Βιβλιοκριτική: «Το Κώμα», του Κυριάκου Δημητρίου


ΤΗΣ ΝΑΥΣΙΚΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ*

Ο Κυριάκος Δημητρίου, ήδη απ’ τα προηγούμενα τρία έργα του («Το Χειρόγραφο», «Τρεις μήνες και μια μέρα», «Άνθρωποι στο Βαγόνι») μας μυεί σε μια λογοτεχνική γραφή που μας προκαλεί ν’ αναμετρηθούμε με τον εσωτερικό μας κόσμο. Η περιγραφική δεινότητα του συγγραφέα, ο ευρηματικός τρόπος αφήγησής του σε κάθε νουβέλα ή διήγημά του, καθιστά τον αναγνώστη ένα ταξιδευτή σε αλλοτινούς τόπους και χρόνους, προκειμένου να βιώσει τους ψυχικούς κραδασμούς των χαρακτήρων που «ζωντανεύουν» στην αφήγηση, τις φοβίες, τα πάθη, την ελπίδα, τα διλήμματα και τις ιδέες τους.

Ο συγγραφέας αριστοτεχνικά καταδύεται κάθε φορά στη μυθιστορία –μια ανοιχτή θύρα για κάθε αναγνώστη- προκειμένου να γίνει κατορθωτή η ανάβαση σε μια ρεαλιστική απεικόνιση του κόσμου, με μια θέαση, πλέον, φιλοσοφική. Διδακτισμό δεν θα βρεις σ’ αυτά τα έργα. Μια ειρωνεία, μάλλον, κι ένα φανό για «να παρατηρείς τα πάντα με πνεύμα γαλήνιο».

«Το Κώμα» (Αθήνα, εκδόσεις Πορεία, 2017) είναι μια τραγικά επίκαιρη νουβέλα που «ξεκλειδώνει» τη φαινομενικά αινιγματική εποχή μας, όπου ενισχύονται τα άκρα, αναθαρρεύει ο φανατισμός, θολώνουν τα όρια και εντείνονται τα ηθικά και φιλοσοφικά διλήμματα.

Η νουβέλα συνιστά μια σπονδυλωτή ανάδρομη αφήγηση σε τριάντα τρεις ενότητες, που αποτελούν βιωματικές αναπαραστάσεις του πρωταγωνιστή, Λέναρντ Μάισνερ. Ο Μάισνερ, Γερμανός γιατρός στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, στο Νταχάου, με εντολή να ειδικευθεί στην έρευνα της ευγονικής, διενεργεί από το 1938 πειράματα σε ζωντανούς Εβραίους, υπηρετώντας την «ανωτερότητα της φυλής», κι ένα «ευγενή σκοπό», όταν ξαφνικά καταρρέει και πέφτει σε κώμα.

Στην Πανεπιστημιακή Κλινική του Μονάχου, όπου νοσηλεύεται τον Μάιο του 1942, κανείς δεν μπορεί να καταλάβει ότι ακροάζεται τα πάντα, ούτε ακόμη κι η ίδια του η μάνα, που όπως κι οι γιατροί, τον θεωρεί κλινικά νεκρό. Στην ένατη ενότητα διαβάζουμε ότι δέκα μέρες βρίσκεται σε κώμα, και πως δεν πρόκειται να επανέλθει.

Στις τριάντα τρεις ενότητες του έργου ο Μάισνερ ανακαλεί μνήμες απ’ τη γέννησή του μέχρι και το θάνατό του, που επέρχεται αφότου οι γιατροί έχουν αποσυνδέσει τη μάσκα οξυγόνου. Στις ενότητες, που χρονικά είναι ανορθόδοξα βαλμένες και θυμίζουν εκκρεμές που ταλαντεύεται μπρος - πίσω στο χρόνο, οι μνημονικές αναπαραστάσεις του πρωταγωνιστή, λαμβάνουν υπόσταση με τη σχεδόν ποιητική γραφή του Δημητρίου, κι αναβλύζουν μυρωδιές, ξεχύνουν ήχους, χρώματα, γίνονται συγκινήσεις, ψυχικές μεταπτώσεις, παίρνουν τη μορφή της μάνας, του πατέρα, της συντρόφου, γίνονται η αίσθηση κι ο πόνος του νεογέννητου την ώρα που το αποκόβουν τον ομφάλιο λώρο... «Γιατί κλαίω; Αρνούμαι να κλάψω. Σαράντα εβδομάδες ήμουνα σπόρος κι έγινα καρπός, μα θέλω να μείνω στο δέντρο, μην αποκόψετε τη γέφυρα, λιγοψυχώ, κρατήστε τον ομφάλιο λώρο […]. Τι γλυκιά αρμυράδα που έχει το πρώτο γάλα από το βυζί της μάνας! Έτσι, η μυρωδιά της μάνας θα παραμείνει παντοτινά μέσα μου, στο πρώτο γάλα» (σελ. 25).

