Εγωϊσμός ή αγάπη; (Θεωρίες της σκληρότητας και της καλοσύνης)


Γιατί τόσον σκληρό; έλεγε εις το διαμάντι μια φορά το κάρβουνο της κουζίνας· δεν είμαστε, λοιπόν, στενοί συγγενείς;

Γιατί τόσον μαλακοί; Ω αδελφοί μου, σας ερωτώ κι εγώ· δεν είσθε, λοιπόν, αδελφοί μου; [...]

Ω αδελφοί μου, θέτω υπεράνω σας αυτόν τον νέον πίνακα: ΓΕΝΗΤΕ ΣΚΛΗΡΟΙ


ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ ΒΟΥΤΟΥΡΗ*  

Η διάζευξη «εγωισμός ή αγάπη» αποτελεί στις αρχές του 20ού αιώνα φιλοσοφικό πρόβλημα, με αισθητικές θρησκευτικές και πολιτικές συνδηλώσεις. Ο εγωισμός συναρτάται με τις θεωρίες της σκληρότητας, τον αισθητικό αριστοκρατισμό, τον ατομικισμό και τον απολυταρχισμό, ενώ -από την άλλη πλευρά- η αγάπη με τα φιλάνθρωπα φιλοσοφικά και εξισωτικά συστήματα: τον χριστιανισμό, τη δημοκρατία και τον καλπάζοντα σοσιαλισμό. Τα επιχειρήματα όσων προκρίνουν τον πρώτο όρο του ζεύγματος (εγωισμός) αρδεύονται κυρίως από τις δεξαμενές της νιτσεϊκής φιλοσοφίας και κατά δεύτερο λόγο από τις ιδέες του R.W. Emerson και του Thomas Carlyle.

Η ταλάντευση ανάμεσα στον εγωισμό και στην αγάπη αποτελεί μια ενδιαφέρουσα όψη του «νιτσεϊσμού» στην Ελλάδα, ο οποίος υπήρξε εξαρχής ιδιόρρυθμος και αντιφατικός. Αυτό συμβαίνει γιατί ενώ οι έλληνες νιτσεϊστές (οι νιτσαίοι όπως τους αποκαλούσε ο Ψυχάρης) ασπάζονται τις ατομοκεντρικές ιδέες της σκληρότητας, την ίδια στιγμή οι περισσότεροι από αυτούς (Κ. Παλαμάς, Ν. Καζαντζάκης, Π. Βλαστός) στρατεύονται στην υπόθεση της εθνικής αναγέννησης. Το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: ο «άγριος ατομικισμός» της νιτσεϊκής φιλοσοφίας και οι ιδέες της σκληρότητας δεν έρχονται σε μετωπική σύγκρουση με τις βασικές αρχές και την αλτρουιστική κατά βάσιν ηθική του πατριωτισμού; (ο «εθνικισμός» τότε δεν διαχωριζόταν από τον «πατριωτισμό»)· την αγάπη δηλαδή –και στην ανάγκη τη θυσία– για την πατρίδα, τη φυλή και το έθνος; την αφοσίωση με άλλα λόγια σε έννοιες υψωμένες πάνω και πέρα από κάθε ατομική και ιδιοτελή επιδίωξη; Εξάλλου είναι γνωστό ότι ο Νίτσε και τον εθνικισμό περιφρονεί και τη χριστιανική ή σοσιαλιστική μέριμνα για το πλήθος λοιδωρεί. Ο νιτσεϊκός υπεράνθρωπος επιδίδεται σε μια αναμέτρηση με τον ίδιο τον εαυτό του και αρνείται να υποδυθεί τον ρόλο του οδηγητή ή του σωτήρα του πλήθους. Αλλιώς σε τι θα διέφερε από τους χριστιανούς και τους σοσιαλιστές; (Εδώ έγκειται και η αντίθεση του Νίτσε με την ηρωολατρική θεωρία του Carlyle).

