ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*
Ο εορτασμός της πεντηκοστής πέμπτης επετείου της ανεξαρτησίας της Κύπρου την 1η Οκτωβρίου ήταν φυσικό να μας κάνει να φέρουμε στο νου μας τα 55 κρίσιμα χρόνια που περάσαμε ως χώρα και ως λαός από το 1960 μέχρι σήμερα και να διερωτηθούμε για πολλοστή φορά τι είναι βασικά εκείνο ή εκείνα που από δική μας πλευρά μας οδήγησαν στις τρεις μεγάλες συμφορές του 1963-1964, του 1974 και του 2013. Από την άλλη, το. ευχάριστο συναίσθημα που νιώθουμε ακούοντας τις τελευταίες μέρες τη διαπίστωση όχι μόνο από την κυβέρνησή μας αλλά και από τους άμεσα εμπλεκόμενους στη σωτηρία της οικονομίας της Κύπρου διεθνείς οργανισμούς (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) ότι επιτέλους, ύστερα από δυο πέτρινα χρόνια, η οικονομία της Κύπρου αρχίζει να ανακάμπτει, μας ενθαρρύνει να αναζητήσουμε ποιο είναι το πλεονέκτημα που έχουμε ως λαός που μας βοήθησε να επιβιώσουμε και πάλι και, φυσικά, το πιο σημαντικό, να διερωτηθούμε αν αυτό το πλεονέκτημα είναι τόσο δυνατό ώστε να μας σώσει ξανά σε περίπτωση νέας καταστροφής.
Πιστεύω πως οι συμφορές μας οφείλονται σε μεγάλο βαθμό σε δυο σοβαρά μειονεκτήματά μας, ένα του λαού και ένα της πολιτικής ηγεσίας. Το μειονέκτημα του λαού είναι το σύνθετο αποτέλεσμα επιπολαιότητας, ανευθυνότητας, εγωισμού και αγνωμοσύνης, που μας κάνει να θεωρούμε ως δεδομένα τα ατομικά και συλλογικά αγαθά που έχουμε και γι αυτό να συμπεριφερόμαστε πολύ επιπόλαια και ανεύθυνα, με αποτέλεσμα να θέτουμε πολύ συχνά σε μεγάλο κίνδυνο αυτά που έχουμε, και τελικά να τα χάνουμε. Όπως θα έλεγε ο Δημοσθένης, είμαστε εγκληματικά αδέξιοι στο ‘φυλάξαι τα αγαθά’ και γι αυτό χάνουμε όσα κερδίσαμε με πολλούς κόπους, και ύστερα .κλαίμε επί ερειπίων.
Το μειονέκτημα της πολιτικής ηγεσίας, από την άλλη, είναι ένας συνδυασμός έλλειψης διορατικότητας και προνοητικότητας μαζί με μια τάση εφησυχασμού, που επιτρέπει να αμελούνται ή και να εγκαταλείπονται από την κυβέρνηση η στενή παρακολούθηση των εξελίξεων, η επιμελής και λεπτομερής αξιολόγηση και ο τακτικός και εξονυχιστικός έλεγχος της λειτουργίας των δημόσιων οργανισμών. Σε τούτο βέβαια φταίει και η γενικότερη κουλτούρα απόρριψης κάθε ελέγχου και αξιολόγησης και η έλλειψη παράδοσης λογοδοσίας. Το αποτέλεσμα είναι να αφήνονται τα πράγματα να φτάνουν σε μη αναστρέψιμη κατάσταση, πριν διαπιστωθεί το πρόβλημα και σημάνει συναγερμός για την ανάγκη αντιμετώπισής του. Έτσι έγινε με τις εκρηκτικές ύλες στο Μαρί, έτσι έγινε με τις Κυπριακές Αερογραμμές, έτσι έγινε με την εξάπλωση των καταχρήσεων στις τράπεζες. Ο Γενικός Εισαγγελέας δήλωσε πριν δυο βδομάδες ότι υποπτευόταν