Πότε οι μνήμες του πρωταγωνιστή μοσχοβολούν σοκολατένια μπισκότα και καραμελωμένα καρύδια, κάποια Χριστούγεννα ιδωμένα με παιδικά αθώα μάτια και πότε μυρίζουν χλωροφόρμιο, χημικές ουσίες κι ανθρώπινες σάρκες, στο Νταχάου. Πότε ευωδιάζουν απ’ τ’ ανθισμένα μαλλιά της συντρόφου του, γίνονται πρελούδιο ενός αληθινού έρωτα και πότε λαμβάνουν τη μορφή του θανάτου και του πένθους για την απώλειά της:

«Απόψε Άννα, σ’ αγαπώ όσο ποτέ δεν αγάπησα, το φλογερό σου σώμα, την ακατέργαστη προσευχή σου, τα διψασμένα σου χείλη, τη λάμψη των ματιών σου, την καλοσύνη του δακρυσμένου μαξιλαριού σου. Απόψε, Άννα, πνίγομαι. Έγινε η γη ένα πιθάρι λάσπη κι ανοίγουμε τρύπες να σωθούμε – άνθρωποι μικροί σαν μαύροι μέρμηγκες. Ονειρεύομαι πως θ’ αποδράσω από αυτή τη φυλακή, μα πρέπει να γίνω μέρμηγκας, ν’ ανοίξω μια τρύπα στο πιθάρι. Απόψε, Άννα, θα ενδυθώ τα παλιά μου ρούχα, μ’ αυτά που μ’ έντυσε η μάνα μου προτού κινήσω για το μακρινό ταξίδι με προορισμό τη Δρέσδη. Θ’ ανεβώ κρυφά στον λόφο με τη στέρνα και τα φεγγάρια –κρυφά σαν τον κλέφτη, μη με δει κανείς να ερωτοτροπώ με τη φεγγαροσκεπή και με πει δειλό» (σελ. 55).

Με τη χρήση της χρονικής ανακολουθίας ο συγγραφέας κατορθώνει να αποτυπώσει τις διακυμάνσεις στην ανθρώπινη συμπεριφορά και τη μεταλλαγή απ’ την παιδική αθωότητα, σε μια αλλοτριωμένη ενήλικη ύπαρξη, που υποτάσσει τον νου «στην ιερή αποστολή» του ναζισμού. Στις ενότητες όπου ο πρωταγωνιστής αυτο-εξιστορεί τις παιδικές του αναμνήσεις, ομιλεί με πουλιά, ζώα και ψάρια, σε αποσπάσματα που τα χαρακτηρίζει έντονος λυρισμός. Αργότερα, καθώς ενηλικιώνεται κι αποξενώνεται απ’ την αθωότητα και τη συμπόνια, απουσιάζει η αρμονική αυτή σχέση με τη φύση.

Οι ποικίλες εναλλαγές που ενυπάρχουν στα κείμενα αποτυπώνουν, επίσης, τις αντιφάσεις στην ψυχοπνευματική κατάσταση του ανθρώπου. Σε μια απ’ τις ενότητες ανακαλεί στη μνήμη του ένα περίπατο με την αθώα Άννα, τη σύντροφό του, στην παλιά πόλη της Χαϊδελβέργης: «Κάποτε», μου λες, «σ’ αυτή τη πλατεία θανάτωναν τις μάγισσες, τους αιρετικούς και τους εγκληματίες» Τώρα είναι όλα τόσο ήρεμα… «Αυτά τα φρικιαστικά βασανιστήρια είναι δημιούργημα του ανθρώπου – ενός νοσηρού μυαλού, μιας διεστραμμένης φαντασίας; Κρεμάλες, δακτυλοσφίχτες, αποκολλητές οργάνων, τα παλούκια, η πυρά, η Σιδηρά Κόρη – ένα σαρκοφαγικό κουβούκλιο που έμοιαζε κατά τραγική ειρωνεία, με γυναικεία μορφή. Γιατί είναι τόσο σκληροί οι άνθρωποι, Λέναρντ; Δεν μας έκανε όλους ένας Θεός; […] Γιατί φυτρώνει τόσο μίσος στην ψυχή του ανθρώπου; Πού βρίσκει το σαπρόχωμα και βλασταίνει;» (σελ. 27).

