Εκπαίδευση και κατάρτιση ενηλίκων στην Ευρώπη: Διευρύνοντας την πρόσβαση στις ευκαιρίες Μάθησης


Κύριες επισημάνσεις του Δικτύου Πληροφοριών Ευρυδίκη

Ποιο είναι το εκπαιδευτικό επίτευγμα των ενήλικων Ευρωπαίων πολιτών; Ποιο επίπεδο γραμματισμού, αριθμητισμού και ικανοτήτων στην ΤΠΕ κατέχουν οι ενήλικες στην Ευρώπη; Απολαμβάνουν όλοι ίσες ευκαιρίες πρόσβασης στην προσφερόμενη διά βίου μάθηση; Τα στοιχεία που παρέχουν απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα αποτελούν την αφετηρία για την εκπόνηση της έκθεσης του Δικτύου Ευρυδίκη με θέμα Εκπαίδευση και Κατάρτιση Ενηλίκων στην Ευρώπη: Διευρύνοντας την Πρόσβαση στις Ευκαιρίες Μάθησης, η οποία απεικονίζει το καθεστώς εκπαίδευσης και κατάρτισης ενηλίκων στην Ευρώπη.

Με βάση τις προτεραιότητες που τίθενται στην ανανεωμένη ευρωπαϊκή ατζέντα για την εκπαίδευση ενηλίκων (2011), η έκθεση εστιάζει στις πολιτικές και τα μέτρα που στοχεύουν στην εξασφάλιση ικανοποιητικής πρόσβασης στις εκπαιδευτικές ευκαιρίες που απευθύνονται σε ενήλικες των οποίων οι δεξιότητες και τα προσόντα δεν ανταποκρίνονται πλήρως στη σημερινή αγορά εργασίας και στις απαιτήσεις της κοινωνίας. Με αυτόν τον τρόπο, η έκθεση προσφέρει μια ευρεία εικόνα, μελετώντας και εξερευνώντας ένα φάσμα αλληλοσυνδεόμενων τομέων. Ξεκινώντας με διάφορους δείκτες για την εκπαίδευση και κατάρτιση ενηλίκων, η έκθεση εξετάζει τόσο τις εθνικές πολιτικές δεσμεύσεις στο θέμα της εκπαίδευσης των ενηλίκων, όσο και τους κυριότερους τύπους προγραμμάτων με δημόσια χρηματοδότηση, τις ευέλικτες μορφές μάθησης και την πορεία προόδου, τις ενημερωτικές πρωτοβουλίες και τις υπηρεσίες καθοδήγησης καθώς και τη στοχευμένη οικονομική αρωγή.

Η έκθεση καλύπτει 35 εθνικά εκπαιδευτικά συστήματα σε 32 ευρωπαϊκές χώρες (όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ καθώς και την Ισλανδία, το Λιχτενστάιν, τη Νορβηγία και την Τουρκία). Στηρίζεται σε διάφορες πηγές δεδομένων, εκ των οποίων κυριότερη πηγή αποτελούν οι πληροφορίες που συγκέντρωσε το Δίκτυο Ευρυδίκη το 2014. Παράλληλα με τις πληροφορίες από την Ευρυδίκη, η έκθεση περιλαμβάνει επίσης στατιστικά στοιχεία όπως προκύπτουν από διεθνείς έρευνες και αποτελέσματα διαφόρων ερευνητικών προγραμμάτων.

Το παρόν δελτίο προσφέρει μια γενική επισκόπηση επιλεγμένων θεμάτων με τα οποία καταπιάνεται η έκθεση.

