Σε πόσο βάθος αγλωσσίας θα καταβυθιστούμε ακόμη για να συνειδητοποιήσουμε πως οφείλουμε να δράσουμε, ειδάλλως υπογράφουμε το τέλος μιας διαδρομής χιλιετιών;
ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΧΑΤΖΗΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ*
Σε μιαν από τις ομολογουμένως όχι ιδιαίτερα πυκνές ηδυπαθείς σκηνές του κινηματογραφικού αριστοτεχνήματος “Serpico”, ο σκηνοθέτης Sidney Lumet σύρει τον ανυπέρβλητο Al Pacino μέχρι την αγκαλιά της γλυκυτάτης Barbara Eda-Young σε μιαν απόπειρα να του χαρίσει την φρούδη αίσθηση της αφαίρεσης από την ωμή φρίκη της νεοϋρκέζικης πραγματικότητος. Ο αστυνομικός Frank Serpico ταλανίζεται από μιαν αρκούντως σπάνια, στον χώρο που επέλεξε να εργαστεί, ασθένεια: ακεραιότης. Ο ήρωας ζωντάνευε στην οθόνη το 1973 χάρις στην πένα του Peter Maas. Όλα τούτα υπό τον μουσικό ήχο του Μίκη Θεοδωράκη.
Είχε, λοιπόν, έλθει η στιγμή να ακούσουμε την ιστορία ενός σοφού βασιλιά από τα χείλη της Laurie: κάποτε ο άρχοντας αυτός κυβερνούσε με σοφία και δικαιοσύνη το βασίλειό του και όλοι τον αγαπούσαν και τον σέβονταν. Κάποιαν στιγμή, ως είθισται, η κακιά μάγισσα, μη αντέχοντας άλλο τόσην αρμονία, δηλητηριάζει το πηγάδι από το οποίο υδρεύονται οι ανυποψίαστοι υπήκοοι, οι οποίοι, αφού έχουν καταναλώσει το φαρμακωμένο νερό, χάνουν τα λογικά τους μέχρι και τον τελευταίο. Και, όπως είναι φυσικό, βγαίνουν στους δρόμους διαδηλώνοντας κατά του βασιλιά τους, ο οποίος, στα μάτια τους, φαντάζει επιεικώς θεοπάλαβος, από την στιγμή που ήταν ο μοναδικός άνθρωπος ανάμεσά τους που δεν είχε γευθεί το νερό της μάγισσας. Στο τέλος της ιστορίας μας, ο βασιλιάς πίνει οικειοθελώς από το εν λόγω νερό, παραφρονεί, αλλά επιτυγχάνει αμέσως ξανά την αποδοχή του λαού του, ο οποίος πανηγυρίζει φρενιτιωδώς την επαναφορά του άρχοντα στην “λογική”.
Κάποτε στο μέλλον, εάν τελικά υπάρξει, οι ιστορικοί του θα ταλαιπωρηθούν αναλώνοντας τόνους φαιάς ουσίας πραγματευόμενοι το γιατί, δύο περίπου χιλιάδες χρόνια μετά από τα αυθεντικά Χριστούγεννα, η γλώσσα, οι κληρονόμοι της οποίας σεμνύνονται για τις τέχνες, τις επιστήμες, τον πολιτισμό και η οποία χαίρει ακράτου θαυμασμού και καθολικής εκτιμήσεως ανά το παγκόσμιον, απαξιώνεται με τόσο αβάστακτη ελαφρότητα στα μέρη της. Η επίμοχθη και χρονοβόρα διαδικασία κατάκτησης της γλώσσας μας θεωρείται εδώ και δεκαετίες χάσιμο χρόνου. Οι καταιγιστικοί ρυθμοί μιας εποχής που προσηλώνεται ολοένα και πιο εμμανώς στην επιφάνεια και ολοένα και πιο αμυδρώς στο βάθος, έχουν καθιερώσει στους χώρους της εκπαίδευσης την άγραν των γνώσεων με τις οποίες τα παιδιά θα ξεκλειδώσουν τρόπους να βγάλουν λεφτά και όχι τον κόσμο. Για το τι εστί γλώσσα, δεν θα καταφύγω στους γλωσσολόγους, όπως και για το τι εστί επικοινωνία δεν θα αποταθώ στους επικοινωνιολόγους. Θα προστρέξω σε κάποιον από τους γλαφυρούς χαρακτήρες που πλαισιώνουν τον πρωταγωνιστή στο δεύτερο βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου: “Η