ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΠΟΥΜΠΟΥΡΗ*
Είχα πάντοτε αρνητική κρίση για τον κατάλογο διοριστέων, αλλά πρέπει να πω ότι τα δεινά της παιδείας δεν ανάγονται στο κατάλογο. Ο κατάλογος αντέχει, υποθέτω, επειδή δεν είναι άλλος κατάλογος που προώρισται να τον καταργήσει, και πολύ φοβάμαι ούτε ακαριαίες εξετάσεις, αλλά σύμπλεγμα ετερογενών μέτρων.
Αν δούμε την ιδιωτική εκπαίδευση που δεν δεσμεύεται με τον κατάλογο, τότε και εκεί δεν υπάρχουν αισθητές διαφορές που να κλείνουν την πλάστιγγα στη μια πλευρά. Είναι τα ίδια παιδιά με παρόμοια αποτελέσματα. Τόσο από τα κρατικά όσο και από τα ιδιωτικά σχολεία αποφοιτούν παιδιά με όλο το φάσμα επιπέδων επιτυχίας. Από παιδιά που πηγαίνουν κατευθείαν σε πανεπιστήμια και σχολές υψηλών απαιτήσεων, μέχρι παιδιά που είναι πολύ χαμηλά στις παγκύπριες κοινές εξετάσεις. Κι αυτό παρόλο που τα ιδιωτικά σχολεία δεν εγγράφουν μαθητές με μαθησιακά προβλήματα. Μπορεί να είναι κάπως λιγότερα τα εξωσχολικά μαθήματα στα ιδιωτικά σχολεία, εκεί όμως λειτουργεί και το δεκανίκι της 13ης τάξης.
Μπάζει ο κατάλογος στην εκπαίδευση υποψήφιους που ξέρουν λιγότερα από τα χρειαζόμενα; Μα τώρα υπάρχει κανονική φοίτηση στο ΠΙ υπό την αιγίδα του Πανεπιστημίου πριν το διορισμό. Έστω κι αν είναι μόνο στη Διδακτική, ας βρουν τρόπο εξέτασης που να διαγιγνώσκει και την ικανότητα άντλησης ή ανάκλησης γνώσεων προς διδασκαλία. Δεν φαντάζομαι να αρνηθεί η Βουλή να εγκρίνει
εξετάσεις, όχι στο επίπεδο των πανεπιστημιακών σπουδών καθενός, αλλά στις γνώσεις που θα κληθεί ένας μελλοντικός εκπαιδευτικός να διδάξει μέχρι την τελευταία τάξη του Λυκείου. Όσο κι αν διαφέρουν οι σπουδές του καθενός, αυτό είναι ένα απαραίτητο μίνιμουμ. Και εδώ ο λαός, ως άμεσα ενδιαφερόμενος υπό τη γονεϊκή και την εργοδοτική ιδιότητα, έχει κάθε δικαίωμα να τρίξει τα δόντια και να επιβάλει εξετάσεις. Το αδιάβλητο μπορεί να κατοχυρωθεί με το σύστημα των εισαγωγικών και επιπλέον καθιέρωση δευτεροβάθμιας συγκριτικής αναθεώρησης, με τον ενιστάμενο να δικαιούται να ζητήσει αναθεώρηση του δικού του και οποιουδήποτε άλλου γραπτού, ορίζοντας και παρατηρητή της εμπιστοσύνης του στην επιτροπή αναθεώρησης.
Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι εδώ που έγκειται το πρόβλημα. Οι Κύπριοι εκπαιδευτικοί, ειδικά οι καθηγητές, στο σύνολο τους, και με ελάχιστες εξαιρέσεις, είναι πέραν του κανονικού προσοντούχοι, και, σε σύγκριση με τις ευρωπαϊκές χώρες, υπερτερούν σε κατάρτιση στο γνωστικό αντικείμενο. Ο λόγος είναι απλός: Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες οι μεν δάσκαλοι εκπαιδεύονται μέχρι και σε 3-4 γνωστικά αντικείμενα, όχι σε όλα, ενώ οι καθηγητές, παλαιότερα σε μεγαλύτερο βαθμό από τώρα, επέλεγαν στις σπουδές δύο γνωστικά αντικείμενα, συναφή ή και άσχετα μεταξύ τους. Μετά από αυτή την εκπαίδευση ακολουθεί μακρά παιδαγωγική εκπαίδευση με συνδυασμό κανονικής θεωρητικής φοίτησης με πρακτικές μορφές κατάρτισης που διαρκεί περίπου δύο χρόνια. Επομένως οι δικοί μας καθηγητές που σχεδόν όλοι είχαν κατά τις σπουδές τους στο ίδιο χρονικό διάστημα ένα αντί δύο κλάδους σπουδών, είναι αντικειμενικά περισσότερο καταρτισμένοι στο γνωστικό αντικείμενο τουενός κλάδου, ενώ προφανώς υστερούν σε παιδαγωγική κατάρτιση.