Περίπου 70 εκατομμύρια ενήλικες στην Ευρώπη δεν φοίτησαν στην ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Ένας τρόπος αξιολόγησης των γνώσεων και ικανοτήτων των συμβαλλομένων στην ευρωπαϊκή οικονομία έγκειται στη μελέτη του εκπαιδευτικού επιτεύγματος του ενήλικου πληθυσμού. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, περίπου ένας στους τέσσερις ενήλικες ηλικίας 25-64 ετών στην ΕΕ – δηλαδή περίπου 70 εκατομμύρια άνθρωποι – δεν ολοκλήρωσαν κανένα είδος τυπικής εκπαίδευσης πέραν του κατώτερου δευτεροβάθμιου επιπέδου. Στο ποσοστό συγκαταλέγονται και περίπου 20 εκατομμύρια άνθρωποι που εγκατέλειψαν το εκπαιδευτικό σύστημα μόλις στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Οι ευρωπαϊκές χώρες του Νότου είναι εκείνες που επηρεάζονται περισσότερο από τα χαμηλά επίπεδα εκπαιδευτικού επιτεύγματος του ενήλικου πληθυσμού. Υπάρχουν, επίσης, ουσιαστικές διαφορές μεταξύ των γενεών, με τους νέους ενήλικες να έχουν κατά μέσο όρο σημαντικά υψηλότερο επίπεδο εκπαιδευτικού επιτεύγματος σε σύγκριση με τον γηραιότερο πληθυσμό.

Περίπου ένας στους πέντε ενήλικες στην Ευρώπη έχουν χαμηλές ικανότητες γραμματισμού και αριθμητισμού και σχεδόν ένας στους τρεις έχει πολύ χαμηλές ή καθόλου δεξιότητες στην ΤΠΕ

Μολονότι το εκπαιδευτικό επίτευγμα είναι ένας σημαντικός δείκτης για το ανθρώπινο κεφάλαιο στην κοινωνία, δεν είναι πάντοτε έγκυρο εργαλείο για την εκτίμηση των ικανοτήτων του σε διάφορα γενικότερα πλαίσια. Συγκεκριμένα, οι ικανότητες που αποκτώνται στα πλαίσια του εκπαιδευτικού συστήματος ενδέχεται να καταστούν παρωχημένες εάν δεν συντηρούνται, ενώ, αντίθετα, οι κάτοχοι χαμηλού εκπαιδευτικού επιτεύγματος, είναι πιθανό να αποκτήσουν μια σειρά δεξιοτήτων μέσα από διαφορετικές εμπειρίες ζωής και εργασίας. Σε αυτό το πλαίσιο, το Πρόγραμμα Αξιολόγησης των Ικανοτήτων των Ενηλίκων του ΟΟΣΑ(PIAAC), το οποίο αξιολογεί απευθείας τα επίπεδα ικανοτήτων των ενηλίκων (ηλικίας 16-65 ετών), προσθέτει μια νέα προοπτική στη διακρατική συγκρισιμότητα του ανθρώπινου κεφαλαίου.

Κατά μέσο όρο, στις 17 χώρες της ΕΕ που συμμετείχαν στον πρώτο γύρο της έρευνας, 19,9 % και 23,6 % των ενηλίκων αντίστοιχα, έχουν χαμηλό επίτευγμα στο γραμματισμό και τον αριθμητισμό. Επιπλέον, τόσο από την έρευνα PIAAC όσο και από τη στατιστική της Κοινωνίας της Πληροφορίας της ΕΕ (ISOC) προκύπτει ότι περίπου 30 % των ενηλίκων στην ΕΕ έχουν από πολύ χαμηλές έως και καθόλου δεξιότητες στην ΤΠΕ. Μάλιστα η τελευταία πηγή επισημαίνει ότι σχεδόν οι μισοί ενήλικες στην Ευρώπη θεωρούν ότι οι ικανότητές τους στην ΤΠΕ δεν ανταποκρίνονται πλήρως στις σημερινές απαιτήσεις της αγορά εργασίας.

Οι ενήλικες που χρειάζονται περισσότερο την εκπαίδευση και κατάρτιση, τείνουν να έχουν λιγότερες ευκαιρίες να ωφεληθούν από τη διά βίου μάθηση.

Η συμμετοχή στην εκπαίδευση και κατάρτιση ενηλίκων καθορίζεται από διάφορους παράγοντες και συγκεκριμένα το εκπαιδευτικό επίτευγμα, το καθεστώς απασχόλησης, την επαγγελματική κατηγορία, την ηλικία και τις ικανότητες. Οι ενήλικες με χαμηλά ή καθόλου ακαδημαϊκά προσόντα, όσοι απασχολούνται σε ανειδίκευτα επαγγέλματα, οι άνεργοι και οι οικονομικά μη ενεργοί πολίτες, οι γηραιότεροι και όσοι κατέχουν ελάχιστη εξειδίκευση, είναι λιγότερο πιθανό να συμμετέχουν στη διά βίου μάθηση. Με άλλα λόγια, οι ενήλικες που χρειάζονται περισσότερο την εκπαίδευση και κατάρτιση είναι εκείνοι που έχουν τη μικρότερη πρόσβαση σε ευκαιρίες διά βίου μάθησης.

Οι διάφορες ατζέντες για τη χάραξη πολιτικής δίνουν έμφαση στην πρόσβαση στη διά βίου μάθηση για τις πιο ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες, εντούτοις σπάνια ορίζουν σαφείς στόχους προς επίτευξη

Η έρευνα του Δικτύου Ευρυδίκη δείχνει ότι η στήριξη για ενήλικες με χαμηλές βασικές ικανότητες ή ανεπαρκή προσόντα ενσωματώνεται πλέον ευρέως στις ατζέντες για τη χάραξη πολιτικής των χωρών, συχνά στα πλαίσια πολιτικών εκπαίδευσης και κατάρτισης, αλλά και στα πλαίσια ευρύτερων οικονομικών μεταρρυθμίσεων ή, πιο συγκεκριμένα, στα πλαίσια στρατηγικών για την απασχόληση. Ωστόσο, ενώ τα σχετικά κείμενα περιλαμβάνουν συνήθως ρητές αναφορές στην προώθηση της πρόσβασης στην εκπαίδευση και κατάρτιση για διάφορες ευάλωτες ομάδες, σπάνια αναφέρονται σε σαφείς σκοπούς και στόχους που θα πρέπει να επιτευχθούν. Επομένως, ακόμα και όταν υφίστανται διαδικασίες εποπτείας και αξιολόγησης, αυτές δεν απαντούν κατ’ ανάγκην στα πιο σημαντικά ζητήματα που επηρεάζουν τους ανθρώπους με χαμηλές βασικές ικανότητες ή χαμηλό επίπεδο προσόντων. Εγείρεται, συνεπώς, το ερώτημα κατά πόσο οι στρατηγικές και οι ατζέντες για τη χάραξη πολιτικής των χωρών έχουν πραγματική δυνατότητα να ενισχύσουν τις ευκαιρίες διά βίου μάθησης αφενός για τους ενήλικες με χαμηλά ακαδημαϊκά προσόντα και αφετέρου για άλλες ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες. Ο τομέας χρήζει περαιτέρω διερεύνησης.

Υπάρχουν πολλά εμπόδια που ενδέχεται να αποτρέπουν τους ενήλικες από τη συμμετοχή στη διά βίου μάθηση – αξίζουν προσοχής στη χάραξη πολιτικής

