TΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ ΚΕΡΑΥΝΟΥ - ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ*
Η κοινωνική διάσταση αποτελεί άρρηκτο στοιχείο του επιδιωκόμενου εκσυγχρονισμού των συστημάτων ανώτατης εκπαίδευσης της Ευρώπης, με απώτερο στόχο την επίτευξη κοινωνιών και οικονομιών της γνώσης. Εμμέσως πλην σαφώς, αναφορές στην κοινωνική διάσταση υπήρχαν από την αρχή της διαδικασίας της Μπολόνια. Η πρώτη όμως ρητή αναφορά έγινε το 2007 στη Σύνοδο των Υπουργών στο Λονδίνο όπου διατυπώθηκε ο εξής περιεκτικός ορισμός για την κοινωνική διάσταση: Συνίσταται στο στόχο,όπως τοσώμα των φοιτητώνπου εισέρχονται, συμμετέχουν και ολοκληρώνουν τριτοβάθμια εκπαίδευσησεόλα τα επίπεδα,αντικατοπτρίζει τη διαφορετικότητα τωνπληθυσμών, παράλληλα τονίζοντας ότι οιφοιτητέςθα πρέπει ναμπορούν ναολοκληρώνουν τις σπουδέςτουςχωρίςεμπόδιαπου σχετίζονται με τοκοινωνικό ήτο οικονομικότουςυπόβαθρο.
Η ξεκάθαρη παρότρυνση, επομένως, είναι η διεύρυνση των ευκαιριών προς την ανώτατη εκπαίδευση σε όσο γίνεται μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού, με άλλα λόγια παρέχοντας ίσες ευκαιρίες σε όλα τα μέλη μιας κοινωνίας για συμμετοχή στην ανώτατη εκπαίδευση.
Με βάση τον πιο πάνω ορισμό της κοινωνικής διάστασης, τα δημόσια πανεπιστήμια σαφώς και έχουν σημαίνοντα κοινωνικό ρόλο, η διεκπεραίωση του οποίου με επάρκεια πρέπει να στηριχθεί από την Πολιτεία, και αυτός ακριβώς πρέπει να είναι ο ρόλος της ίδιας της Πολιτείας έναντι του θεσμού του δημόσιου πανεπιστημίου. Δυστυχώς, όμως, υπήρξαν περιπτώσεις όπουο θεσμός του δημόσιου πανεπιστημίου απαξιώθηκε, και πολλές άλλες φορές όπου έκδηλα τέθηκε υπό αμφισβήτηση.Και όμως η κοινωνία εμπιστεύεται το θεσμό του δημόσιου πανεπιστημίου όπως διαφαίνεται, ανάμεσα σε άλλα, από τη μεγάλη ζήτηση των θέσεων φοίτησης που προσφέρονται.
Η ικανοποίηση του στόχου που υπογραμμίζειτην κοινωνική διάσταση συνεπάγεται την αύξηση των θέσεων φοίτησης πρωτίστως σε προπτυχιακό επίπεδο και την ενίσχυση της στήριξης των φοιτητών, όπως και ευρύτερα της φοιτητικής μέριμνας. Αντ’ αυτών, τον τελευταίο καιρό, υπάρχει μεγάλη στασιμότητα στην προσφορά νέων προπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών από τα δημόσια πανεπιστήμια, και στα λίγα νέα προγράμματα που άρχισαν τη λειτουργία τους (συγκεκριμένα το πρόγραμμα Λογοθεραπείας στο ΤΕΠΑΚ και το πρόγραμμα Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου) δεν διατίθενται άμεσα οι αναγκαίοι μαθησιακοί πόροι για να ολοκληρώσουν με επάρκεια τον πρώτο κύκλο προσφοράς τους.
Το δε ενδεχόμενο επιβολής διδάκτρων σε προπτυχιακούς φοιτητές, για το οποίο υπήρξαν τον τελευταίο καιρό έντονες φήμες, σαφώς και θα πυροδοτήσει κοινωνικούς αποκλεισμούς, πλήττοντας καίρια την κοινωνική συνοχή που πρεσβεύει ο βασικός εκσυγχρονισμός της ανώτατης εκπαίδευσης που όπως ανέφερα δεν είναι άλλος από την κοινωνική διάσταση όπως ορίσθηκε από τους αρμόδιους Υπουργούς των χωρών που συμμετείχαν στη διαδικασία της Μπολόνια το 2007.
