ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*
Το άρθρο αυτό θα εξετάσει τα προβλήματα της αξιολόγησης των δημόσιων υπαλλήλων και των εκπαιδευτικών και τη στάση της Συνομοσπονδίας Γονέων Μαθητών Μέσης Εκπαίδευσης στο θέμα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και θα προσπαθήσει να δει κάποιους λόγους για τους οποίους δεν λύνονται τα προβλήματα. Θα παρουσιαστούν γι’ αυτό το σκοπό τρεις περιπτώσεις.
1. Στον Φιλελεύθερο της 26ης Ιουνίου 2018 δημοσιεύτηκε ότι το Τμήμα Προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης απασχολεί έντονα το πρόβλημα του μεγάλου πληθωρισμού στις βαθμολογίες που δίνονται στους δημόσιους υπαλλήλους από τις αρμόδιες αξιολογικές αρχές και της μεγάλης δυσκολίας που αυτός προκαλεί στην ΕΔΥ στο έργο της επιλογής και προαγωγής των καλύτερων. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι 93.4% των δημόσιων υπαλλήλων χαρακτηρίστηκαν στην αξιολόγηση ως εξαίρετοι και αυτό αναγκάζει τη ΕΔΥ να βασίζεται κυρίως στην αρχαιότητα για τις προαγωγές. Η δυσκολία αυτή είχε δημοσιοποιηθεί πριν τριάντα περίπου χρόνια, στη συνέχεια αποσιωπήθηκε, ίσως γιατί οι αρμόδιοι έλπιζαν πως θα εύρισκαν τρόπο να την αντιμετωπίσουν και τώρα επανέρχεται, προφανώς γιατί δεν βρέθηκε ακόμα λύση.
2. Ο υπουργός Παιδείας Κώστας Χαμπιαούρης συνέστησε στο τέλος Μαΐου 17μελή επιτροπή για να του υποβάλει νέο σχέδιο αξιολόγησης των εκπαιδευτικών. Δεν ξέρω αν αυτό είναι το τρίτο ή τέταρτο σχέδιο που θα υποβληθεί στο Υπουργείο τα τελευταία χρόνια.. Θυμούμαι μόνο ότι αυτή η λιτανεία σχεδίων ξεκίνησε πριν ένδεκα χρόνια επί υπουργίας Πεύκιου Γεωργιάδη και στοίχισε στο κράτος πολλές χιλιάδες λίρες, ακολούθησαν άλλα ανεπίσημα σχέδια επί άλλων υπουργών και πέρσι ένα άλλο που υποβλήθηκε στον Υπουργό Κώστα Καδή. Όλα είχαν μηδενικό αποτέλεσμα, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι τίποτε από αυτά δεν υιοθετήθηκε.
3. Σε ανακοίνωσή της την επομένη της δημοσιοποίησης των φετινών αποτελεσμάτων των Παγκύπριων Εξετάσεων (Paideia-news, 26 Ιουνίου 2018) η Συνομοσπονδία Γονέων εκφράζει την απογοήτευσή της για την αποτυχία και καταλήγει λέγοντας ότι «τα συμπεράσματα που εξάγονται είναι πολύπλευρα αλλά το κυριότερο είναι ότι η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση είτε έχει αποτύχει ή δεν εφαρμόζεται σωστά».
Εκείνο που προκαλεί κοινωνιολογικό ενδιαφέρον στις πιο πάνω δυο πρώτες περιπτώσεις είναι το γεγονός ότι, ενώ οι υπεύθυνοι ξέρουν πολύ καλά τους λόγους για τους οποίους απέτυχαν οι προηγούμενες προσπάθειες, επανέρχονται και προσπαθούν να λύσουν τα προβλήματα χωρίς να έχουν προηγουμένως επιτύχει να βελτιώσουν τις προϋποθέσεις επιτυχίας. Το Τμήμα Προσωπικού και το Υπουργείο Παιδείας, για παράδειγμα, ξέρουν ότι η αιτία των πολλών ψηλών βαθμολογιών δεν είναι το θεσπισμένο σύστημα αξιολόγησης, δηλαδή οι δομές, αλλά τα δρώντα πρόσωπα, η έλλειψη, συγκεκριμένα, τόλμης εκ μέρους των αξιολογούντων να δώσουν βαθμολογία που θα τους φέρει σε σύγκρουση με συναδέλφους και φίλους τους. Ξέρουν επίσης πολύ καλά ότι, πρώτα, οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι εκπαιδευτικοί απορρίπτουν εκ των προτέρων τη χρήση επιπρόσθετων μέσων αξιολόγησης που θα διασφαλίζουν πειστικότερη τεκμηρίωση (για παράδειγμα, εξετάσεις, ή, για τους εκπαιδευτικούς, αξιολόγηση από μαθητές, αξιολόγηση των μαθησιακών αποτελεσμάτων), αξιολόγηση άλλων πτυχών πέραν της διδακτικής (για παράδειγμα, της δεξιότητας επικοινωνίας, του συγγραφικού τους έργου, της αγάπης και της μέριμνας για παιδιά-- η βραβευθείσα στην Αγγλία Ελληνοκύπρια εκπαιδευτικός Άντρια Ζαφειράκου, δεν βραβεύτηκε μόνο για το έργο της στην τάξη) και, δεύτερο, ότι δεν υπάρχει τρόπος να βρεθεί για την αξιολόγηση στη δημόσια υπηρεσία κάτι ανάλογο προς το VAR (Video Assisted Referee) που εφαρμόστηκε από φέτος στο Μουντιάλ της Ρωσίας, που να τεκμηριώνει χωρίς καμιά αμφιβολία την αντικειμενική αξία του αξιολογουμένου. Όλες αυτές οι δυσκολίες ωστόσο αγνοούνται και διορίζονται νέες επιτροπές για να υποβάλουν νέα σχέδια χωρίς πρώτα να έχουν γίνει οι αναγκαίες συζητήσεις γύρω από τα πιο πάνω αντιλεγόμενα θέματα και να έχει υπάρξει κάποια κατάληξη.
Το ίδιο ακριβώς κάνει και η Συνομοσπονδία Γονέων. Ξεκινά από μια παραδοχή ότι η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση (οποιαδήποτε εκπαιδευτική μεταρρύθμιση;) οδηγεί σε βελτίωση, εκτός όλων των άλλων, και των μαθησιακών αποτελεσμάτων, και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, αφού η τελευταία δεν έχει μέχρι τώρα καλά μαθησιακά αποτελέσματα, σημαίνει ότι «ή έχει αποτύχει ή δεν εφαρμόστηκε σωστά». Δεν προχωρεί όμως να κάνει καμιά υπόθεση για τους πιθανούς λόγους αποτυχίας της ή για την πιθανότητα ο λόγος αποτυχίας να είναι το γεγονός ότι η εξίσωση της εισαχθείσας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης δεν περιείχε τους παράγοντες που θα την βοηθούσαν να έχει καλύτερα μαθησιακά αποτελέσματα (για παράδειγμα, πιο συστηματικούς και ελεγχόμενους τρόπους μάθησης). Κάνει ακριβώς το αντίθετο. Δηλώνει εκ των προτέρων, χωρίς να έχει κανένα πειστικό τεκμήριο στο χέρι, για παράδειγμα, τα συμπεράσματα κάποιας επιστημονικής μελέτης, ότι διαφωνεί «κάθετα ότι οι εξετάσεις τετραμήνων θα λύσουν το πρόβλημα» και υποστηρίζει με απόλυτη βεβαιότητα ότι «όπως έχουν τα πράγματα, οι εξετάσεις ανά τετράμηνο θα επιδεινώσουν την κατάσταση και θα οδηγήσουν τα παιδιά και τις σχολικές μονάδες σε ασφυκτικά και επικίνδυνα χρονοδιαγράμματα με αρνητικές συνέπειες». Δεν αφήνει δηλαδή ούτε καν περιθώριο συζήτησης για εισαγωγή στα σχολεία μέτρων που οι διεθνείς έρευνες βρήκαν ότι συμβάλλουν στη βελτίωση των μαθησιακών αποτελεσμάτων.
Δεν έχω καμιά αμφιβολία σχετικά με το μέλλον των νέων σχεδίων αξιολόγησης. Καμιά νέα αποτυχία ωστόσο δεν θα μεταβάλει την κατάσταση. Θα ακολουθείται σταθερά η ίδια αναποτελεσματική πορεία, γιατί η κοινωνία μας αρνείται να δει κατάματα τα προβλήματα. Αυτή η στάση άλλωστε εξασφαλίζει τόσο την εργατική ειρήνη όσο και τη νομιμοποίηση και την επιβίωση της υπηρεσίας. Θα χρησιμοποιείται κάθε φορά κάτι ανάλογο προς αυτό που είπε ο νυν Υπουργός Παιδείας, όταν δικαιολογούσε το διορισμό της τελευταίας Επιτροπής για ετοιμασία του νέου σχεδίου αξιολόγησης των εκπαιδευτικών: «το υφιστάμενο σύστημα αξιολόγησης έχει ολοκληρώσει τον κύκλο του». (Paideia-Νews , 29 Μαίου 2018). Η δήλωση αυτή είναι προφανώς εντελώς άκαιρη ενόψει του γεγονότος ότι το ΥΠΠ προσπαθεί εδώ και πολλά χρόνια και πληρώνει μεγάλα ποσά για να το αλλάξει. Έχει όμως τη σκοπιμότητά της. Μια ομολογία ότι το σύστημα έπρεπε να είχε αλλάξει πριν ένδεκα χρόνια θα γεννούσε ερωτηματικά για την αποτελεσματικότητα της υπηρεσίας. Ενώ η διατύπωση «το σύστημα έχει ολοκληρώσει τον κύκλο του» στέλλει στην κοινωνία το μήνυμα ότι το σύστημα πάει στο καλό, αφού έκανε τη δουλειά του και εμείς ετοιμάζουμε έγκαιρα νέο που θα την κάνει εξίσου καλά. Έτσι η ζωή θα συνεχίζεται και θα έχουμε και προβλήματα με τα οποία να ασχολούμαστε.
*Πρώην Αν. Καθηγητής Πανεπιστημίου Κύπρου