πως υπήρχε διαφθορά αλλά δεν φανταζόταν την έκτασή της. Πιστεύω πώς οι καταστροφές της Κύπρου οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι η απρονοησία και ο εφησυχασμός της Εκτελεστικής Εξουσίας επέτρεψαν τη πλημμελή λειτουργία των ελεγκτικών θεσμών του κράτους, της Γενικής Εισαγγελίας, της Ελεγκτικής Υπηρεσίας και της αστυνομίας. Ευθύνη έχουν επίσης η Βουλή των Αντιπροσώπων και οι κοινοβουλευτικές επιτροπές(με κατάπληξη πληροφορήθηκα πριν λίγες μέρες, όταν ζήτησα τα πρακτικά της συνεδρίας μιας κοινοβουλευτικής επιτροπής ,ότι δεν κρατούνται πάντοτε πρακτικά. Και διερωτήθηκα πώς είναι δυνατό να επιτρέπεται λειτουργία επίσημου σώματος που στοιχίζει στο φορολογούμενο χιλιάδες ευρώ να συνεδριάζει χωρίς να αφήνει καταγραμμένο κάτι συγκεκριμένο και επίσημο έναντι του οποίου να νιώθει νομικά και ηθικά δεσμευμένο και υπόλογο).
Το πλεονέκτημα του λαού μας είναι ένας συνδυασμός ρεαλισμού, επιμονής, εργατικότητας, αισιοδοξίας και συνέπειας. Το πλεονέκτημα αυτό φάνηκε καθαρά στο διαφορετικό από τους Ελλαδίτες τρόπο με τον οποίο οι Ελληνοκύπριοι αντιμετώπισαν το θέμα του μνημονίου και της τρόικας ύστερα από τη μεγάλη αδικία που τους έγινε από το Γιούρογκρουπ. Δεν σχημάτισαν ομάδες αγανακτισμένων ούτε οργάνωναν συνεχείς απεργίες και διαδηλώσεις ούτε κατέστρεφαν δημόσια και ιδιωτική περιουσία για να εκδηλώσουν το θυμό τους. Ασφαλώς οργίστηκαν με την πολιτική ηγεσία της χώρας που τους οδήγησε στην οικονομική καταστροφή και με την Ευρώπη που τους αδίκησε. Είδαν όμως με ρεαλισμό τις επιλογές που είχαν και απέρριψαν αυτές που θεωρούσαν αφελείς και μη ρεαλιστικές, όπως αυτές που τους μιλούσαν για πώληση του υπό αναζήτηση αερίου και άλλες εύκολες λύσεις. Γι αυτό κατάπιαν την πίκρα τους και ανασκουμπώθηκαν για να δουλέψουν σκληρά, στην Κύπρο ή στην Αραπιά, όπου εύρισκαν δουλειά, για να ξεπεράσουν και αυτή τη φορά την οικονομική καταστροφή. Ταυτόχρονα ήταν συνεπείς με τον εαυτό τους και τα γεγονότα. Καταδίκασαν με την ψήφο τους εκείνους που θεώρησαν αιτίους για την οικονομική καταστροφή, και επιμένουν στην απαίτηση να οδηγηθούν στα δικαστήρια όλοι οι υπεύθυνοι.
Το γεγονός ότι τα κατάφεραν ύστερα από τριάντα μήνες να αρχίσουν να στέκονται και πάλι στα πόδια τους και να αντικρίζουν με αισιοδοξία το μέλλον είναι ασφαλώς ένας άθλος. Ωστόσο υπάρχει πάντοτε το ερώτημα για το μέλλον. Τι θα γίνει εάν και πάλι τα δυο μεγάλα μειονεκτήματά μας μας οδηγήσουν σε μια τέταρτη καταστροφή; Θα είναι εκεί πάλι το μεγάλο πλεονέκτημά μας και θα είναι αρκετά ισχυρό, όπως τις τρεις προηγούμενες φορές, να μας ξανασώσει;
*Πρώην αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου