ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ*
Βιάζεστε, το ξέρω. Να κλείσει το θέμα. Να πάτε παρακάτω. «Είμαστε, λέει, το παρατράγουδο στα ωραία άσματα».
Όταν μπήκαμε στην κορύφωση της κρίσης του εκπαιδευτικού μας συστήματος, δυο μήνες και κάτι, πριν, βρήκαμε μπροστά μας όλη την «Εθνική Κύπρου». Αυτούς που αποτελούνε τον εθνικό κορμό. Αυτούς, που κρατάν την τύχη μας στα χέρια τους. Έναν υπουργό παιδείας απόμακρο, εντολοδόχο άλλων κέντρων, έξω από την εκπαίδευση, λες και δεν βγήκε από τα σπλάχνα της. Τον αρχηγό του κυβερνώντος να μας μιλά με απαξίωση και χλευασμό, τον κυβερνητικό εκπρόσωπο ν’ απειλεί και να εκβιάζει, τον υπουργό οικονομικών να προσπαθεί να μας πείσει πόσο καλό είναι το ιδιωτικό και πόσο σκάρτο το δημόσιο σχολείο. Είδαμε κι’ ακούσαμε ακόμη τον Αρχιεπίσκοπο «πατρικά» να μας απειλεί, τον τέως υπουργό παιδείας ως μάρτυρα των άτυπων ή μυστικών συναντήσεων να επιβεβαιώνει, κάτι σαν έσωθεν και έξωθεν καλή μαρτυρία και τέλος, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με τεντωμένο δάκτυλο και φρύδι ανασηκωμένο.
Φαντάζατε γίγαντες, ανίκητοι. Σαν να ήτανε αντίκρυ μας ο Γολιάθ, και μεις με τη σφεντόνα. Μια σφεντόνα κρυμμένη στην τσέπη μας, από τα παιδικά μας χρόνια. Τότε, που φοιτούσαμε στο δημόσιο δημοτικό, στο δημόσιο γυμνάσιο. Μεγαλώσαμε! Στη φτώχεια. Μάθαμε ν’ αγαπάμε τη ζωή, τον άνθρωπο, τις αξίες τους. Σπουδάσαμε. Δουλειά και πανεπιστήμιο μαζί. Το κάνατε ποτέ αυτό κ. Υπουργέ των οικονομικών. Δουλειά και Σχολή ταυτόχρονα; Μα τι λέω; Σάς ακούγεται σαν παραμύθι του Άντερσεν. Παλεύαμε στα φοιτητικά αλώνια. Έπρεπε να ισορροπούμε και ως άνθρωποι.
Έτυχε να έχουμε άλλες καταβολές. Έτσι αγαπήσαμε πιότερο τη ζωή, τον εργαζόμενο, τον αδικημένο.
Θυμάμαι. Αρχές της δεκαετίας του ’80, πήγα για σπουδές στην Αθήνα, έπιασα δουλειά σε μια οικοδομή, πάροδος Πατησίων στην Αθήνα. Τέλος εβδομάδας. Πρώτος μισθός. Χάλασα ένα εκατοστάρικο (100 δραχμές), ανηφορώντας πεζός την Πανεπιστημίου. Το μοίρασα διαδοχικά σε 4-5 άστεγους. Δεν θ’ άλλαζα, σίγουρα, τον κόσμο έτσι, με πέντε δραχμές στο ταγάρι ζητιανιάς του άστεγου. Το ήξερα. Ούτε με ευχές, ούτε μόνο με προσευχές, αλλάζει ο κόσμος. Ήθελα από καιρό να το κάνω. Δεν μπορούσα. Κάθισα σ’ ένα παγκάκι. Ήπια ένα καφέ και μετά κατευθείαν στο μάθημα…
Και σήμερα βρήκαμε μπροστά μας εσάς. Ω Θεέ μου, τι ειρωνεία!!! Εσάς! Να μας απαξιώνετε. Και εμάς και τη δουλειά μας. Και το σχολείο μας. Το Δημόσιο. Ξέρετε, μάς χωρίζει άβυσσος. Εσείς μάθατε ν’ αρπάζετε, να μην υπολογίζετε κανένα. Εσείς ο νόμος, εσείς και ο παρα-νόμος. Το κράτος είμαι ΕΓΩ. Εμείς μάθαμε να αντιστεκόμαστε. Γίναμε καχύποπτοι. Συγνώμη. Δεν το θέλαμε. Εσείς μας αναγκάσατε. Έτσι μάθαμε και τα παιδιά μας. Να ’ναι υποψιασμένα. Το ίδιο μαθαίνουμε και στους μαθητές μας. Να έχουν κριτική σκέψη. Ν’ αμφισβητούν. Να αμφισβητούν όλους και όλα. Να αμφισβητούν και τις εξουσίες. Αυτό - ίσως – σας φοβίζει περισσότερο. Τους μαθαίνουμε να είναι δημοκράτες. Να έχουν άποψη. Να μην ανέχονται να τους κυβερνούν αλαζόνες, αυταρχικοί, καιροσκόποι και τυχοδιώκτες.
Βιάζεστε να κλείσετε το θέμα. Έχουν κοπάσει οι χαρακτηρισμοί σας, οι απειλές σας, τα κοσμητικά επίθετα που μας στολίζατε. Τώρα, απλώς βιάζεστε. Βγήκατε από τα χρονοδιαγράμματα σας. Κάνατε τις λογιστικές σας πράξεις. Δεν βγαίνετε! Θέλετε κ’ άλλα. Είναι και ζήτημα γοήτρου. Ολόκληρο Συνεργατισμό και τον αφανίσατε εν μια νυκτί. Ποιοι είναι αυτοί που αντιστέκονται δυόμισι μήνες; «Κι οι εξεγέρσεις μας είναι εν γένει εκτός του κλίματος», σκεφτήκατε.
Όποια και να’ ναι η εξέλιξη αυτής της ιστορίας, σίγουρα δεν θα είναι το τέλος της. Το τοπίο έχει πια αλλάξει. Δημιουργούμε τους δικούς μας καιρούς. Τίποτε δεν είναι όπως πριν. Παλεύουμε από ισχυρότερες θέσεις. Τώρα σας ξέρουμε καλά. Σας έχουμε καλά μελετήσει. Ο χώρος της παιδείας είναι γεμάτος, πια, από αναχώματα. Θα μας βρίσκετε συνεχώς μπροστά σας!
*Πρώην Πρόεδρος ΟΕΛΜΕΚ