολής Μακάριος Γ΄