Βαθμιαία επέρχεται η αλλοτρίωση, το δαιμονικό, άλλωστε, στοιχείο ενυπάρχει μαζί με το αγγελικό, η βαρβαρότητα κατισχύει και συντρίβονται οι καθαγιασμένες αξίες: «Ο σκοπός είναι υπεράνω των ηθικολογικών μας μικροαντιλήψεων και της καχεκτικότητα του πνεύματος που λιποψυχεί. Ο νους πρέπει να υποταχθεί στην ιερή αποστολή, να καθυποτάξει την υποδουλωτική τυχαιότητα, ν’ αφορίσει την αποχαυνωτική δειλία, τις ετερόκλητες επιθυμίες, δυσθυμίες, βαρυθυμίες – να  χαλιναγωγήσει τα ευτελή πάθη, ν’ απελευθερωθεί από την κίβδηλη έννοια της ελευθερίας του ατόμου […]. Η πειθαρχία, η βούληση για πειθαρχία η κατάφαση στην υπέρτατη ελευθερία είναι η υψηλότερη αρετή. Να υψωθείς πάνω από τον εαυτό σου, να δημιουργήσεις το ακατάλυτο, την αθανασία, να εκτελέσεις τη θυσία στους προγόνους σου […] ν’ ανασκευάσεις τον ξεπεσμένο κόσμο, έναν μεταβατικό κόσμο που βρομάει αποσύνθεση και βούρκο με τη φωτιά και το τσεκούρι – να γίνεις Θεός» (σελ. 45).

Σταδιακά, η αφήγηση όπως έχει δομηθεί προετοιμάζει τον αναγνώστη για την ανατριχιαστική αναπαράσταση της «Λιτανείας των Ψυχών» στο Νταχάου, όπου ο πρωταγωνιστής έρχεται αντιμέτωπος με τα αποτελέσματα των νοσηρών πειραμάτων του: «Έγινε η διαλογή, κάθε δαίμονας από εσάς πήρε τα κομμάτια του και τα οδήγησε στο θάνατο Εσείς στεκόσασταν χαμογελαστός, ικανοποιημένος, μ’ ένα ξύλινο ραβδί στο χέρι, και διαλέγατε από το πλήθος τη δική σας ομάδα που μυρμήγκιαζε από τον τρόμο. Είχατε εντολή να ειδικευθείτε στην έρευνα της ευγονικής. Εγώ είχα καστανά μάτια, μα –αλίμονο- κατάξανθα μαλλιά και λευκό δέρμα. Πώς γινόταν αυτή η τερατογένεση; Αυτό ήταν το ερώτημά σας. Το εγχείρημά σας ήτανε ν’ αλλάξετε το χρώμα των ματιών μας να γίνουν γαλανά. Δοκιμάσατε σ’ εμένα μεταγγίσεις αίματος μεταμοσχεύσεις, στο τέλος μου τραβήξατε τα μάτια με μια τσιμπίδα χωρίς αναισθητικό και μου κάνατε μια ένεση στην καρδιά, για να μην υποφέρω άλλο…». (σελ. 103). «Μα δεν θα ήταν άσπλαχνο να σ’ αφήσω να ζήσεις; Σακάτισσα, η φλόγα της ψυχής σου έσβησε..» (σελ. 104).

Ο ένας πίσω απ’ τον άλλο οι ψυχές, τα σώματα των οποίων σακάτεψε, κατακλύζουν το δωμάτιο και απαιτούν λύτρωση μέσα απ’ τη συγχώρεση που θα ζητήσει ο δήμιός τους. Ο Μάισνερ, όμως, παραμένει ως το τέλος ανάλγητος κι αμετανόητος: «Ωστόσο εσείς απαιτείτε τη μετάνοιά μου, για να λυτρωθείτε, όχι για να λυτρωθώ; Υποκριτές! Είναι τρομακτικός ο λόγος σας, περιπαθής. Κοιτάξτε γύρω σας, είστε θνητοί. Πώς θα υπερβούμε τη θνητότητα; Παντού ο θάνατος είναι χαραγμένος στα σύνορα της ζωής, η γης είναι βαμμένη μονίμως με αίμα, χαραγμένη πηγές. Η ιεραρχία διέπει την εγκόσμια τάξη. Η τάξη διέπει το χάος. Από το χάος ξεπετιέται η φλόγα κι εξαγνίζει τον κόσμο» (σελ. 113).

Ο αναγνώστης δεν θα μπορούσε ν’ αντέξει τη φρίκη της λιτανείας των ψυχών στο Νταχάου εάν ο συγγραφέας δεν άφηνε το κείμενο πού και πού να «ξεθυμαίνει» με ένα διάχυτο λυρισμό. Πέραν από κάθε βεβαιότητα, όμως, το έργο είναι βαθύτατα ρεαλιστικό. Τόσο, όσο και τα παραθέματα απ’ το έργο του Αδόλφου Χίτλερ («Ο Αγών μου»).

Μέσα σε περίπου εκατό σελίδες ο συγγραφέας ανατέμνει την ανθρώπινη φύση και τον τρόπο που η σύγκρουση και η βαρβαρότητα ενυπάρχουν στην ιστορική πορεία της ανθρωπότητας. Ο Δημητρίου ζωγραφίζει στον πίνακα του κόσμου τον χομπσιανό βίο, δεν παρηγορεί, δεν επιδιώκει να προσφέρει αυταπάτες. Οι μνήμες του Λέναρντ είναι οι μνήμες ολονών, είναι οι μνήμες μιας εντέλει αμετανόητης ανθρωπότητας που υπνώττει και το λίπασμα του επόμενου κύκλου που θα αποτελέσει, άραγε, ένα επερχόμενο φασισμό;

Οι ψυχικές μεταπτώσεις και οι κραδασμοί διαγράφονται γλαφυρά στη νουβέλα, όπως και τα ηθικά και φιλοσοφικά διλήμματα. Κι αυτή τη νουβέλα, όπως και τις προηγούμενες, τη διατρέχουν μεταφυσικά υπαρξιακά ερωτήματα, όπως το άπειρο του σύμπαντος και η θνητότητά μας, ο χρόνος και ο θάνατος, πάντα ο θάνατος, η αθανασία των ιδεών, ο ρόλος της θρησκείας, το ζήτημα της ευθανασίας. Ως μας έχει συνηθίσει ο συγγραφέας ενσταλάζει στο κείμενο μαεστρικά κι αβίαστα θραύσματα φιλοσοφίας και λογοτεχνίας: Έντγκαρ Άλαν Πόε, Νίτσε, Σοπενχάουερ, Οι Άθλιοι του Β. Ουγκώ, Σαίξπηρ και περικοπές απ’ το Ευαγγέλιο.

Μελλοντικά αξίζει να εξετάσουμε λιγάκι πιο προσεκτικά την εικόνα της γυναικείας μορφής, όπως σκιαγραφείται στο έργο του Κυριάκου Δημητρίου, απ’ τη δημιουργία της γέννησης, το ημέρεμα του φιλιού της μάνας, στο ερωτικό σκίρτημα με την σύντροφο, στην μορφή της γιαγιάς, την απώλεια, στην εναγώνια κραυγή (μόνο που δεν είναι εσταυρωμένος) «Μητέρα, γιατί, μητέρα, γιατί μ’ εγκαταλείπεις;». Φαίνεται να υπάρχει μια αλληγορία που ακόμη δεν ξεκαθάρισε.

«Το Κώμα» του Κυριάκου Δημητρίου, καθηλωτικό και ενδοσκοπικό, θέτει ένα καθρέφτη μπροστά στα μάτια μας για ν’ αντικρύσουμε τον μέσα κι έξω κόσμο μας. Μια ανορθόδοξη διαδρομή απ’ το κολαστήριο του Νταχάου στη μήτρα της μάνας μας και πίσω ξανά εκεί που ξεβράστηκαν ψυχές, κι ηττήθηκε η Δύση. Ένα Νταχάου, που σύμφωνα με τη θεώρηση του συγγραφέα για την ανθρώπινη φύση, πάντα θα επιστρέφει στον κόσμο μας μέσα από ευγενικά προσωπεία, «ευγενείς» στόχους κι αλλοτριωμένες, κι αμετανόητες υπάρξεις: Θα ξανάρθω, υπόσχομαι, θα ξανάρθω (σελ. 122). Ένας κύκλος που επαναλαμβάνεται αέναα σε μια απέθαντη χρονολογία: «Όλα διαγράφουν τον κύκλο τους, ο άνεμος, ο ήλιος, τα ψαροπούλια, οι θάλασσες, τα ζώα, ο άνθρωπος. Είμαστε το λίπασμα του επόμενου κύκλου» (σ. 22-23).

*Υπ. Διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης, στο Πανεπιστήμιο Κύπρου




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










177