Εισηγήσεις για αντιμετώπιση του αναλφαβητισμού


ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ*

Ο αναλφαβητισμός αποτελεί μια παθογένεια του εκπαιδευτικού συστήματος που αφήνει εκτεθειμένα εκείνα τα παιδιά που, για διαφορετικούς λόγους το κάθε ένα, παρουσιάζουν κενά και αδυναμίες στη διαδικασία εκμάθησης της γλώσσας, στο επίπεδο της γραφής και της ανάγνωσης και στην αριθμητική. Οι επιπτώσεις από ένα τέτοιου βεληνεκούς κενό, μπορεί να αποτελέσουν εμπόδιο στην εξέλιξη της προσωπικής πορείας του κάθε παιδιού και να στιγματίσουν τη προσωπικότητα, την εκπαιδευτική και επαγγελματική του ανέλιξη, με αναπόφευκτες συνέπειες και στη ποιότητα της προσωπικής του ζωής. Σε αυτό το σημείο είναι σκόπιμο να αναφερθούμε στον όρο του αναλφαβητισμού, ως προς τη γλώσσα, έτσι ώστε η έννοια να είναι απόλυτα κατανοητή.

Έτσι λοιπόν, αναλφαβητισμός θεωρείται η άγνοια των στοιχειωδών γραμμάτων καθώς και η αδυναμία ανάγνωσης και γραφής. Ο όρος του αναλφαβητισμού μπορεί να χωριστεί σε δυο κατηγορίες: α) οργανικά αναλφάβητος όπου θεωρείται το άτομο που δε διδάχθηκε γραφή και ανάγνωση ποτέ και συνεπώς δεν πήγε σχολείο και β) λειτουργικά αναλφάβητος όπου θεωρείται το άτομο, που ενώ έχει φοιτήσει στο σχολείο, δεν καλλιέργησε τις γνώσεις του και δεν μπόρεσε να τις εξελίξει. Τα αίτια για την εμφάνιση και την εξάπλωση του αναλφαβητισμού ποικίλουν. Πολλές φορές το φαινόμενο του αναλφαβητισμού συνδέεται στενά με τη φτώχεια και την κοινωνική περιθωριοποίηση, χωρίς αυτό να αποτελεί τον μοναδικό παράγοντα.

Ενώ το πρόγραμμα του Λειτουργικού Αλφαβητισμού έγινε θεσμός στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού συστήματος της Κύπρου, αφού διεξάγεται  από το 2007 σε παγκύπρια βάση και αποσκοπεί στον έγκαιρο εντοπισμό μαθητών με μεγάλη πιθανότητα να μείνουν λειτουργικά αναλφάβητοι σε διάφορα στάδια της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, έτσι ώστε να εμπλακούν σε κατάλληλα προγράμματα στήριξης, φαίνεται ότι δεν έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

Ένα τέτοιο παρεμβατικό πρόγραμμα αποκτά ιδιαίτερη σημασία, αφού ο εντοπισμός των μαθητών με μεγάλη πιθανότητα να μείνουν λειτουργικά αναλφάβητοι μέχρι το τέλος της υποχρεωτικής εκπαίδευσης παρέχει τη δυνατότητα στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού (ΥΠΠ) να δημιουργήσει, έγκαιρα, παρεμβατικά προγράμματα στήριξης των παιδιών αυτών, ώστε να μπορέσουν να αποκτήσουν τις κατάλληλες γνώσεις, ικανότητες και δεξιότητες που τους είναι απαραίτητες για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας.

 Η συμβολή του προγράμματος στην ανάπτυξη εκπαιδευτικής πολιτικής για την αντιμετώπιση προβλημάτων λειτουργικού αναλφαβητισμού, θα αναμενόταν να ήταν καθοριστική, μέσα από διαδικασίες συνεχούς αξιολόγησης των αποτελεσμάτων και κατ` επέκταση, ενίσχυσης και εκσυγχρονισμού των διαδικασιών, ενίσχυσης των υποστηρικτικών δομών, όπως αυτών της εκπαιδευτικής ψυχολογίας και συνεχούς επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών που αναλαμβάνουν να φέρουν εις πέρας αυτό το συγκεκριμένο έργο.

Κατά τις προηγούμενες σχολικές χρονιές, το Πρόγραμμα απευθυνόταν μόνο σε μαθητές Στ΄ τάξης Δημοτικού, ενώ από τη σχολική χρονιά 2011-2012 για πρώτη φορά εφαρμόστηκε και στην Γ΄ τάξη του Δημοτικού.

Στην Κύπρο, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, πάνω από 100.000 πολίτες είναι απόφοιτοι μόνο του Δημοτικού Σχολείου την ίδια ώρα που οι αναλφάβητοι ανέρχονται σε 9.152.
Από αυτούς, οι 6.776 είναι γυναίκες ενώ πρόσθετα, 5.575 πολίτες δεν πήγαν ποτέ σχολείο και 24.751 δεν τέλειωσαν ποτέ το Δημοτικό, ανάφερε ο Επίτροπος Εθελοντισμού και Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων Γιάννης Γιαννάκη με ευκαιρία  της Διεθνούς Ημέρας για την Εξάλειψη του Αναλφαβητισμού.
Στη συγκεκριμένη ανακοίνωση, ο Επίτροπος σημείωσε ότι «η εκπαίδευση στον τόπο μας φαίνεται ότι έχει πολύ υψηλή θέση στις αξίες της κυπριακής κοινωνίας και ενθαρρύνεται από το κράτος και αυτό διαπιστώνεται τόσο από τις υψηλές κρατικές δαπάνες που αφορούν αποκλειστικά στην εκπαίδευση όσο και από τον χαμηλό δείκτη αναλφαβητισμού, τις λίγες περιπτώσεις μαθητών που εγκαταλείπουν το σχολείο και την υψηλή συμμετοχή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση».

Σύμφωνα πάντα με τον κ. Γιαννάκη, « ο αλφαβητισμός είναι το επίκεντρο της βασικής εκπαίδευσης και είναι απαραίτητος για την εξάλειψη της φτώχειας και της ανεργίας, την επίτευξη της ισότητας των φύλων και τη διασφάλιση της αειφόρου ανάπτυξης, της ειρήνης και της δημοκρατίας. Ο αλφαβητισμός αποτελεί ανθρώπινο δικαίωμα, εργαλείο της προσωπικής ενδυνάμωσης και ένα μέσο για την κοινωνική και ανθρώπινη ανάπτυξη. Ο αλφαβητισμός είναι η πύλη για περαιτέρω μάθηση.»

Εάν και εφόσον αυτή είναι η πολιτική της Κυβέρνησης, όπως πολύ εύγλωττα παραθέτει ο εκπρόσωπος της, θα αναμέναμε από το Υπουργείο Παιδείας να επιδείξει περισσότερη σπουδή και μελέτη πριν πάρει οποιεσδήποτε αποφάσεις που αφορούν στο θέμα αυτό.

Ποσοστό 10% των μαθητών αντιμετωπίζουν μεγάλη πιθανότητα να παραμείνουν γλωσσικά αναλφάβητοι και ποσοστό 7% μαθηματικά αναλφάβητοι, σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας του Κέντρου Εκπαιδευτικής Έρευνας και Αξιολόγησης του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού. Μπορεί μεν τα ποσοστά αυτά να είναι πιο χαμηλά από τα αντίστοιχα ποσοστά που παρατηρούνται σε άλλες χώρες του εξωτερικού, αλλά δεν θεωρούμε ότι είναι αμελητέα μια και σύμφωνα με το ΚΕΕΑ, «ο λειτουργικός αναλφαβητισμός είναι ένα πρόβλημα των σύγχρονων κοινωνιών και αναφέρεται στην έλλειψη της ικανότητας να χρησιμοποιεί το άτομο τις γνώσεις που του παρέχει το σχολείο για την ομαλή ένταξή του στο κοινωνικό σύνολο».