Από την άλλη, ωστόσο, δεν λείπουν οι ενστάσεις, από πρωταγωνιστές του νιτσεϊσμού στην Ελλάδα, για την αυθαίρετη -όπως ισχυρίζονται- εξίσωση της φιλοσοφίας του υπερανθρώπου με την ιδεολογία της βίας και τα «χασάπικα ιδανικά» του μπισμαρκικού καθεστώτος. Χαρακτηριστική περίπτωση, ο Παύλος Γνευτός, ο οποίος το 1903 ξεκίνησε να μεταφράζει επιλεγμένα αποσπάσματα από από το Δεύτερο Μέρος του Ζαρατούστρα (Φρ. Νίτσε, «Τάδε λέγει Ζαρατούστρας»: «Οι περίφημοι σοφοί», «Η νίκη κατά του εαυτού σου», «Οι έξοχοι άνδρες», «Η χώρα του πολιτισμού», «Η ακηλίδωτη γνώση») στον Νουμά. Ο Γνευτός λοιπόν δημοσιεύει ένα άρθρο με τίτλο «Το ιδανικό του Νίτσε», στο οποίο διαμαρτύρεται για την προσπάθεια συναδέλφωσης της φιλοσοφίας του Νίτσε με τα ιδανικά και το πνεύμα Μπίσμαρκ (του γερμανού καγκελαρίου «που σε όλη του τη ζωή τίποτε άλλο δεν έβλεπε στον κόσμο παρά πέρα από τα κόκκαλα των Πομερανών στρατιωτών») και υποστηρίζει μιαν ιεραποστολική κατά βάσιν εκδοχή της φιλοσοφίας του υπερανθρώπου. Ο Γνευτός αντλεί τα επιχειρήματά του από το απόσπασμα για τους «Έξοχους άνδρες» (όπου ο Νίτσε -πράγματι- θεωρεί ότι η καλωσύνη αποτελεί προνόμιο μόνο των Δυνατών, οι οποίοι αφού υποτάξουν τον εαυτό τους, επιλέγουν να κάνουν το καλό ενώ θα μπορούσαν να κάνουν το κακό) και επιχειρεί να ανατρέψει την κοινή εντύπωση ότι η σκληρότητα και ο εγωισμός βρίσκονται στον πυρήνα της νιτσεϊκής σκέψης. Ο Νίτσε, υποστηρίζει, ποθεί να δει την ψυχή του ανθρώπου τέλεια, γεμάτη καλοσύνη· η  «Ομορφιά και Καλοσύνη» είναι το «γεμάτο από φως» ιδανικό της φιλοσοφίας του και όχι η δύναμη, η οποία αποτελεί απλώς το μέσον.

Μερικά χρόνια αργότερα (1909) ο Ν. Καζαντζάκης δημοσιεύει ένα μελέτημα με τίτλο «Για τους νέους μας», εμπνευσμένο όπως ο ίδιος σημειώνει από τη Σαμοθράκη του Ίδα (Ίωνος Δραγούμη), η οποία έχει ως βασική ιδέα την αγάπη προς την πατρίδα. Ένα μόνο χρόνο ύστερα από τη δημοσίευση της επί υφηγεσία διατριβής του για τον Νίτσε (Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία του δικαίου και της πολιτείας) ο Καζαντζάκης απομακρύνεται (;) από τα δόγματα και το γενικότερο πνεύμα του γερμανού φιλοσόφου κάνοντας λόγο για «αλτρουισμό» και «αγάπη». Παραβλέποντας τα νιτσεϊκά δόγματα που θέλουν τους δυνατούς μακριά από τα πλήθη, να δημιουργούν μέσα στη μοναξιά τους, ο Καζαντζάκης διακηρύσσει εδώ ότι «δυνατός είναι όχι εκείνος που είναι μόνος», αλλά εκείνος που αγαπά τους γύρω του ανθρώπους και προσπαθεί να τους υψώσει· που αγαπά φανατικά την πατρίδα του και ενστερνίζεται τις επιθυμίες και τις ορμές του συνόλου. Με αυτό τον τρόπο εναρμονίζει εγωισμό και αλτρουισμό, καθώς «όσο πιο μεγάλος ο εγωισμός είναι, τόσο και πιο αλτρουιστικά εξωτερικεύεται».

 *Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου

 




Share on Facebook


Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











457