Η Έρευνα για την Εκπαίδευση Ενηλίκων καταδεικνύει ότι εμπόδια στη συμμετοχή των ενηλίκων στην εκπαίδευση συχνά σχετίζονται με χρονικούς περιορισμούς, είτε λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων είτε λόγω εργασιακού προγράμματος, αλλά και με οικονομικούς φραγμούς ή με την έλλειψη των «προαπαιτούμενων» (π.χ. απαραίτητα εκπαιδευτικά προσόντα για εισαγωγή) που μπορούν επίσης να αποτελούν τροχοπέδη ώστε να μην συμμετέχουν στη διά βίου μάθηση. Μελετώντας συγκεκριμένα τα εμπόδια που αναφέρουν οι ενήλικες με χαμηλά προσόντα (δηλαδή εκείνοι με εκπαιδευτικό επίτευγμα χαμηλότερο της ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης), κατά μέσο όρο, 21,8 % θεωρούν τις οικογενειακές τους υποχρεώσεις εμπόδιο για τη συμμετοχή τους στην εκπαίδευση και κατάρτιση, 13,6 % αναφέρουν δυσκολίες να συνδυάσουν την εκπαίδευση με το εργασιακό τους πρόγραμμα, 13,3 % επικαλούνται οικονομικά ζητήματα και 7,1 % εγείρουν το θέμα των ανεπαρκών «προαπαιτούμενων». Ως εκ τούτου, η ενίσχυση του ευέλικτου χαρακτήρα των προγραμμάτων (π.χ. με τη μάθηση εξ αποστάσεως, τον σχεδιασμό των μαθημάτων κατά ενότητες, τις εναλλακτικές οδούς εισαγωγής ή την επικύρωση των ανεπίσημων και άτυπων μορφών μάθησης) και η εκτίμηση της οικονομικής τους προσβασιμότητας, είναι πτυχές που χρήζουν προσοχής κατά τη χάραξη πολιτικής.

Μείζονα πρόκληση αποτελεί η προσέγγιση των ενηλίκων και η ενημέρωσή τους για τα οφέλη της διά βίου μάθησης

Περίπου 80 % των ενηλίκων που δεν συμμετέχουν στην εκπαίδευση και κατάρτιση δεν εκφράζουν ενδιαφέρον για συμμετοχή σε οργανωμένες εκπαιδευτικές δραστηριότητες, καταδεικνύοντας ότι η έλλειψη ενδιαφέροντος είναι η κατ’ εξοχήν συνηθέστερη αιτία αποχής. Ουσιαστικά, σε όλες τις χώρες η έλλειψη ενδιαφέροντος καθίσταται εμφανέστερη στην περίπτωση ενηλίκων με εκπαιδευτικό επίτευγμα χαμηλότερο της ανώτερης εκπαίδευσης σε σύγκριση με τους ενήλικες που ακολούθησαν ανώτερες σπουδές. Επιπλέον, είναι λιγότερο πιθανό άνθρωποι με χαμηλότερο εκπαιδευτικό επίτευγμα να αναζητήσουν πληροφορίες για εκπαιδευτικές ευκαιρίες σε σύγκριση με τους ανθρώπους που έχουν υψηλότερο επίπεδο εκπαιδευτικού επιτεύγματος.

Αν και οι πρωτοβουλίες ενημέρωσης είναι διαδεδομένες, είναι ελάχιστα γνωστή η αποτελεσματικότητά τους στην προσέγγιση ανθρώπων με χαμηλά ή καθόλου εκπαιδευτικά προσόντα

Η έλλειψη ενδιαφέροντος για τη διά βίου μάθηση και η περιορισμένη αυτόνομη έρευνα για πληροφόρηση σχετικά με τις εκπαιδευτικές ευκαιρίες δηλώνουν την ανάγκη να καταβληθούν προσπάθειες προς την κατεύθυνση της προσέγγισης και ενημέρωσης των ενηλίκων για τα προσφερόμενα εκπαιδευτικά προγράμματα ή προκειμένου να μπορέσουν να συνεργαστούν για τη δημιουργία μιας νέας παροχής προσαρμοσμένης στις δικές τους ιδιαίτερες ανάγκες. Οι δημόσιες αρχές στις περισσότερες χώρες γνωρίζουν την ανάγκη παρέμβασης στην προσέγγιση των ενηλίκων και στην παροχή κινήτρων για τη συμμετοχή τους στη διά βίου μάθηση. Πράγματι, την τελευταία πενταετία, οι περισσότερες χώρες πραγματοποίησαν σημαντικές εκστρατείες ευαισθητοποίησης και ενημέρωσης. Ωστόσο, ο αντίκτυπος αυτών των πρωτοβουλιών στη συμμετοχή των πιο ευάλωτων ομάδων σπάνια αξιολογείται.

 




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










195