Επίσης οι άλλες χώρες κρατούν τα πιο προικισμένα μυαλά έξω από την εκπαίδευση μαθητών. Τα προορίζουν για έρευνα, παραγωγή νέων προϊόντων. Έχουν τομείς εργασίας που απαιτούν τα πιο γερά μυαλά. Επειδή αυτά τα φρούτα δεν ευδοκίμησαν εδώ μέχρι πρόσφατα, τα αντίστοιχα μυαλά μοιραία κατέληξαν στη μέση εκπαίδευση. Αυτό εξηγεί και την αντιπάθεια του πανεπιστημίου ειδικά για τη μέση εκπαίδευση. Από εδώ ξεκινά και ο κριτικός λόγος από τη μέση εκπαίδευση για το πανεπιστήμιο. Και το πανεπιστήμιο, αντί να δει συνολικά την κατάσταση, παιδιάστικα μαντατεύει τη μέση εκπαίδευση στον πρόεδρο.
Εκεί που υστερούν οι δικοί μας εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων είναι στην προϋπηρεσιακή κατάρτιση. Είναι ανεπαρκής τόσο για ποσοτικούς λόγους όσο και από πλευράς ιδρυματικής θέσπισης. Ένα άριστα εξοπλισμένο και λειτουργικό ΠΙ είναι αναρμόδιο. Το δικό του καθήκον της ενδοϋπηρεσιακής στήριξης είναι τεράστιο για να συνδυασθεί με την προϋπηρεσιακή κατάρτιση. Αυτή πρέπει να ανατεθεί εξ ολοκλήρου στο Πανεπιστήμιο, από όπου πλέον οι πανεπιστημιακοί μας, υπηρεσιακά και εξ οφίκιο πλέον, θα συνάψουν σχέσεις με αντίστοιχες παιδαγωγικές σχολές πανεπιστημίων άλλων χωρών σε ένα τομέα που οι προηγμένες χώρες καινοτομούν με ραγδαίο ρυθμό. Έχει ειδικά εδώ τεράστια σημασία να εναρμονιστούμε με άλλες χώρες, διότι σε μεγάλο βαθμό τα προβλήματα της εκπαίδευσης είναι κοινά και ανάγονται στην αλλαγή στη γενικότερη ψυχοδιανοητική κατάσταση των παιδιών.
Αυτή η θέσπιση θα δημιουργήσει για τον κατάλογο διοριστέων, τον υφιστάμενο ή αναθεωρημένο βάσει εξέτασης ή κατάρτισης, καινούρια δεδομένα που πιθανόν να λειτουργήσουν καταλυτικά. Χρειάζεται όμως και το Πανεπιστήμιο να πείσει την κυπριακή κοινωνία ότι είναι αντικειμενικό σε ένα τομέα που για δεκαετίες οι βουλευτές περηφανεύονται ότι δεν δέχονται αιτήματα για ρουσφέτι διορισμού. Όταν ο κύριος Πρύτανης οραματίζεται να χαλάσει ολίγον το σύστημα εισδοχής στο Πανεπιστήμιο με εξετάσεις για τα παιδιά των ιδιωτικών σχολείων, όταν παρεκκλίνει δηλαδή σε εξαιρέσεις και ειδική μεταχείριση, τότε δικαιούται η κυπριακή κοινωνία να δυσπιστεί. Από τις εμμονές ειδικής μεταχείρισης παιδιών μέχρι το πρόγραμμα δίκαιης μεταχείρισης πτυχιούχων ενηλίκων, χρειάζεται από πλευράς πανεπιστημίου αυτοκάθαρση και ένα τεράστιο οραματικό άλμα. Είναι ικανοί να αποβάλουν τις εμμονές τους και να κάνουν αυτό το άλμα οι έντιμοι πανεπιστημιακοί μας; Φοβάμαι, όχι. Διότι με τα κριτήρια που έχουν θεσπίσει καταχρώμενοι της εμπιστοσύνης με την οποία τους περιβάλλουν οι κυβερνήσεις, αντιμετωπίζουν επιφανειακά το θέμα και για να ικανοποιήσουν δικές τους ανασφάλειες, περνούν σε δικό τους άμεσο ή έμμεσο έλεγχο σχεδόν όλες τις μονάδες μοριοδότησης για διορισμό. Πράγμα ανάρμοστο με το ρόλο ενός πανεπιστημιακού ιδρύματος.
*Εκπαιδευτικός