γλώσσα, αγαπητέ μου, όπως και το συναίσθημα και οι ευγενικές χειρονομίες, είναι τα μόνα που μας απόμειναν για να ξαναβρούμε την φαντασία μας, την δυνατότητα να ξαναονειρευτούμε, την δυνατότητα της ατομικής μας ελευθερίας και ευθύνης, γι' αυτό βάλανε και την γλώσσα στον Προκρούστη και από πολυσήμαντη ανθρώπινη λειτουργία, προσπαθούν να την μετατρέψουν σε απλό παραγωγικό εργαλείο. Μέσα από την απλούστευση, σιγά σιγά, καταργούν το ζωντανό κυκλοφοριακό σύστημα της γλώσσας, όπου οι λέξεις είναι εκδηλώσεις του πνεύματος, του συναισθήματος και της συγκίνησης, δηλαδή λέξεις φορτισμένες με την μέγιστη έκφραση, ενέργεια και σαφήνεια και στην θέση τους, τάχα για οικονομία, κατασκευάζουν έτοιμα σχήματα και συνθήματα που απονευρώνουν την σκέψη, σκοτώνουν την φαντασία, χαλαρώνουν μέχρι να εξαφανίσουν την σχέση μεταξύ σκέψης και συναισθήματος, διαλύουν και σκορπούν κάθε ψυχική ένταση. Έτσι η γλώσσα παύει να είναι έκρηξη, τσακμάκισμα σκέψης και συναισθήματος, παύει να είναι περιπέτεια, παύει να είναι έκφραση του φορέα της, παύει να είναι επικίνδυνη για την εξουσία και το σύστημα. Από ζωντανός οργανισμός και οργασμός, καταντάει ένας τεχνικός κώδικας διαχειριστικής συνεννόησης, αλλά χωρίς ''νόηση''...”.
Σε μιαν εποχή που έχει αποδυθεί με τόσον ζήλο στον αγώνα για την πολτοποίηση αξιών, μεγεθών, εννοιών, που έχει σχετικοποιήσει τα πάντα, που αρνείται να διακρίνει το θύμα από τον θύτη, που επαίρεται αναπαράγοντας αφιονισμένους καταναλωτές προϊόντων και σχέσεων, αποχαυνωμένους θεατές και χειροκροτητές στην τηλεοπτική ιλαροτραγωδία που προάγει ιλιγγιωδώς την εξηλιθίωση, τι αναμένουμε από την εκπαίδευση; Από την στιγμή που ο έφηβος αντιλαμβάνεται σε ποιαν ακριβώς αξιακή κλίμακα κινείται το κοινωνικό αισθητήριο του σύγχρονου ανθρώπου, γιατί να μπει στον κόπο να ζορίσει τον εαυτό του; Οι μαθητές μας εγκαταλείπουν την σχολική αίθουσα κατευθυνόμενοι στα πανεπιστήμια, στα στρατόπεδα – κατά βούλησιν – και στους χώρους εργασίας χωρίς να έχουν αποσαφηνίσει εντός τους έννοιες όπως ελευθερία, πατρίδα, έθνος, κράτος, δημοκρατία. Σε πόσο βάθος αγλωσσίας θα καταβυθιστούμε ακόμη για να συνειδητοποιήσουμε πως οφείλουμε να δράσουμε, ειδάλλως υπογράφουμε το τέλος μιας διαδρομής χιλιετιών; Συγχρωτιζόμενος με τις ευπαθείς αυτές ηλικίες, το πρώτο θέμα που περισπά την αντίληψή σου ως ακανθώδες, είναι το ζήτημα της ταυτότητος. Τα παιδιά αγνοούν από πού έρχονται. Κατά συνέπειαν, γιατί να νοιαστούνε προς τα πού πορεύονται;
Ο ευάλωτος χώρος της εκπαίδευσης χειμάζεται όταν η κοινωνία που διατηρεί την ευθύνη για τον χώρο αυτόν νοσεί. Θα ήταν αδύνατον να συμβαίνει οτιδήποτε άλλο. Εκτός από το ζήτημα των ελληνικών, στο οποίο θεωρώ ότι η αδιαφορία και η τσαπατσουλιά των τελευταίων δεκαετιών σε επίπεδο πανεθνικό έχουν αναρριχηθεί σε ύψη εγκληματικά, έχουμε να αναμετρηθούμε με μιαν φαύλη παθογένεια των ημερών μας: αφού υποταχθήκαμε ασμένως στην σκοτοδίνη μιας προϊούσης υλοφροσύνης μετά την εισβολή, μιας επίπλαστης ευμάρειας, μιας ευζωίας που κλίνει αποκλειστικώς προς την μεριά της υλικής αφθονίας, έχουμε εκφυλιστεί μέχρι το όριο της ανεπάρκειας να διακρίνουμε το ουσιώδες από το μάταιον. Το κριτήριο μιας ολόκληρης κοινωνίας, ίσως ενός πλανήτη, ψυχορραγεί κλινήρες. Οφείλουμε να θυμηθούμε και να επιχειρήσουμε να μεταλαμπαδεύσουμε και στα παιδιά μας πως τα ψιμύθια όλου του κόσμου (μακιγιάζ στα ελληνικά) δεν είναι αρκετά για να καλύψουν το κενόν ενός ανθρώπου. Πως η σχέση με τον εαυτό σου και με τους άλλους απαιτεί και κόπο και χρόνο και δεν εμπίπτει επ' ουδενί λόγω στην σφαίρα της χαζοχαρούμενης ευκολίας. Πως η παιδεία δεν συναρτάται μόνο με τους βαθμούς, τα πτυχία και τους λογής τίτλους, αλλά κυρίως με τον τρόπο που συμπεριφερόμαστε σε μιαν άγνωστη έγκυο, στην οικιακή βοηθό, σ' έναν γέρο, στην καθαρίστρια του σχολείου, σε όλα τα ανυπεράσπιστα πλάσματα, στα ζώα, στα φυτά, με το πώς οδηγούμε. Πως ζωή δεν μπορεί να είναι αυτή η ελεεινή επέλαση της ηλεκτρονικής κακομοιριάς που ξεχειλίζει από τα μονήρη δωμάτια του καιρού μας. Πως έρωτας δεν σημαίνει απλώς ελεγχόμενη διαχείριση ανταλλαγής υγρών, αλλά αυτό που εκφράζει ο Χρήστος Γιανναράς, δηλαδή αφετηρία μιας σχέσης, μιας εξόδου από το εγώ, μιας αυτοπαράδοσης, μιας αυτοπροσφοράς. Υπό το βάρος αυτών των λέξεων, η διδασκαλία ορίζεται ως κατ' εξοχήν ερωτική πράξη.
Δεν αποτελεί προαπαιτούμενο το να έχεις ευλογηθεί τόσο από την φύση όσο ο σαγηνευτής Bob Dylan για να αντιληφθείς πως οι καιροί αλλάζουν. Υπάρχουν εποχές μεταρσιώσεως. Υπάρχουν εποχές εξαχρειώσεως. Δεν αναμένω σε καμμία περίπτωση να αλλάξει κάτι προς το καλύτερο όσο αυτό που θα αποκαλούσαμε κοινωνικό κλίμα εμμένει στον παρόντα κώδικα στάθμισης, αυτόν της εγωκεντρικής βολικότητος. Θέλουμε μιαν γλώσσα χωρίς ορθογραφία και χωρίς κανόνες, ένα σχολείο χωρίς κόπο, έναν διευθυντή που αδυνατεί για πολλούς λόγους να τιμωρήσει το παιδί μας οτιδήποτε κι αν αυτό κάνει, μιαν αστυνομία που δεν μας ενοχλεί στον δρόμο και μπορούμε να την στολίζουμε άφοβα με κάθε ευκαιρία (εκτός αν την χρειαστούμε), έναν στρατό χωρίς δοκιμασίες κι ένα στρατόπεδο στην αυλή μας, μιαν δίαιτα που δεν μας στερεί απολύτως τίποτε, αλλά αφανίζει τα παραπανίσια κιλά σε μερικές μέρες, μιαν λαμπρή καριέρα στον χώρο του θεάματος χωρίς να έχουμε κάτι το πραγματικά αξιομνημόνευτο να μαρτυρήσουμε και ούτω καθεξής. Δεν ξέρω τι μπορεί να κάνει κάποιος γι' αυτό το κοινωνικό κλίμα. Ακόμη κι αν αυτός ο κάποιος είναι το ίδιο το κράτος. Δεν γνωρίζω αν είναι ωφέλιμο να σπαταλήσουμε άλλον έναν αιώνα πελαγοδρομώντας σε ενδελεχείς αντιλογίες περί μεταρρυθμίσεων, αναδιαρθρώσεων, ιδιωτικοποιήσεων. Υπάρχει, παρ' όλ' αυτά, κάτι που ευχαρίστως θα ιδιωτικοποιούσα εδώ και πολύν καιρό, μήπως με τούτον τον τρόπο ξεκινούσε κάτι ν' αλλάζει. Κι αυτό είναι οι δημόσιες σχέσεις.
*Φιλόλογος
*Εισήγηση στη συζήτηση που πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας "Εκπαίδευση χωρίς Παιδεία;"