Αρχαία Ελληνικά: Κάποιοι αφετηριακοί προβληματισμοί


ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ*

Ένα ζήτημα το οποίο ταλάνισε και εξακολουθεί να ταλανίζει πολλές γενιές, είναι και αυτό της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών κειμένων.

Τα τελευταία χρόνια, στα πλαίσια μιας συνολικής Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης και ειδικά στον τομέα της αναμόρφωσης των Αναλυτικών Προγραμμάτων, έγινε μια σοβαρή προσπάθεια, έτσι ώστε η επεξεργασία των αρχαίων κειμένων να σταματήσει να είναι επιφανειακή και τυποποιημένη, να έλθουν πιο κοντά στη ζωντανή πραγματικότητα με τα σύγχρονα μηνύματά της, έτσι που να επανεύρουν τη γοητεία τους τα έργα ενός μεγάλου πολιτισμού.  Αυτό που επιδιώκεται με τη νέα προσέγγιση, όσον αφορά την Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, γενικότερα, είναι η αλλαγή της διδασκαλίας των αρχαίων κειμένων, διδασκόμενα στη ζωντανή γλώσσα του σύγχρονου πολιτισμού μας.

Κάθε λαός έχει κάποια χαρακτηριστικά στην εκπαίδευσή του που δεν αποτελούν κατ’ ανάγκη ούτε πλεονέκτημα ούτε μειονέκτημα.  Είναι απλά μια πραγματικότητα.  Έτσι κι η κυπριακή εκπαίδευση, στη βάση της ελληνοκεντρική, έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες, οι οποίες καθορίζονται από ιστορικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Ανάμεσα σ’ αυτούς κυρίαρχο ρόλο παίζει το στοιχείο της αναβίωσης του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού, ένα στοιχείο το οποίο λειτουργεί ως συνεπακόλουθο του ελλαδικού εκπαιδευτικού συστήματος, ή πιο συγκεκριμένα του Ελλαδικού Αναλυτικού Προγράμματος.  Η πορεία ήταν πάντοτε κοινή. Έτσι, θα συναντήσουμε τον κλασικισμό, που κυριαρχούσε στην Ευρώπη τον 18ο και 19ο αιώνα και από τον οποίο διαποτιστήκαμε, και ο οποίος διαπέρασε και την εκπαίδευσή μας. Ο νέο-κλασικισμός φυσικά, αργότερα, θα καθορίσει μια διαφορετική στάση και προσέγγιση:  Υποτιμάται το παρόν και εξιδανικεύεται η αρχαιότητα και η λατρεία της μορφής. Επιδίδονται οι πάντες στα γλωσσικά προβλήματα που γεννάει αυτή η προσπάθεια. Η Γραμματική και το Συντακτικό αποθεώνονται. Περιπέτεια και σύγκρουση όσον αφορά τη χρήση της καθαρεύουσας.

Αυτή η ιστορία κρατάει σχεδόν 200 χρόνια και συνεχίζει και σήμερα με άλλη μορφή. Ότι διδάσκονταν οι μαθητές από καταβολής της ελληνικής εκπαίδευσης (σε Ελλάδα και Κύπρο), στον τομέα των φιλολογικών μαθημάτων, με κάποιες επουσιώδεις διαφορές, διδάσκονται μέχρι και σήμερα. Τα ίδια κείμενα, η ίδια μεθοδολογία.  Οι ίδιοι συγγραφείς τα ίδια κείμενα, οι ίδιοι σχολιασμοί.  Και στην αρχαιογνωσία. Το ίδιο φαινόμενο. Η διδασκαλία αυστηρά αγκιστρωμένη και εξαρτημένη από το πρωτότυπο.

Αν δούμε λίγο το ζήτημα στην ιστορική του πορεία, σε Ελλάδα και Κύπρο, διαπιστώνουμε ότι, η κλασική, η ανθρωπιστική παιδεία, όπως συνηθίσαμε να την ονομάζουμε, συρρικνώνεται. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα το 1914 κάλυπτε το 67% του Αναλυτικού Προγράμματος του σχολείου, ενώ το 1962 το 32%. Η ίδια, ή περίπου η ίδια εικόνα, αν όχι και χειρότερη παρουσιάζεται και στην Κύπρο, λαμβανομένου υπόψη και του παράγοντα της αποικιοκρατίας που μεσολάβησε. Τα αρχαία ήταν υποχρεωτικό μάθημα για όλους από την πρώτη Γυμνασίου.  Θα ακολουθηθεί κι’ εδώ μια συρρίκνωση που με την καθιέρωση του Ενιαίου Λυκείου, ο αριθμός των ατόμων που παρακολουθούν τα κλασικά μαθήματα περιορίζεται σημαντικά. Συντελείται παράλληλα με την ποσοτική και ποιοτική υποβάθμιση που αφορά αυτό καθ’ εαυτό το περιεχόμενο. Ιδιαίτερα, η για χρόνια διδασκαλία κάποιων κειμένων, που κανείς δεν μπήκε ποτέ στη διαδικασία να τ’ αξιολογήσει, να τα αλλάξει.  Είναι να διερωτάται κανείς με πια κριτήρια επιλέχτηκαν να διδαχτούν κάποια κείμενα από όλο το φάσμα της κλασικής φιλολογίας, από το πρωτότυπο, επί σειρά δεκαετιών, κείμενα τα οποία είναι γραφειοκρατικά και υποδεέστερα.