Ο έγκαιρος εντοπισμός μαθητών με μεγάλη πιθανότητα να μείνουν λειτουργικά αναλφάβητοι σε διάφορα στάδια της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, θα πρέπει να αποτελεί αιχμή του δόρατος για την εκπαιδευτική πολιτική του κράτους και ουσιαστικό κεφάλαιο επένδυσης στο ανθρώπινο δυναμικό της χώρας μας.

Θεωρούμε ότι η προσπάθεια ενίσχυσης των δομών έγκαιρης παρέμβασης θα πρέπει να επικεντρωθεί και ενισχυθεί στη Δημοτική Εκπαίδευση, ώστε να λειτουργήσει ως ζώνη πρόληψης, χωρίς ασφαλώς να εννοούμε ότι δεν θα πρέπει να συνεχίζεται και στις άλλες βαθμίδες της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Εκεί, όμως, ήδη θα έχει διαμορφωθεί το τοπίο αριθμητικά και θα είναι αναμενόμενες οι ανάγκες για στήριξη των μαθητών που θα τη χρειάζονται και έτσι ο προγραμματισμός θα μπορεί να γίνεται έγκαιρα και αποτελεσματικά.

Εισηγούμαστε:

-Τοποθέτηση δεύτερου εκπαιδευτικού στην Α΄ τάξη του Δημοτικού, με υποβοηθητικό και ενισχυτικό ρόλο.

-Μεταφορά των ωρών ενισχυτικής διδασκαλίας κατά κύριο λόγο στις μικρές τάξεις του δημοτικού σχολείου.

–Έγκαιρη διακρίβωση της ικανότητας των μαθητών μας για κατοχή των βασικών δεξιοτήτων ανάγνωσης, γραφής, κατανόησης, αριθμητικής, με στόχο την παροχή εξατομικευμένης βοήθειας στα παιδιά που την έχουν ανάγκη, ενώ ακόμα φοιτούν στο Δημοτικό και όχι μετά την εγγραφή τους στο γυμνάσιο.

- Περαιτέρω και συνεχής επιμόρφωση των εκπαιδευτικών ώστε να μπορούν να διαχειρίζονται τάξεις μικτής ικανότητας και πολιτιστικής ποικιλομορφίας, όπως και για θέματα παροχής ενισχυτικής διδασκαλίας.

-Ανάπτυξη  εκπαιδευτικών προσεγγίσεων και σχετικού διδακτικού υλικού για όλες τις περιπτώσεις παροχής ενισχυτικής διδασκαλίας.

Οι εισηγήσεις μας κινούνται σε πλαίσια εφικτά και αναμένουμε ότι θα  μελετηθούν ενδελεχώς από το ΥΠΠ, πριν προχωρήσει σε οποιεσδήποτε αλλαγές στο υφιστάμενο σύστημα.

Εάν και εφόσον, το ίδιο το ΥΠΠ, παρουσιάζει μελέτες αξιολόγησης του υφιστάμενου συστήματος που αποδεικνύουν ότι, όπως αυτό εφαρμόζεται, αποδίδει φτωχά αποτελέσματα, τότε θα πρέπει να προχωρήσει σε δομικές αλλαγές, εάν, όπως ισχυρίζεται, αναγνωρίζει την χρησιμότητα και την αναγκαιότητα του θεσμού στήριξης και ενίσχυσης των παιδιών που το έχουν ανάγκη.

Η έλλειψη ολοκληρωμένης πολιτικής προς αποφυγή του αναλφαβητισμού και αντιμετώπιση της σχολικής αποτυχίας όπως και η απουσία ορθολογιστικής πολιτικής για αλλόγλωσσους μαθητές με πλήρως οργανωμένα τμήματα υποδοχής, έχουν δημιουργήσει το τοπίο όπως αυτό εμφανίζεται σήμερα μέσα από τις επίσημες μελέτες αξιολόγησης  και τις στατιστικές του κράτους.

*Α Αντιπρόεδρος

Γραμματέας της Θεματικής Παιδείας

Κίνημα Σοσιαλδημοκρατών ΕΔΕΚ




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










1305