ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*
Την 1η Ιανουαρίου 2015 ο Υπουργός Παιδείας ανακοίνωσε τις δώδεκα εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που εγκρίθηκαν από τη Βουλή των Αντιπροσώπων ή/και το Υπουργικό Συμβούλιο το 2015. Οι πιο αξιόλογες είναι η ψήφιση του νόμου για αξιοκρατικό σύστημα διορισμού των εκπαιδευτικών, ο εκσυγχρονισμός της ύλης μαθημάτων που διδάσκεται σ’όλες τις βαθμίδες, και η τελική διαμόρφωση των αναλυτικών προγραμμάτων, καθώς και η έγκριση από το Υπουργικό Συμβούλιο της πρότασης για επαγγελματική εκπαίδευση των εκπαιδευτικών, της πρότασης για τα νέα ωρολόγια προγράμματα, της στρατηγικής για αναβάθμιση της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, και της πρότασης για μεταφορά της ευθύνης για το σύστημα μαθητείας από το Υπουργείο Εργασίας στο Υπουργείο Παιδείας(Paideia –news , 2 Ιαν)..
Ασφαλώς η έγκριση της εισαγωγής των αλλαγών αυτών είναι πολύ σημαντική, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι η έγκριση μερικών από αυτές καθυστερούσε για χρόνια, μιας μάλιστα για 26 χρόνια. Γι αυτό πρέπει, νομίζω, να επαινεθεί ο σημερινός υπουργός για την ικανότητα του να πείθει, την επιμονή του, τη σωστή στρατηγική του και την ευέλικτη τακτική του. Πέτυχε εκεί που απέτυχαν πολλοί προηγούμενοί του.
Ωστόσο, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνούμε ότι η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι υπάρχει πολύ μεγάλη απόσταση από την έγκριση μέχρι την υλοποίηση μιας μεταρρύθμισης και ότι οι μεταρρυθμίσεις πολύ δύσκολα μπορούν να εφαρμοστούν στην πράξη, Αυτό μας δίδαξε ήδη και στην Κύπρο η εμπειρία της μεγάλης μεταρρύθμισης που άρχισε με πανηγυρισμούς και τυμπανοκρουσίες στις 30 Ιανουαρίου 2005 και ακόμα εκκρεμεί.
Το γεγονός αυτό τόνισε και στην Έκθεσή της της !0ης Ιουνίου 2014 η Παγκόσμια Τράπεζα(ΠΤ). Γράφει σχετικά: «Παρά τις πρωτοφανείς προσπάθειες για διαμόρφωση πολιτικής και την ετοιμασία πολλών προτάσεων για μεταρρύθμιση από το 2004, όπως, επίσης, και την ύπαρξη ομοφωνίας για τις συνεχείς αδυναμίες και τα προβλήματα του εκπαιδευτικού συστήματος, λίγα φαίνεται ότι έχουν αλλάξει. Έγιναν προτάσεις για μεταρρύθμιση της διοίκησης της εκπαίδευσης, την πρόσληψη, την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, τη δομή του σχολικού συστήματος και τη δομή του ΥΠΠ. Όμως οι προτάσεις αυτές δεν έχουν ακόμη μπει σε εφαρμογή» (παρ.46).
Η ΠΤ αναφέρει τρεις λόγους γι αυτή την αποτυχία υλοποίησης: α)τη «λανθασμένη κρίση για το πόσο εύκολο είναι να εφαρμόσεις τις αλλαγές πολιτικής», β) «την έλλειψη ικανότητας στον τομέα του σχεδιασμού και εφαρμογής της μεταρρύθμισης» που μπορεί να οφείλεται στην «έλλειψη εμπειρογνωμοσύνης του προσωπικού του ΥΠΠ» , και γ) «την αντίδραση από ομάδες που έχουν έννομο συμφέρον να διατηρηθεί η παρούσα κατάσταση, πιθανόν συμπεριλαμβανομένων των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εκπαιδευτικών, των επιθεωρητών που θα μπορούσαν να χάσουν τη δουλειά τους […].μετά την αναδόμηση του ΥΠΠ»(σ.17).
