Δεν είμαστε τέλειοι εκπαιδευτικά!


Η αναγνώριση των αδυναμιών μας ως ένα πρώτο βήμα για τη βελτίωση της εκπαίδευσής μας.

ΤΩΝ ΔΡΟΣ ΕΛΕΝΑΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ και  ΔΡΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ*

Tον Ιανουάριο του 2014, το Economist Intelligence Unit του Economist Group ανανέωσε το Global Index of Cognitive Skills and Educational Attainment, το οποίο χρησιμοποιείται για αξιολόγηση, κατάταξη και σύγκριση διάφορων εκπαιδευτικών συστημάτων σε όλο τον κόσμο. To Index λαμβάνει υπόψη δύο παραμέτρους: (1) την ανάπτυξη των ανώτερων γνωστικών δεξιοτήτων και (2) το μορφωτικό επίπεδο των αποφοίτων κάθε χώρας. Σε ό,τι αφορά την πρώτη παράμετρο μετρήθηκαν οι επιδόσεις των μαθητών στη γλώσσα, τα μαθηματικά και την επιστήμη σύμφωνα με τα αποτελέσματα των διεθνών ερευνών PISA, TIMSS και PIRLS, ενώ για τη δεύτερη συνυπολογίστηκαν τα ποσοστά εγγραμματισμού και αποφοίτησης σε κάθε χώρα. Στις πρώτες τέσσερις θέσεις του διεθνούς πίνακα κατάταξης φιγουράρουν χώρες της Ανατολικής Ασίας, ενώ στην πέμπτη και έκτη θέση παρουσιάζονταιαντίστοιχα τα εκπαιδευτικά συστήματα της Φιλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου.

Η Κύπρος δεν εμφανίζεται στο συγκεκριμένο πίνακα. Αν όμως ληφθεί υπόψη το γεγονός πως η Ελλάδα καταλαμβάνει την 33η θέση από τις 40, και ότι σε διεθνείς έρευνες (π.χ. TIMSS και PISA) ο μέσος όρος των κυπριακών επιδόσεων είναι συνήθως λίγο πιο κάτω από τον ελληνικό, δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πού περίπου θα μπορούσε να τοποθετηθούμε ως χώρα. Από το 1995, τότε δηλαδή που συμμετείχαμε στην 3ηΔιεθνή Έρευνα για τα Μαθηματικά και την Επιστήμη (TIMSS) μέχρι και το 2012, που λάβαμε μέρος στην έρευνα PISA, η επίδοσή μας ήταν σταθερά κάτω από το μέσο όρο των υπόλοιπων χωρών. Μοναδική εξαίρεση ήταν η επίδοσή μας στην έρευνα TIMSS Advanced το 1995, όπου στα Μαθηματικά οι μαθητές της κατεύθυνσης των θετικών επιστημών (πρακτικό) είχαν επίδοση πάνω από το διεθνή μέσο όρο.

Μετά την ανακοίνωση των χαμηλών αποτελεσμάτων της Κύπρου το 1995υπήρξαν παρατεταμένες και έντονες αντιδράσεις από διάφορους φορείς, που προέταξαν επιχειρήματα για να δικαιολογήσουν αυτές τις επιδόσεις. Αυτό συμβαίνει μέχρι και σήμερα. Δικαιολογίες του τύπου «τα μαθηματικά και οι επιστήμες δεν υπάγονται στις προτεραιότητες της κυπριακής εκπαίδευσης» ή «η έρευνα είναι εσφαλμένη» εκφράστηκαν ήδη πολλές φορές στον τύπο παλαιότερα. Τέτοιες όμως τοποθετήσεις, χωρίς την εμπεριστατωμένη μελέτη των δεδομένων και των αποτελεσμάτων αυτών των ερευνών δεν συντείνουν στη βελτίωση του εκπαιδευτικού μας συστήματος.

Σε αντίθεση με την Κύπρο, άλλες χώρες, όπως π.χ. η Γερμανία, αντέδρασαν με διαφορετικό τρόπο στα εν λόγω αποτελέσματα. Μετά τη μέτρια επίδοση της Γερμανίας στην έρευνα TIMSS του 1995, όλοι οι συμβαλλόμενοι φορείς (πανεπιστημιακοί, εκπαιδευτικοί, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού κ.λπ.) αποφάσισαν να μελετήσουν σε βάθος την κάθε ερώτηση της εξέτασης για να διαπιστώσουν τους πιθανούς λόγους στους οποίους οφειλόταν η μέτρια επίδοση της χώρας τους.  Η χαμηλή επίδοση σε κάποιες ερωτήσεις μπορεί να οφειλόταν στο ότι το συγκεκριμένο θέμα δεν ήταν ενταγμένοστο αναλυτικό πρόγραμμα της χώρας. Σε άλλες περιπτώσεις, όμως, το θέμα παρουσιαζόταν στo αναλυτικόπρόγραμμα, στα διδακτικά βιβλία,αλλά και διδασκόταν στασχολεία της Γερμανίας. Στις περιπτώσειςαυτές, οι εμπλεκόμενοι φορείς εξέτασαν κατά πόσο η παρουσίαση του θέματος μέσα στα βιβλία δεν ήταν σαφής, και κατά πόσοθα μπορούσε να βελτιωθεί ώστε να αναπτύσσει και τις ανώτερες γνωστικές λειτουργίες. Στις περιπτώσεις πάλι που η παρουσίαση του θέματος στα βιβλία ήταν η πρέπουσα, τότε οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί προσπάθησαν να σκεφτούν τρόπους βελτίωσης της διδασκαλίας τους. Οι ενέργειες των γερμανικών αρχών είχαν ως αποτέλεσμα την ουσιαστική βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας. Μάλιστα, με βάση το Global Index of Cognitive Skills and Educational Attainment, το γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα τοποθετήθηκε ανάμεσα στα 20 καλύτερα του κόσμου.

Σε αντίθεση με τις γερμανικές δράσεις, στην Κύπρο την τελευταία εικοσαετία τουλάχιστον, δεν αξιοποιήθηκαν ικανοποιητικά αυτά τα δεδομένα, με αποτέλεσμα να μην παρατηρείται ουσιαστική βελτίωση στις επιδόσειςτων μαθητών μας στα Μαθηματικά και τις Επιστήμες. Η ανάγκη για ουσιαστικότερη και πιο σφαιρική αντιμετώπιση του προβλήματος είναιπλέον περισσότερο από επιβεβλημένη. Πολλά από αυτά τα προβλήματα αναφέρονται επίσης και στην έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας για την παιδεία. Απαιτείται πλέον να εντοπίσουμε και να παραδεχτούμε τις όποιες αδυναμίες του εκπαιδευτικού μας συστήματος, στηρίζοντας τις θέσεις μας σε ερευνητικά δεδομένα, λαμβάνονταςσυνάμα υπόψη και τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες της χώρας μας. Σε καμία περίπτωση δεν επιθυμείται αντιγραφή άλλων εκπαιδευτικών συστημάτων. Χρειάζεται όμως η επίγνωση των αδυναμιών μας, καθώς και η σοβαρή μελέτη των δεδομένων που μας παρέχονταιαπό τις εν λόγω έρευνες, αν θέλουμε επιτέλους μια καλύτερη εκπαίδευση για τα παιδιά μας.

*Πανεπιστήμιο Λευκωσίας

 




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










182