Η μορφωτική αξία των αρχαίων κλασικών έργων είναι αδιαμφισβήτητη.  Περιέχουν και προβάλλουν αξίες κοινωνικές (ηθικές, πολιτικές, φιλοσοφικές κτλ) κι ακόμα με την έννοια ότι οι αρχαίοι πετύχανε το μέτρο στην ανάπτυξη των κοινωνικών σχέσεων, στον τρόπο σκέψης και την αίσθηση της αρμονίας μορφής και περιεχομένου.

Φυσικά δε μπορεί κανείς να παραγνωρίσει το δουλοκτητικό, τον ταξικό δηλαδή χαρακτήρα της κοινωνίας, μέσα στο οποίο αναπτύχθηκαν και θεμελιώθηκαν αξίες όπως π.χ. η έννοια της δημοκρατίας, της ισοπολιτείας, της ελευθερίας, κ.α.  Από την άλλη, όλες οι αξίες δεν αντέχουν κατά τον ίδιο τρόπο στη ζωή, που διαρκώς βρίσκεται σε κίνηση.  Εδώ όμως έχουμε το δικό μας ρόλο, τη δική μας παρέμβαση, με τα οποία προσερχόμαστε στη μελέτη των αρχαίων κλασικών. Τι δηλαδή ζητάμε απ’ αυτή την προσέγγιση.

Μελετούμε τα αρχαία έργα για να πάρουμε όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία θα μετατρέψουμε σε δύναμη δημιουργική για τη ζωή μας, ή παίρνουμε επιλεκτικά αυτά που θα δικαιολογήσουν τη δική μας ζωή, τις δικές μας επιλογές, τις δικές μας πράξεις ή την απραξία μας;

Συνεπώς, η δική μας πρόθεση είναι εκείνη που καθορίζει, κάθε φορά την ιδιαίτερη αξία των αρχαίων, γιατί η αξία κάθε πράγματος βρίσκεται στη δυνατότητα να εμψυχώσει τις δικές μας προσπάθειες.

Η κλασική εκπαίδευση, λοιπόν, συρρικνώνεται και ποσοτικά και ποιοτικά, ενώ παράλληλα αλλοιώνεται και η ανθρωπιστική παιδεία. Μια πορεία, εν πολλοίς, άναρχη με αποσπασματικές κάθε φορά ρυθμίσεις. Στη θέση του ενιαίου εξάχρονου Γυμνασίου θα έλθουν κατευθύνσεις, λύκεια επιλογής, ενιαία λύκεια (κατ’ επίφαση, κάθε άλλο παρά ενιαία ήταν) και τέλος το σημερινό λύκειο που εφαρμόστηκε πριν από 12-13 χρόνια, εν μια νυκτί και οδεύει τον δικό του μοναχικό δρόμο και ο συμβιβασμός: διδασκαλία των αρχαίων κειμένων από μετάφραση στο Γυμνάσιο και διδασκαλία των αρχαίων κειμένων από το πρωτότυπο στο Λύκειο.  Μάλιστα ως προς το τεχνικό μέρος, η διδασκαλία της Γραμματικής και του Συντακτικού, πήρε χαρακτήρα σύμπτυξης κεφαλαίων (αντί 6 χρόνια διδασκαλία του ίδιου περίπου αντικειμένου σε 3). 

Η δε επεξεργασία των αρχαίων κειμένων ακολούθησε για χρόνια πολλά μια πορεία επιφανειακή και τυποποιημένη, με απόλυτη προσήλωση στη γραμματικο-συντακτική ανάλυση, που άνοιγε συνεχώς τη ψαλίδα ανάμεσα στην ίδια τη ζωή και στη φιλολογική εργασία.

Ο παραμερισμός πάντως της κλασικής εκπαίδευσης είναι δεδομένος.  Και μείς όλοι βιώνουμε την αντινομία:  δύο φιλολογίες (και φυσικά δυο γλώσσες), αρχαία και νέα, δυο κατευθύνσεις στην Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, από το πρωτότυπο και από μετάφραση.  Δυο γλώσσες και δυο γραμματείες δε χωράνε.  Ή υπάρχει πολιτιστική ενότητα και συνέχεια ή δεν υπάρχει.  Και αν υπάρχει πρέπει να αποτυπωθεί μέσα στην εκπαιδευτική μας σκέψη και πρακτική.

*Πρόεδρος Προοδευτικής Κίνησης  Καθηγητών




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










183