Όσοι παρακολουθούν από κοντά τις εξελίξεις στο ΥΠΠ θα συμφωνήσουν ότι αυτοί πράγματι ήταν οι κύριοι λόγοι για τους οποίους δεν υλοποιήθηκε η μεταρρύθμιση του 2004. Η έλλειψη εμπειρογνωμοσύνης φάνηκε καθαρά από την αμηχανία των υπουργών παιδείας που κλήθηκαν να εφαρμόσουν τη μεταρρύθμιση. Οι ίδιοι δεν ήταν ειδικοί και ούτε βέβαια ήταν αναμενόμενο να είναι. Δεν είναι δυνατό όσοι διορίζονται υπουργοί παιδείας να είναι εμπειρογνώμονες στην εφαρμογή στην πράξη εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων. Το μεγάλο πρόβλημα ήταν ότι το ΥΠΠ δεν διέθετε τους υπαλλήλους με την αναγκαία εμπειρογνωμοσύνη που θα έκαναν τη δουλειά. Γι αυτό οι υπουργοί που ανέλαβαν προχώρησαν κατά εντελώς διαφορετικό τρόπο στην εφαρμογή της μεταρρύθμισης. Ο Πεύκιος Γεωργιάδης ανέθεσε έναντι αμοιβής(300 000κυπριακές λίρες μέχρι το Σεπτ 2007, Πολίτης, 27 Σεπτ.2007) σε τρεις επιμορφωθέντες συνταξιούχους εκπαιδευτικούς να του υποβάλουν λεπτομερή επιστημονική έκθεση για το ολοήμερο σχολείο, τη δομή του εκπαιδευτικού συστήματος, και την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και το μέλλον του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, και σε μια κοινοπραξία για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και του εκπαιδευτικού έργου, και στη συνέχεια κατάρτισε τρία Συμβούλια από εκπροσώπους του ΥΠΠ, των εκπαιδευτικών οργανώσεων και των πολιτικών κομμάτων για να συζητήσουν τις τέσσερις εκθέσεις που είχαν υποβληθεί. .Η προσδοκία του ήταν ότι τα μέλη των επιτροπών θα κατέληγαν σε μια συμφωνία τόσο για τις αρχές όσο και για τις πρακτικές λεπτομέρειες εφαρμογής και το ΥΠΠ θα εφάρμοζε απλώς τα συμφωνηθέντα. Ο επόμενος υπουργός Άκης Κλεάνθους ακολούθησε τελείως διαφορετική πολιτική. Με τη δικαιολογία ότι ο διάλογος παρατεινόταν επί πολύ και δεν μπορούσε να συνεχίσει “επ’άπειρον”, υπέβαλε ένα δικό του μεταρρυθμιστικό σχέδιο με τον τίτλο «Στρατηγικός Σχεδιασμός για την Παιδεία. Η Ολική Αναθεώρηση του Εκπαιδευτικού Συστήματος», και κάλεσε τους εκπαιδευτικούς να το αποδεχθούν, πράγμα που δεν έγινε. Το Σχέδιο εγκαταλείφθηκε από τον επόμενο υπουργό ακαδημαϊκό Ανδρέα Δημητρίου, ο οποίος υπό την πίεση να επιλέξει μεταξύ της μεταρρυθμιστικής πρότασης του 2004 και του Στρατηγικού Σχεδιασμού αποφάσισε να επικεντρωθεί στην αναθεώρηση των αναλυτικών προγραμμάτων, τα οποία δεν είχαν αγγίξει οι δυο προηγούμενοι.
Ο άλλος σοβαρός λόγος για τη μη υλοποίηση της μεταρρύθμισης ήταν η αντίδραση των εκπαιδευτικών οργανώσεων. Στις 23 Φεβρ και στις 28 Σεπτ, του 2007 ανακοίνωσαν ότι επέμεναν να συζητηθούν πρώτα τα επαγγελματικά αιτήματα τους πριν συζητηθούν τα καθαρά εκπαιδευτικά και ότι δεν “επρόκειτο να δεχτούν επιλεκτική υλοποίηση κάποιων μέτρων που ήταν ανώδυνα οικονομικά για την κυβέρνηση”, και το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου (Φιλελεύθερος,10 και 25 Νοεμβ.) παραπονούνταν .ότι πιέζονταν από τον υπουργό και τον ΠτΔ να προσέλθουν σε συνομιλίες για την προώθηση των μεταρρυθμιστικών μέτρων.
Η απορία είναι πώς θα προχωρήσουμε σήμερα και πόσο μπορούμε να διδαχθούμε από τη μέχρι σήμερα εμπειρία. Ούτε σήμερα υπάρχουν στο ΥΠΠ οι εμπειρογνώμονες που θα μπορούσαν να εφαρμόσουν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.
*Πρώην αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου