ΤΟΥ ΑΙΜΙΛΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ*
Στη Δημοτική εκπαίδευση η φετινή σχολική χρονιά άρχισε και συνεχίζεται με την εξαγγελία και την προώθηση ενός νέου στοιχείου στο διδακτικό έργο, των δεικτών επιτυχίας και επάρκειας οι οποίοι συνοδεύτηκαν από επιτακτικές υποδείξεις για τη σπουδαιότητα αυτού του νέου στοιχείου με στόχο την συμπλήρωση ενός μεγάλου κενού στην επίδοση των σχολείων μας. Το θέμα εξελίχτηκε αρχικά τουλάχιστον σε μυστηριώδη γρίφο αφού, παρά τις προσπάθειες των εμπλεκομένων, η σύγχυση για το περιεχόμενο γινόταν ολοένα και μεγαλύτερη.
Οι δείκτες επιτυχίας φαίνεται καταληκτικά να είναι περίπου ο σκοπός ή οι σκοποί κάθε γνωστικού αντικειμένου, τους οποίους στα πλαίσια της διδασκαλίας – μάθησης σχεδόν αυτονόητα, κάθε εκπαιδευτικός γνωρίζει ότι υφίστανται ως προοπτική από τα πρώτα του βήματα στη διδασκαλία – μάθηση. Για τους δείκτες επάρκειας, ανάμεσα σε πολλές αποφάσεις, διαφαίνεται πως μάλλον πρόκειται για τους καθημερινούς στόχους μαθήματος στο πλαίσιο της διδακτέας ύλης και με αναφορά στις βασικές – πυρηνικές γνώσεις. Παρά την επιφύλαξη για το συμπέρασμα αυτό,αφού υπάρχει φοβερή πολυσημία και άπειρες αντιθέσεις και αντιφάσεις για το τι είναι τελικά οι δείκτες επιτυχίας και επάρκειας, μπορούμε να πούμε ότι τελικά δεν είμαστε μπροστά σε καμιά καινοτομία.
Παρά την εκτεταμένη διαφήμιση και προβολή ως μια σύγχρονη διάσταση προστιθέμενης αξίας στη δημόσια εκπαίδευση, διαφαίνεται πως μάλλον πρόκειται για ένα εγχείρημα εντυπώσεων το οποίο προκάλεσε εκτεταμένη σύγχυση και πολυεπίπεδη αναστάτωση στους εκπαιδευτικούς. Όπως μάλιστα συνέβηκε αρκετές φορές ένας αριθμός παραγόντων είδαν στους δείκτες επιτυχίας – επάρκειας το νέο εκπαιδευτικό θαύμα. Ειδικά σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, έχοντας εξουσία, έγιναν καταπιεστικοί ώστε να καθιερωθούν στους εκπαιδευτικούς προγραμματισμούς οι δείκτες με αποτέλεσμα, πολλές φορές τα πράγματα που ζητούν ή προτείνουν να είναι περίπλοκα και δυσνόητα για να τα ακολουθήσει ο εκπαιδευτικός.
Οφείλουμε να αναφέρουμε ότι σε κάποια γνωστικά αντικείμενα όπως τα μαθηματικά υπήρξε εξορθολογισμός, καλά αντανακλαστικά και το θέμα «δείκτες» μπήκε σε ένα φυσιολογικό επίπεδο εξέτασης και διερεύνησης. Η επιτομή της ασάφειας είναι την τρέχουσα στιγμή το γλωσσικό μάθημα. Εάν η όποια ανάγκη προώθησης των «δεικτών» ως νέα ορολογία είναι απροσπέλαστη θα έπρεπε με απλά λόγια και χωρίς πομπώδης γλωσσολογικούς ορισμούς να προσδιοριστεί, εάν πραγματικά υπάρχει, ένα πλαίσιο λειτουργίας και ανταπόκρισης.
Εύρημα των ημερών, όταν υποβάλλεται το ερώτημα τι είναι αυτό που θέλετε από τον δάσκαλο, είναι η καταφυγή στην αξία του διαλόγου και αναμένεται ανατροφοδότηση από τον κλάδο. Χωρίς να έχει επιτευχθεί η επεξήγηση και η κατανόηση το θέμα της ανατροφοδότησης μόνο ως βολική υπεκφυγή θα μπορούσε να θεωρηθεί. Από την άλλη σίγουρα, εάν οι δείκτες αποδειχτούν ένα πυροτέχνημα, θα φταίνε και πάλι οι εκπαιδευτικοί που δεν κατανόησαν, δεν συνεργάστηκαν, δεν ήθελαν …
Εάν θα έπρεπε, με κάθε επιφύλαξη, να μπει ένα πλαίσιο επιτυχίας – επάρκειας αυτό θα έπρεπε ίσως να ορίζεται σ’ ένα συγκεκριμένο πλαίσιο κατευθύνσεων του αναλυτικού προγράμματος ανά γνωστικό αντικείμενο με ιδιαίτερη σπουδή στην αντιμετώπιση παρανοήσεων και όχι ν’ απαιτείται από τον δάσκαλο να το πράξει αυτό. Όμως και πάλι αυτό δε θα αποτελούσε μια προτεραιότητα ούτε μια ουσιαστική προώθηση σε κάτι που λείπει.
Τα δημόσια δημοτικά σχολεία αυτή τη στιγμή δοκιμάζονται από μια σειρά ζητημάτων καθημερινής επιβάρυνσης για τα οποία ο εκπαιδευτικός κόσμος δεν βλέπει ουσιαστικά μέτρα και καινοτομίες. Το σοβαρό θέμα της πρώιμης παραβατικότητας, οι πολλαπλές εκδοχές των συμπεριφοριστικών προβλημάτων στα παιδιά, η στήριξη και ένταξη των αλλόγλωσσων παιδιών, οι λειψοί τρόποι ενίσχυσης παιδιών στην αντιμετώπιση μαθησιακών προβλημάτων, η υποστελέχωση της υπηρεσίας εκπαιδευτικής ψυχολογίας είναι μόνο κάποιοι από τους άλλους «δείκτες επάρκειας» ή «δείκτες επιτυχίας» της εκπαιδευτικής μας πραγματικότητας.
Προσθετικά, μέσα σ’ αυτά, υφίσταται και η κρίση την οποία διέρχεται τα τελευταία χρόνια η κυπριακή οικογένεια που μαζί με την υποτροπή και άλλων κοινωνικών θεσμών φορτώνεται στο σχολείο ακόμα ένα πρόσθετο βάρος για το οποίο, σε επίσημο επίπεδο, μόνο περιγραφικές τοποθετήσεις ακούγονται.
Στη Δημοτική Εκπαίδευση αλλά και στην ευρύτερη αντίληψη του αρμόδιου Υπουργείου, εδώ και πολλά χρόνια, παρακολουθούμε να παίζεται ένα ατελείωτο παιχνίδι ορισμών και εξαγγελίας εύηχων νεωτερισμών οι οποίοι, πέραν των συνθημάτων, είναι απλά επανεκδόσεις παλαιότερων αφηγήσεων. Επιπλέον, και πάλι συχνά, αυτές οι εξαγγελίες με τα νέα φανταχτερά τους ονόματα αποκτούν αυτόματα και ένθερμους οπαδούς που με πάθος αφοσιώνονται σ’ αποστολές εφαρμογής και απόδειξης, οι οποίες αρκετές φορές μαζί με όλη την πίεση και καταπίεση στους μάχιμους εκπαιδευτικούς, έχουν ασήμαντη αν όχι και βλαπτική κατάληξη.
Ο πυρετός της μεταρρύθμισης θα πρέπει επιτέλους να αντιμετωπιστεί με συνταγές ήρεμων και μακρόπνοων σχεδιασμών που να αναγνωρίζουν ότι υφίσταται ως οικείο και πετυχημένοπου να διακρίνουν την ουσιαστική εκπαιδευτική πράξη από τα πυροτεχνήματα, τις διαφημίσεις και τον στόμφο της περίστασης.
Τα Δημοτικά Σχολεία και Νηπιαγωγεία στελεχώνονται κατά κανόνα από αξιόλογο προσωπικό με αξιοθαύμαστες σπουδές και κατάρτιση. Αυτός ο κόσμος θα πρέπει με την ανάλογη στήριξη να αφεθεί να λειτουργήσει χωρίς παρεμβολές και εμπόδια απαρίθμησης, χωρίς ασάφειες της αποδόμησης, χωρίς αινίγματα και αδιέξοδα.
*Μέλος ΔΣ ΠΟΕΔ
Μέλος ΔΣ ΑΚΙΔΑ