ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΠΙΕΡΗ*
Στις 21 Δεκεμβρίου 2015 τo απόγευµα ήταν οι εξετάσεις του µαθήµατός µου ΒΝΕ 369 («Εισαγωγή στην ποίηση και στην ποιητική του Κώστα Μόντη»). Κάποια στιγµή, και καθώς άρχισαν οι φοιτητές να παραδίδουν τα γραπτά τους, µε πλησίασε µια φοιτήτρια και µου είπε: «Κύριε, σας ευχαριστώ για τα θέµατα που µας βάλατε, ήταν ένα ακόµη µάθηµα για το ποιητικό ήθος του Μόντη».
Με αφορµή αυτό το συµβάν ξανακοίταξα το εξεταστικό δοκίµιο (το οποίο επισυνάπτω σε επίµετρο) και σταµάτησα στο ποίηµα «Χριστουγεννιάτικες κάρτες» που παραθέτω πιο κάτω, αφού το προλογίσω µε κάποιες σκέψεις που µου γέννησε το συµβάν, σε συνδυασµό µε τον ορυµαγδό των πολλών άνευ νοήµατος χριστουγεννιάτικων ευχών που παίρνουµε όλοι αυτές τις µέρες.
Γιατί φυσικά είναι άλλο να παίρνουµε ευχετήριες κάρτες από φίλους, γνωστούς, συγγενείς, πάντως από συγκεκριµένα πρόσωπα, οπότε διαβάζοντάς τις ανακαλούµε, άλλοτε
µε νοσταλγία κι άλλοτε µε συγκίνηση, µορφές που µας είναι συµπαθείς, που τις αγαπήσαµε, ή τις αγαπούµε. Και είναι άλλο να παίρνουµε ευχές από αφηρηµένα σχήµατα (Ιδρύµατα, Υπηρεσίες, Τµήµατα, Οντότητες, Τοµείς, Έδρες, Θέσεις, κλπ.). Γιατί τα τελευταία δεν έχουν συγκεκριµένο ανθρώπινο πρόσωπο, είναι σχήµατα, οµάδες, εταιρείες, υπηρεσίες, κόµµατα, συσπειρώσεις.
Πώς έγινε αυτή η ιστορία, να βοµβαρδιζόµαστε κάθε χρόνο από κουραστικές, πανοµοιότυπες (συνήθως έντυπες και αισθητικά κακόγουστες) συµβατικές ευχές, δεν το ξέρω. Υποψιάζοµαι ότι η αρχή θα έγινε από τις δηµοσιοϋπαλληλικές υπηρεσίες τις γεµάτες µε εκείνα τα δυστυχισµένα όντα που δεν ξέρουν πώς να σκοτώσουν την ώρα τους ή πιθανότατα να είναι κι αυτό µία ακόµη εισαγωγή εµπορευµατοποιηµένης αµερικάνικης βλακείας. Όπως και να έχει, και για να ξεδώσω κάπως (µέρες που είναι) αντιγράφω εδώ την ποιητική αντίδραση του µεγάλου Κύπριου ποιητή Κώστα Μόντη, ο οποίος εξοντωτικά σατίρισε τέτοια φαινόµενα:
Ολόκληρο το άρθρο και το Εξεταστικο Δοκίμιο στο πιο κάτω έγγραφο: