ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα θέματα στη συγκριτική εκπαιδευτική έρευνα είναι, κατά τον βρετανό συγκριτολόγο Robert Cowen, το θέμα των πτυχών της εκπαίδευσης μιας χώρας που δεν επιδέχονται αλλαγή. Οποιαδήποτε αλλαγή στις πτυχές αυτές θα είναι πιθανότατα θνησιγενής ή επιφανειακή. Ο ίδιος ονομάζει τα χαρακτηριστικά αυτά immunologies, δηλαδή πτυχές της εκπαίδευσης που συμπεριφέρονται ως να έχουν «εμβολιασθεί» και έχουν αποκτήσει ανοσία. Ο όρος αυτός μπορεί εύστοχα να χρησιμοποιηθεί για να εξηγήσει την αποτυχία των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα και στην Κύπρο (ο Αλέξης Δημαράς εξέδωσε το 1974 δίτομο βιβλίο με τίτλο «Η Μεταρρύθμιση που δεν έγινε»). Η γνώση των χαρακτηριστικών αυτών από εκείνους που είναι επιφορτισμένοι με το έργο της χάραξης εκπαιδευτικής πολιτικής στην κάθε χώρα βοηθά στο να επιλέγονται προσεκτικότερα τόσο οι τομείς στους οποίους θα επιχειρηθεί αλλαγή όσο και οι προσεγγίσεις που θα υιοθετηθούν.
Στην εκπαίδευση της Κύπρου ένα τέτοιο χαρακτηριστικό που αντιστέκεται για περισσότερο από έναν αιώνα τώρα στις προσπάθειες που καταβάλλονται για εξάλειψη ή περιορισμό του είναι ο φορμαλισμός στη μάθηση που προσφέρεται στα σχολεία μας. Με τον όρο αυτό εννοούμε τη δουλική προσκόλληση στο σχολικό εγχειρίδιο, την επίμονη προσπάθεια να προσλάβει η μάθηση έναν επίσημο και τυπικό χαρακτήρα, τον παπαγαλισμό, τον σχολαστικισμό, τη σπατάλη του χρόνου των μαθητών για να αποστηθίζουν «αηδή ποιήματα» και κανόνες της γραμματικής και του συντακτικού, και την πολύ μικρή σημασία που δίνεται σε πιο ουσιαστικές δραστηριότητες, όπως, για παράδειγμα, στην «άσκηση των μαθητών να «περιγράφουν με δικά τους λόγια τις ιδέες και τις εμπειρίες τους» και να αξιοποιούν τις εμπειρίες τους από την παρατήρηση της φύσης στα φυσιογνωστικά. Όλα τα πιο πάνω χαρακτηριστικά είναι από περιγραφές και παράπονα κυπριακών εφημερίδων του τέλους του 19ου αιώνα (Φωνή της Κύπρου15/27 Ιουνίου 1885,1, 2/6 Σεπτ.1893, Αλήθεια 18 Ιουνίου 1898,1-2), της Έκθεσης των άγγλων εκπαιδευτικών εμπειρογνωμόνων για την εκπαίδευση της Κύπρου το 1913 (Talbot and Cape, 1913:32), και των Υπομνημάτων του λαμπρού δασκάλου Χαράλαμπου Παπαδόπουλλου το 1925. Τα ίδια αναφέρονται και σε πολλές άλλες μεταγενέστερες πηγές.
Παρ’ όλες τις επανειλημμένες και έντονες προσπάθειες για περιορισμό του(εισαγωγή παιδοκεντρικής, συνεργατικής, συγκεντρωτικής, και δημιουργικής διδασκαλίας), ο φορμαλισμός στη μάθηση παραμένει μέχρι σήμερα πολύ ισχυρός, όπως αποδεικνύουν οι πιο κάτω ενδείξεις: το γεγονός ότι εξακολουθεί να υπάρχει επίσημη, αναγνωρισμένη γνώση η οποία είναι η μόνη που αναγνωρίζεται ως εκπαιδευτική γνώση, αφού αυτή και μόνο εξετάζεται, το γεγονός ότι οι μαθητές καλούνται να αναπαράγουν τη γνώση αυτή στις απαντήσεις τους χωρίς να δίνουν σημασία στη δημιουργία νέας γνώσης με αναστοχασμό, το ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος της γνώσης αυτής είναι άσχετη με την καθημερινή πραγματικότητα, η διατήρηση του θεσμού του ενός και μόνου εγχειριδίου για κάθε μάθημα, το γεγονός ότι θεωρείται ότι δεν μπορεί να γίνει διδασκαλία ενός μαθήματος αν δεν υπάρχει έτοιμο εγκεκριμένο βιβλίο (στην Ελλάδα η έναρξη της διδασκαλίας (1874)του μαθήματος της Πειραματικής Φυσικής καθυστέρησε τριανταοκτώ χρόνια μετά την έκδοση κυβερνητικού διατάγματος για εισαγωγή του)(1836) μέχρις ότου ετοιμασθεί σχετικό βιβλίο), ο θεσμός της έγκρισης ή/και έκδοσης των βιβλίων από το ίδιο το υπουργείο παιδείας τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο, η αγωνία των γονέων για έγκαιρη άφιξη των σχολικών βιβλίων (διαμαρτύρονται για καθυστέρηση) αλλά και των υπουργών παιδείας (μεταβαίνουν για έλεγχο στην Αποθήκη του ΥΠΠ για να βεβαιωθούν ότι είναι έτοιμα-- στο παρελθόν είδαμε στην τηλεόραση έναν υπουργό να συμμετέχει στ διανομή των βιβλίων στους μαθητές ενός σχολείου, προφανώς για να τους υπογραμμίσει τη μεγάλη σημασία τους για τη μόρφωσή τους), η εσφαλμένη αντίληψη ότι η γνώση μεταδίδεται στους μαθητές αναλλοίωτη όπως περιέχεται στο βιβλίο χωρίς καμιά επίδραση από το δάσκαλο (teacherproof), η απαίτηση ομάδας εκπαιδευτικών να καθορίζεται λεπτομερώς από το ΥΠ η εκπαιδευτική ύλη και ο τρόπος διδασκαλίας, ώστε οι ίδιοι να μην έχουν καμιά ευθύνη αν οι μαθητές τους δεν μάθουν αυτά που πρέπει, και η μεγάλη εκπαιδευτική και κοινωνική αναστάτωση που δημιουργείται, όταν οι μαθητές ή /και οι γονείς καταγγείλουν ότι μια ερώτηση ή μέρος ερώτησης που υποβλήθηκε στις Παγκύπριες Εξετάσεις δεν περιλαμβάνεται στο σχολικό βιβλίο. Ακόμα και η αξιολογική έκθεση της Ουνέσκο του 1997 αποφαίνεται πως ο φορμαλισμός στην εκπαίδευση της Κύπρου παραμένει. Όπως σημειώνει στις σελ.47-48, «από τους μαθηματικούς που συμπλήρωσαν το ερωτηματολόγιο για την έρευνα TIMSS οι Κύπριοι ήταν στην κορυφή του καταλόγου εκείνων που θεώρησαν την απομνημόνευση τύπων και διαδικασιών» ως βασική δεξιότητα.
Οι λόγοι της τόσης επιμονής είναι πολλοί. Οι κυριότεροι είναι δυο, πρώτα οι αντιλήψεις για τη γνώση και, δεύτερο, ο συγκεντρωτισμός του εκπαιδευτικού συστήματος. Η εκπαιδευτική γνώση τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο εθεωρείτο πάντοτε απόλυτη και δεδομένη. Γι αυτό έπρεπε να διορίζονται επιστημονικές επιτροπές από μέλη που γνώριζαν αυτή τη γνώση για να ελέγχουν το περιεχόμενο και τη λεκτική διατύπωση των βιβλίων που υποβάλλονταν για κρίση και να αποφασίζουν ποιο από τα υποψήφια βιβλία περιείχε με μεγαλύτερη πιστότητα και ακρίβεια αυτή τη γνώση. Από τη στιγμή που εγκρινόταν το βιβλίο, υιοθετείτο ως το μοναδικό εγχειρίδιο. Ο δεύτερος λόγος είναι ο συγκεντρωτισμός του συστήματος. Ένα συγκεντρωτικό σύστημα πρέπει να επιβάλλει ομοιομορφία και στενό έλεγχο κατά πόσο η εκάστοτε εγκρινόμενη εκπαιδευτική γνώση τηρείται στις ανταγωνιστικές εξετάσεις (Πανελλήνιες, Παγκύπριες) και κατά πόσο δεν ζητούνται στις ερωτήσεις γνώσεις ή απόψεις που είναι έξω από τη διδακτέα ύλη και το εγχειρίδιο ή κατά πόσο ζητείται από τους υποψηφίους να προχωρήσουν πέρα από την αναπαραγωγή γνώσης από τα διδακτικά βιβλία. Κάτι τέτοιο απαγορεύεται αυστηρά γιατί σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα υπάρχει πρότυπο για τους διορθωτές σχετικά με το ποιο είναι τα σωστό και, επομένως, θα υπάρχει κίνδυνος ανομοιόμορφης κρίσης των απαντήσεων των διαγωνιζομένων και συνεπώς αδικίας. Όπως διαπίστωσε ο ΟΟΣΑ στην αξιολογική του Έκθεση(1995) για την ελληνική εκπαίδευση, υπάρχει μεγάλη έλλειψη εμπιστοσύνης από πλευράς γονέων και μαθητών έναντι των εκπαιδευτικών. Ενόψει της πιο πάνω πρακτικής, διερωτάται κανείς ποιο θα είναι το κίνητρο για τους μαθητές να διαβάζουν τα βιβλία που θα γράφονται από ακαδημαϊκούς και θα διανέμονται δωρεάν στους μαθητές, όπως εισηγήθηκε προχθές βουλευτής της Λεμεσού (Paideia-Νews, 15 Νοεμ.2016).
Στους πιο πάνω λόγους πρέπει να προστεθεί βέβαια και το θέμα του τρόπου σκέψης και της πνευματικής δομής των Ελλήνων και των Ελληνοκυπρίων που έχει διαμορφωθεί από αυτή την εκπαίδευση τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια. Αυτός ο τρόπος σκέψης δυσκολεύεται να ανεχθεί διαφορετική θέαση των πραγμάτων.
Νομίζω πως δεν χρειάζεται να τονισθεί ότι η επιμονή στον φορμαλισμό αποτελεί μια τροχοπέδη για την εκπαίδευση της Κύπρου, αφού την εμποδίζει να ασκήσει τους μαθητές σε μερικές από τις σπουδαιότερες διανοητικές δεξιότητες, όπως το να σκέφτονται ανεξάρτητα, πρωτότυπα και δημιουργικά, οι οποίες αποτελούν απαραίτητα χαρακτηριστικά ενός μορφωμένου ανθρώπου τη σημερινή εποχή.
*Πρώην αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Κύπρου