Οι νομοθεσίες και των τριών δημόσιων πανεπιστημίων της Κύπρου έχουν ως βασικό κορμό τον ιδρυτικό Νόμο του Πανεπιστημίου Κύπρου που ψηφίστηκε το 1989. Ο μόνος ουσιαστικός εκσυγχρονισμός που επήλθε από τότε, ο οποίος είναι καίριας σημασίας, ήταν το 2001 με τη δημιουργία του θεσμού της ανέλιξης του ακαδημαϊκού προσωπικού, παράλληλα καταργώντας την ανεπίτρεπτη διάκριση ανάμεσα σε μόνιμες και μη μόνιμες θέσεις ακαδημαϊκού προσωπικού.
Είναι, επομένως, με ιδιαίτερη ανησυχία, που με άκρως αιφνιδιαστικό τρόπο, και την επίκληση ατεκμηρίωτων και αβάσιμων οικονομικών λόγων, βρεθήκαμε ενώπιον της κατάθεσης τον περασμένο Ιούλιο, εν μέσω δηλαδή θερινής περιόδου, από μέλος του Κοινοβουλίου, προτάσεων Νόμου για την επαναφορά της διάκρισης ανάμεσα σε μόνιμες και μη μόνιμες θέσεις ακαδημαϊκού προσωπικού, και κατ’ επέκταση την ανάκληση του θεσμού της ανέλιξης. Η μη αντίληψη, ή η μη κατανόηση, ή ακόμη χειρότερα η έλλειψη ενδιαφέροντος, ως προς τις ολέθριες συνέπειες που θα είχε ένα τέτοιο πισωγύρισμα, αποτελεί απτό στοιχείο της αμφισβήτησης που δέχεται το δημόσιο πανεπιστήμιο από θεσμικά όργανα της Πολιτείας, μιας αμφισβήτησης που έρχεται σε κάθετη σύγκρουση με το ρόλο που οφείλει να έχει η Πολιτεία στη βάση του ορισμού της κοινωνικής διάστασης της ανώτατης εκπαίδευσης. Δυστυχώς η συγκεκριμένη απειλή συνεχίζει να υφίσταται αφού οι υπό αναφορά προτάσεις Νόμου δεν έχουν αποσυρθεί.
Οι νομοθεσίες των δημόσιων πανεπιστημίων, εικοσιπέντε και πλέον χρόνια μετά τη σύλληψη του ιδρυτικού Νόμου του Πανεπιστημίου Κύπρου, σαφώς και πρέπει να εκσυγχρονιστούν, και μάλιστα να αντικατασταθούν από ένα σύγχρονο,κοινό Νόμο Πλαίσιο, όπως είχε επιχειρηθεί παλαιότερα. Η εν λόγω προσπάθεια δυστυχώς ναυάγησε, όπως και άλλες προσπάθειες, οι οποίες δεν εγκαταλείφτηκαν μεν αλλά πελαγοδρομούν πάνω από μία δεκαετία, όπως η εξέλιξη της Κύπρου σε Περιφερειακό Κέντρο Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης με διεθνή απήχηση, και η δημιουργία Επιστημονικού Τεχνολογικού Πάρκου.
Για το τελευταίο, οι προσπάθειες μετά από μεγάλη περίοδο στασιμότητας φαίνεται ότι επανήλθαν. Τα δημόσια πανεπιστήμια πρέπει να αντιμετωπίζονται ως κεντρικοί πυλώνες τέτοιων προσπαθειών και ευρύτερα ως κινητήριες δυνάμεις που μπορούν να συμβάλλουν ουσιαστικά στη βιώσιμη ανάπτυξη και κατ’ επέκταση στην ανάκαμψη της οικονομίας μας.Είναι για αυτό που υπάρχει επιτακτική ανάγκη για τους σωστούς εκσυγχρονισμούς θεσμικών πλαισίων, και όχι μεαιφνιδιαστικές τροποποιήσεις που σαφώς δεν οδηγούν σε εκσυγχρονισμούς αλλά μας παίρνουν πίσω σε απαράδεκτες καταστάσεις του παρελθόντος, έτσι ώστε να μπορούν να αξιοποιηθούν πλήρως οι δυνατότητες των δημόσιων πανεπιστημίων και να είναι αυτά σε θέση να εκπληρώνουν με επάρκεια την κοινωνική αποστολή τους.
Αναφέρομαι πρωτίστως σε εκσυγχρονισμούς που στοχεύουνστην απάλειψη ή έστω στη μείωση των περιορισμών που υπάρχουν τώρα, ως προς τη χρήση άλλων γλωσσών στη διδασκαλία προγραμμάτων σπουδών των δημόσιων πανεπιστημίων, και χαίρομαι να παρατηρήσω ότι στο θέμα αυτό υπάρχει πρόοδος, καθώς και για εκσυγχρονισμούς που άπτονται της επιχειρηματικότητας.
Η Ευρώπη ήδη προωθεί έντονα τη χρήση ενός νέου εργαλείου που ανακοινώθηκε πρόσφατα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, του HEInnovate, το οποίο παρέχει τη δυνατότητα αυτοαξιολόγησης ενός ακαδημαϊκού ιδρύματος ως προς το πόσο επιχειρηματικό είναι.
Παράλληλα, η Ευρώπη επιθυμεί να καθιερώσει και να αναδείξει, τον πολυσχιδή ρόλο των σύγχρονων ακαδημαϊκών ιδρυμάτων που δρουν και λειτουργούν καταλυτικά στις σύγχρονες κοινωνίες και οικονομίες της γνώσης. Είναι για αυτό το λόγο που εδώ και ένα χρόνο έχει τεθεί σε λειτουργία το νέο, πολυδιάστατο σύστημα κατάταξης ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης, τοU-Multirank. Τα παλαιότερα συστήματα κατάταξης βασίζονται κατά κύριο λόγο σε βιβλιομετρικά στοιχεία που αφορούν στην έρευνα. Πέραν της έρευνας, το U-Multirank, καλύπτει τη διδασκαλία και μάθηση, τη μεταφορά γνώσης, το διεθνή προσανατολισμό και την ενεργό εμπλοκή των ιδρυμάτων στις περιφέρειές τους. Είναι τους εκσυγχρονισμούς που υπογραμμίζουν τους άξονες αυτούς που χρειάζεται να προωθήσει η Πολιτεία για τα δημόσια πανεπιστήμια. Τέτοιοι εκσυγχρονισμοί όχι μόνο δεν έχουν οικονομικό κόστος, αλλά μπορούν να ενισχύσουν σημαντικά την οικονομική αυτοδυναμία των δημόσιων πανεπιστημίων, μειώνοντας έτσι την εξάρτησή τους από κρατικούς πόρους.
Οι εκσυγχρονισμοί στους οποίους αναφέρομαι θα επιτρέψουν στα δημόσια πανεπιστήμια να έχουν καινοτόμα δράση μέσω της επιχειρηματικότητας, επιτρέποντάς τους παράλληλα να έχουν αξιοπρεπή συμμετοχή και δικτύωση στο πλαίσιο σχετικών δράσεων του Ευρωπαϊκού χώρου και ευρύτερα.
Για παράδειγμα, πως μπορούμε από τη μια να λέμε ότι τα δημόσια πανεπιστήμια θα έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο Επιστημονικό Τεχνολογικό Πάρκο και να τα καλούμε να υποβάλουν προτάσεις ενδιαφέροντος, προσδιορίζοντας ενδεχόμενα κίνητρα για τη συμμετοχή τους, όταν οι υφιστάμενες νομοθεσίες δεν τους επιτρέπουν να έχουν εμπλοκή σε δραστηριότητες καινοτόμου επιχειρηματικότητας ή επιχειρηματικής καινοτομίας; Συνεπώς το μεγαλύτερο κίνητρο, ή η βασική προϋπόθεση για τη δική τους συμμετοχή είναι οι αναγκαίοι εκσυγχρονισμοί των νομοθεσιών τους.
Περαιτέρω ενδείξεις αμφισβήτησης, καταγράφονται μέσω προσπαθειών συρρίκνωσης του χώρου της δημόσιας πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, βάσει προτάσεων για τη συγχώνευση Σχολών σε ιδιαίτερα παραγωγικούς τομείς, ή την καθυστέρηση της λειτουργίας νέων Σχολών ή νέων Τμημάτων, ακόμη και την αψυχολόγητη δέσμευση εξωτερικών κονδυλίων για την έρευνα που τελικά ανακλήθηκε.
Αναφέρομαι πρωτίστως στην πρόταση Νόμου για τη συγχώνευση της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κύπρου με τη Σχολή Μηχανικής και Τεχνολογίας του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου. Η εν λόγω πρόταση Νόμου για την οποία ποτέ δε ζητήθηκε η άποψη των άμεσα ενδιαφερομένων, ή οποιονδήποτε άλλων ανεξάρτητων, και κατεξοχήν αρμοδίων επί του θέματος, εάν είχε ψηφιστεί θα καταργούσε πάνω από χίλιες θέσεις φοίτησης, και με απλά μαθηματικά θα εκτόξευε σε αδικαιολόγητα ύψη το κόστος ανά θέση πλήρους φοίτησης, τη στιγμή που το βασικό επιχείρημα προς υποστήριξή της ήταν η εξοικονόμηση.
Το δε όλο σκεπτικό της, πόρρω απείχε από το στρατηγικό στόχο της Ευρώπης 2020 για ουσιαστική αύξηση των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στους τομείς των επιστημών, της τεχνολογίας, της μηχανικής και των μαθηματικών, τομείς στους οποίους η Κύπρος υστερεί κατά πολύ έναντι των άλλων χωρών μελών της ΕΕ. Η μείωση κατά 60% περίπου των θέσεων φοίτησης σε τομείς της Μηχανικής στην οποία θα οδηγούσε τυχόν ψήφιση της εν λόγω πρότασης Νόμου και γενικά η προτεινόμενη συγχώνευση Σχολών σε ιδιαίτερα παραγωγικούς τομείς, όχι μόνο δεν θα βελτίωνε την υφιστάμενη κατάσταση στην Κύπρο σε σχέση με τη βιώσιμη ανάπτυξη, αλλά θα αποτελούσε σοβαρό ανασταλτικό παράγοντα με ολέθριες συνέπειες και περαιτέρω αύξηση της ανεργίας.
Διεθνείς μελέτες έχουν καταδείξει ότι πανεπιστήμια με αυξημένη αυτονομία, έχουν παράλληλα αυξημένη ποιότητα και παραγωγικότητα και αποτελούν πυρήνες περιφερειακής ανάπτυξης. Στην Κύπρο, φαίνεται να αμφισβητείται το αναφαίρετο δικαίωμα των δημόσιων πανεπιστημίων για αυτόνομη, και φυσικά με διαφάνεια, δράση, όπου υπό το κάλυμμα του κοινωνικού ελέγχου, τον οποίο βεβαίως και επικροτούν τα πανεπιστήμια, ενίοτε επιβάλλεται υπέρμετρος έλεγχος από θεσμικά όργανα της Πολιτείας.
Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα δημόσια πανεπιστήμια της Κύπρου κατατάσσονται προς το τέλος της κλίμακας της πανεπιστημιακής αυτονομίας, ενισχύει την αμφισβήτηση και δεν δημιουργεί ευοίωνες προοπτικές για το μέλλον. Εκτός και αν βεβαίως προωθηθούν οι εκσυγχρονισμοί που αναφέρθηκαν πιο πάνω και τα δημόσια πανεπιστήμια αντιμετωπίζονται από την Πολιτεία ως αυτόνομα ακαδημαϊκά ιδρύματα και ΟΧΙ ως ημικρατικοί οργανισμοί που διοικούνται από Διοικητικά Συμβούλια και αποτελούν βραχίονες της εκάστοτε κυβερνητικής πολιτικής.
Εν κατακλείδι, το νέφος της αμφισβήτησης θα διαλυθεί εάν και εφόσον η Πολιτεία παύσει να αντιμετωπίζει τα δημόσια πανεπιστήμια της Κύπρου με ισοπεδωτικό τρόπο ως να ήταν μέρος της δημόσιας υπηρεσίας, αλλά ως χώρους ελεύθερης σκέψης, παραγωγής ιδεών και γνώσης, και μετάδοσης αυτών, και τα στηρίζει έτσι ώστε να συνεχίσουν την ανοδική τους πορεία μέσα στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού ακαδημαϊκού γίγνεσθαι, με έμφαση στην κοινωνική διάσταση της αποστολής τους. Αυτός είναι ο ρόλος της Πολιτείας.
*Πρύτανης ΤΕΠΑΚ
(Ομιλία στην ημερίδα του Γραφείου Παιδείας Κ.Ε. ΑΚΕΛ με θέμα «Δημόσιο Πανεπιστήμιο υπό απειλή» που έγινε στις 17 Σεπτεμβρίου 2014 στο Πανεπιστήμιο Κύπρου)