Το Paideia-News παραθέτει αυτούσιο το υπόμνημα της ΟΕΛΜΕΚ με τις θέσεις της για το σύστημα διορισμού στην εκπαίδευση, όπως παραδόθηκε σήμερα στον υπουργό Παιδείας Κυριάκο Κενεβέζο και τα πολιτικά κόμματα
"Κύριε Υπουργέ,
Θεωρούμε ότι σήμερα σε περίοδο οικονομικής κρίσης και με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση να βρίσκεται σε εξέλιξη, άλλες θα έπρεπε να είναι οι προτεραιότητες που θα αφορούσαν άμεσα την αναβάθμιση του δημόσιου σχολείου.
Στα πλαίσια αυτά, το θέμα του Καταλόγου Διοριστέων πιστεύουμε ότι δε μπορεί να συζητείται από μόνο του, αλλά πρέπει να ενταχθεί μέσα σ’ ένα ευρύτερο σχεδιασμό με συζήτηση και άλλων θεμάτων, με στόχο την αναβάθμιση του δημόσιου σχολείου και της δημόσιας εκπαίδευσης. Τέτοια θέματα είναι η θεσμοθέτηση ενός πλαισίου επιμόρφωσης των 13.000 εκπαιδευτικών που υπηρετούν ήδη στην Εκπαίδευση, της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και της σχολικής μονάδας, τα Αναλυτικά Προγράμματα και γενικά η πορεία της Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης, το Ενιαίο Λύκειο, τα Ωρολόγια Προγράμματα, ημαθητική παραβατικότητα, οι Κανονισμοί Λειτουργίας των σχολείων κ.ά. Μερικά από αυτά τα ζητήματα θεωρούμε ότι έπρεπε να αποτελούν την άμεση προτεραιότητα του Υπουργείου σας. Πιστεύουμε ότι είναι λάθος να γίνεται προσπάθεια να προωθηθεί ένα καινούριο σχέδιο μέσα σε στενά χρονικά περιθώρια γι’ αυτό και απορρίπτουμε την πρόταση του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού ως έχει.
Θέση μας είναι ότι πρέπει να υπάρξει χρόνος ώστε να γίνει σε βάθος ένας δομημένος διάλογος και να τεθούν επί τάπητος όλα τα σοβαρά προβλήματα της εκπαίδευσης.
Εξάλλου, με βάση επίσημα στοιχεία, είναι ξεκάθαρο ότι μέχρι το 2020 οι διορισμοί που θα γίνουν θα είναι ελάχιστοι. Είναι, κατά συνέπεια, άκαιρο και εκτός σημασίας να συζητάμε αυτή τη στιγμή νέο σύστημαδιορισμού στην εκπαίδευση, αφήνοντας στο περιθώριο τα ουσιώδη ζητήματα.
Έκτακτοι - Συμβασιούχοι
Εξαιρετικής σημασίας για μας είναι η κατοχύρωση των συναδέλφων που υπηρετούν εδώ και χρόνια στην εκπαίδευση. Αυτοί πέρασαν με επιτυχία το Πρόγραμμα Προϋπηρεσιακής Κατάρτισης, το οποίο περιλαμβάνει μεταξύ άλλων, γραπτή εξέταση, κατάθεση εργασιών, τελική εργασία και ετήσια διδακτική εμπειρία, αλλά δεν είναι μόνιμοι. Δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή σε καμία περίπτωση η παραγνώριση αυτής της Εκπαιδευτικής Προϋπηρεσίας. Δεν μπορεί επίσης να γίνει αποδεκτό, τα τεράστια Κρατικά και Κοινοτικά Κονδύλια που δαπανήθηκαν για την επιμόρφωση αυτή, να θεωρηθούν ως μια ακόμη σπατάλη και άσκοπη δαπάνη.
Επιπρόσθετα, δε μπορούν να αδικηθούν έκτακτοι και αντικαταστάτες εκπαιδευτικοί που προσφέρουν για πολλά χρόνια στην εκπαίδευση.
Στα πλαίσια αυτά, εισηγούμαστε τη δημιουργία ξεχωριστού καταλόγου, ο οποίος να περιλαμβάνει τους καθηγητές / καθηγήτριες που παρακολούθησαν με επιτυχία το Πρόγραμμα Προϋπηρεσιακής Κατάρτισης, συμβασιούχους, εκτάκτους και αντικαταστάτες με αναγνωρισμένη Εκπαιδευτική Προϋπηρεσία τουλάχιστον δύο ετών, μέχρι 31 Αυγούστου 2014. Ο οποιοσδήποτε εκσυγχρονισμός του υφιστάμενου συστήματος, να ισχύσει μετά την εξάντληση αυτού του καταλόγου.
Προβληματισμό δημιουργεί η βασική πρόνοια του σχεδίου, η οποία αφορά τη διεξαγωγή γραπτών εξετάσεων, με συντελεστή μάλιστα 50 μονάδων, που θεωρείται πολύ ψηλός. Η πρόνοια αυτή θα οδηγήσει τους χιλιάδες υποψηφίους σ’ ένα έντονο ανταγωνισμό, με αποτέλεσμα να παρατηρήσουμε φαινόμενα παραπαιδείας και εκμετάλλευσης των υποψηφίων αυτών, παρόμοια με αυτά που παρατηρήθηκαν στην Ελλάδα, μετά την εφαρμογή του ΑΣΕΠ.
Εξάλλου, σε καμία επιστημονική έρευνα δεν αποδεικνύεται ότι η γραπτή εξέταση αποτελεί το καλύτερο κριτήριο επιλογής των ικανότερων εκπαιδευτικών. Παράλληλα, η διενέργεια εξετάσεων οποιασδήποτε μορφής πιστεύουμε ότι δεν αποτελεί ουσιαστικό εκσυγχρονισμό.
Επιστημονικές έρευνες αποδεικνύουν ότι η εξέταση για το πρώτο πτυχίο δίνει και γνώσεις και εμπειρίες. Η αμφισβήτηση του πρώτου πτυχίου δεν βασίζεται σε οποιαδήποτε επιστημονική μελέτη, ενώ θα αποτελέσει και μομφή τόσο για τα Πανεπιστήμια της Κύπρου όσο και για τα Πανεπιστήμια άλλων χωρών που προσφέρουν αυτά τα πτυχία.
Ακόμη και το σύστημα της Φινλανδίας, χώρα που η Κύπρος επικαλείται ως παράδειγμα, επιλέγει τους εκπαιδευτικούς του με παιδαγωγικές μεθόδους και όχι με εξετάσεις.
Επιπρόσθετα και στις Κάτω Χώρες της Ευρώπης, τα σχολεία εφαρμόζουν τις δικές τους διαδικασίες, σ’ ό, τι αφορά την πρόσληψη του διδακτικού προσωπικού.
Γνωρίζετε πολύ καλά ότι ο εκπαιδευτικός καλείται, κατ’ εξοχήν, να δώσει αγωγή, να διαπλάσει το μέλλοντα πολίτη. Και οι προς τούτο απαιτούμενες ιδιότητες προηγούνται και υπερέχουν των επιστημονικών γνώσεων. Ως εκ τούτου γεννιούνται, εν προκειμένω, τα ακόλουθα ερωτήματα όπως τα θέτει και ο καταξιωμένος εκπαιδευτικός Γ. Χατζηκωστής:
α). Με τι είδους εξέταση θα διαπιστωθεί η αγάπη του εκπαιδευτικού για το παιδί, που είναι η ύπατη του ιδιότητα, η ύπατη αρετή του δασκάλου, προϋπόθεση όλων των άλλων;
β). Με ποιο τρόπο θα διαπιστωθεί η ευσυνειδησία του;
γ). Με ποια εξέταση θα διαφανεί η ικανότητά του να δημιουργεί το απαραίτητο στην τάξη μαθησιακό κλίμα;
δ). Πώς θα διαπιστωθεί η μεταδοτικότητά του;
ε). Με ποια εξέταση θα βεβαιωθεί η αντικειμενικότητά του και η ίση αντιμετώπιση όλων των παιδιών;
στ). Με ποιο τρόπο θα διαπιστωθεί το πνεύμα συνεργασίας του με τους συναδέλφους του και τη διεύθυνση του σχολείου;
ζ). Πώς θα διαφανεί η προσήλωσή του στην εφαρμογή των σχολικών κανονισμών;
η). Πώς θα διαφανεί η μετριοπάθειά του, η πραότητά του και η βεβαιότητα ότι δεν έχει αυταρχικό χαρακτήρα;
θ). Με ποια εξέταση θα διαπιστωθεί ότι διαθέτει το πνεύμα προσφοράς πέρα από τις τυπικές υποχρεώσεις που απορρέουν από τα «σχέδια υπηρεσίας» της θέσης του;
ι). Με τι είδους εξέταση θα διαφανούν η ευστροφία του στο χειρισμό προβλημάτων στην τάξη και οι αντοχές του, η αυτοσυγκράτηση, η ψυχραιμία στην αντιμετώπιση κρίσιμων στιγμών εντάσεως είτε στην τάξη είτε στην ευρύτερη σχολική μονάδα;
Αν το ΥΠΠ μπορεί να οργανώνει εξετάσεις, με τις οποίες να διαπιστώνει όλα τα πιο πάνω, τότε με βεβαιότητα θα μπορεί να επιλέγει για τα σχολεία τους καλύτερους εκπαιδευτικούς. Καμιά εξέταση, όμως, γραπτή ή προφορική, δε μπορεί να διαπιστώσει όλα αυτά, και άλλα ακόμα, που πρέπει να αποτελούν την προσωπικότητα του εκπαιδευτικού. Αυτά μπορούν να διαπιστωθούν μόνο «επί το έργον», εμπράκτως.
Σ’ ό,τι αφορά την προϋπόθεση για κατοχή Πιστοποιητικού Παιδαγωγικής Κατάρτισης, για να έχει το δικαίωμα κάποιος υποψήφιος να παρακαθίσει στις εξετάσεις, είναι πεποίθησή μας ότι αυτό αποτελεί ακόμη μια προσθήκη σε μια παραοικονομία των εκατομμυρίων ευρώ που θα πλήξει πολλές οικογένειες.
Γενικά, διαπιστώνεται ότι δικαίωμα στην εγγραφή των νέων καταλόγων, θα έχουν πλέον όσοι έχουν την οικονομική δυνατότητα να συγκεντρώνουν ποικίλους τίτλους σπουδών και να προετοιμάζονται καλύτερα για τις εξετάσεις.
Καλούμε το ΥΠΠ να καταθέσει οποιαδήποτε οικονομικοτεχνική μελέτη που θα συγκεκριμενοποιεί ή θα αποδεικνύει πόσο θα στοιχίσει στοκράτος ή και στους ίδιους τους υποψηφίους η εφαρμογή του σχεδίου που προτείνει.
Σε ό,τι αφορά τα κριτήρια κατάταξης των υποψηφίων, διαπιστώνουμε ότι δημιουργούνται σοβαρές στρεβλώσεις:
Για παράδειγμα:
Το σημερινό σύστημα διορισμού είναι δίκαιο και παρά τις οποιεσδήποτε αδυναμίες του, αποκλείει το ρουσφέτι, το οποίο είναι αναντίλεκτα η μάστιγα της κυπριακής κοινωνίας και την οποιαδήποτε κομματική ή άλλη παρέμβαση.
Επειδή,ωστόσο,αναγνωρίζουμε τα σοβαρά προβλήματα που υπάρχουν, καταθέτουμε τις θέσεις μας για τον εκσυγχρονισμό του:
1). Να καταργηθεί το κλειστό έτος και αν ένας υποψήφιος αποκτήσει προσόντα ή αναγνωρισμένη εκπαιδευτική προϋπηρεσία να έχει τη δυνατότητα να ανεβαίνει στον κατάλογο, ανεξαρτήτως του έτους που αποκτά το πτυχίο του.
2). Να καθοριστεί ανώτερο όριο ηλικίας αναμονής και όσοι το ξεπερνούν να διαγράφονται από τους Καταλόγους Διοριστέων.
3). Όσοι κατέχουν μόνιμη θέση ή διορίζονται μόνιμα στη Δημόσια Υπηρεσία και σε Ημικρατικούς Οργανισμούς με τις αντίστοιχες κλίμακες των εκπαιδευτικών να διαγράφονται από τους Καταλόγους Διοριστέων.
4). Να αναβαθμιστεί το Πρόγραμμα Προϋπηρεσιακής Κατάρτισης ώστε να γίνεται ακόμη καλύτερη και αυστηρότερη επιλογή των υποψηφίων.
5). Να εφαρμόζεται αυστηρά η σχετική νομοθεσία για τους επί δοκιμασία εκπαιδευτικούς και την αξιολόγησή τους, με σκοπό την επάρκειά τους προς μονιμοποίηση.
Με τις εισηγήσεις μας αυτές πιστεύουμε ότι στους Καταλόγους θα εγγράφονται μόνο όσοι πραγματικά ενδιαφέρονται να εργαστούν στη δημόσια εκπαίδευση, θα συνεχίσει να αποκλείεται το ρουσφέτι και η οποιαδήποτε παρέμβαση και τέλος θα επιλέγονται αυτοί που πραγματικά έχουν ικανότητες να διδάξουν, να μορφώσουν τα παιδιά μας και να διαπλάσουν χαρακτήρες και προσωπικότητες που θα χρησιμεύσουν στην αυριανή Κυπριακή κοινωνία.
Ιεραρχώντας τις σημαντικότερες θέσεις μας, σας τις υποβάλλουμε και γραπτώς και αναμένουμε να ορίσετε συνάντηση με τη Γραμματεία της ΟΕΛΜΕΚ για συζήτηση του θέματος, όπως άλλωστε ήταν και η δέσμευσή σας, η οποία καταγράφηκε στην επιστολή σας προς την ΟΕΛΜΕΚ, ημερομηνίας 18 Οκτωβρίου 2013.
Ο Πρόεδρος Ο Γεν. Γραμματέας
Θέμης Πολυβίου Δημήτρης Ταλιαδώρος"
Λευκωσία, 25 Οκτωβρίου 2013