ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΡΑΠΤΗ*
Τα τελευταία 30 χρόνια στην Ελλάδα έχουν γίνει πολλές απόπειρες μεταρρύθμισης στην παιδεία. Κάθε υπουργός Παιδείας φιλοδοξούσε να κάνει τη δική του «μεταρρύθμιση», εκτός από εκείνους τους υπουργούς που δεν προλάβαιναν και αποδομούνταν γρήγορα. Ο επόμενος συνήθως αμφισβητούσε την προηγούμενη "μεταρρύθμιση" (έστω και αν την είχε προτείνει υπουργός της ίδιας κυβέρνησης). Αυτό το επαναλαμβανόμενο μοτίβο της ασυνέχειας υπήρξε και θλιβερό ελληνικό «προνόμιο», σε σύγκριση με όσα συμβαίνουν σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες, στον όμιλο των οποίων φιλοδοξεί και η χώρα μας να ανήκει.
Οι «μεταρρυθμίσεις» αυτές, άλλοτε στο επίπεδο των εξαγγελιών και άλλοτε στο επίπεδο της εφαρμογής τους, περιορίζονταν σε επιφανειακές λύσεις, αφού ως επί το πλείστον είχαν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός τους το συνεχές αναβάπτισμα των εκπαιδευτικών βαθμίδων, τα συστήματα αξιολόγησης των μαθητών και των εκπαιδευτικών, εντοπίζοντας σε αυτά τα αίτια και τα μέσα θεραπείας των εκπαιδευτικών και οικονομικών κρίσεων, την εκπόνηση αναλυτικών προγραμμάτων, η εφαρμογή των οποίων ποτέ δεν μελετήθηκε, το γράψιμο και ξαναγράψιμο των σχολικών εγχειριδίων που συνοδεύονταν από μερικές οδηγίες για τον εκπαιδευτικό και πρόσφατα, ο εξοπλισμός των σχολείων με υπολογιστές. Ο παράγοντας εκείνος που είχε εντελώς παραμεληθεί και δεν φάνημε να έχει καμία προτεραιότητα, ήταν ο εκπαιδευτικός. Οι γραπτές οδηγίες, μερικά σύντομα σεμινάρια, θεωρητικού ως επί το πλείστον χαρακτήρα, ενδεχομένως και ο φόβος της δικής του αξιολόγησης, θεωρούνταν αρκετά για την επίτευξη της περιβόητης αλλαγής του ρόλου του στο σύγχρονο σχολείο.
Ο εκπαιδευτικός παρέμενε όλα αυτά τα χρόνια στο περιθώριο, περιορισμένος στο να ασκεί ένα ρόλο υπαλληλικό, χωρίς ουσιαστικά εφόδια, χωρίς τη δυνατότητα να αναπτύσσει δημιουργικές πρωτοβουλίες και να συμβάλλει περαιτέρω στην παραγωγή της γνώσης σε συνεργασία με άλλους φορείς, αλλά και με τους μαθητές του, με προωθημένες διαδικασίες και επίπεδα μάθησης και δράσης. Είναι βέβαια γεγονός ότι αρκετά μεταπτυχιακά προγράμματα αναπτύσσονται τελευταία στα πανεπιστήμια για τους εκπαιδευτικούς και πολλοί από αυτούς επιδιώκουν την αναβάθμιση της γνώσης και της θέσης τους στο σύστημα με την απόκτηση ενός μεταπτυχιακού κύκλου σπουδών. Παρ’ όλα αυτά, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει καθημερινά ο εκπαιδευτικός και οι απαιτήσεις από αυτόν διευρύνονται και γίνονται όλο και πιο πιεστικές.
Η γνώση όμως που χρειάζονται σήμερα οι εκπαιδευτικοί - όπως εξ άλλου και κάθε άλλος εκπαιδευόμενος - δεν μαθαίνεται με οδηγίες, με παρακολούθηση διαλέξεων με διάβασμα κάποιων βιβλίων, με εκπόνηση εργασιών και εξετάσεις. Αναπτύσσεται κυρίως με συνεχιζόμενη εκπαίδευση, κατάρτιση και ενδοσχολική επιμόρφωση, με την παροχή διδακτικών προτύπων και με τη βίωση εμπειριών και ευνοϊκών για τη μάθησή τους όρων, ανάλογων με εκείνους που θα επιθυμούσαμε να δημιουργήσουν και οι ίδιοι για τους μαθητές τους.
Η ανάγκη αυτή έχει φανεί ακόμη περισσότερο με την εξέλιξη και την εξάπλωση των σύγχρονων Τεχνολογιών της Πληροφορίας και της Επικοινωνίας (ΤΠΕ) στην εκπαίδευση, η οποία ξάφνιασε αρχικά τον εκπαιδευτικό κόσμο και τον βρήκε απροετοίμαστο, όσον αφορά τη δυνατότητά του να εκμεταλλευθεί τα νέα πλεονεκτήματα που αυτές διαθέτουν και τις νέες προκλήσεις που δημιουργούν. Και ενώ ο φόβος των περισσοτέρων είχε σχέση με τις δυσκολίες που μπορεί να υπάρχουν στην κατάρτιση των εκπαιδευτικών σε τεχνολογικό επίπεδο, αποδείχθηκε στη συνέχεια ότι οι πραγματικές και μεγαλύτερες δυσκολίες είχαν να κάνουν περισσότερο με την παιδαγωγική ικανότητα και εμπειρία των εκπαιδευτικών, αλλά και των εκπαιδευτών τους, να μάθουν να διδάσκουν «αλλιώς» με τη χρήση των τεχνολογικών εργαλείων και λιγότερο με την εκμάθηση των εργαλείων αυτών.
Από τα μέχρι τώρα δεδομένα της διεθνούς βιβλιογραφίας έχει φανεί ότι έχουν ήδη κατασκευαστεί διαφόρων ειδών και πολλά υποσχόμενα εκπαιδευτικά λογισμικά, όπως είναι οι μικρόκοσμοι, τα ανοιχτά λογισμικά μοντελοποίησης ποσοτικών και ποιοτικών προβλημάτων, τα λογισμικά προσομοίωσης φαινομένων ή πειραματικής δραστηριότητας, τα δυναμικά και δημιουργικά πολυμεσικά εργαλεία, που είναι προσβάσιμα από το Ίντερνετ, καθώς και οι συνεχώς αναπτυσσόμενες και ποικίλες διευκολύνσεις του διαδικτύου και των τηλεπικοινωνιών, που παρέχουν νέες προκλήσεις για τον μετασχηματισμό του μαθησιακού περιβάλλοντος από τον ίδιο τον εκπαιδευτικό μέσω της δραστηριοποίησης των μαθητών του. Οι μαθητευόμενοι διευκολύνονται έτσι πολλαπλώς να γίνονται συμμέτοχοι σε κοινότητες μάθησης και πρακτικής, ενώ η εκπολιτιστική διαδικασία γι’ αυτούς διευρύνεται ακόμη περισσότερο.
Πολλά τεχνολογικά περιβάλλοντα έχουν κατασκευαστεί για τη διευκόλυνση της μάθησης, μερικά από τα οποία χαρακτηρίζονται ως επαναστατικά, αφού χάρις στην παιδαγωγική τους αξιοποίηση από τον εκπαιδευτικό, είναι δυνατόν να προωθήσουν και να ενισχύουν την ενεργό, διερευνητική και βιωματική μάθηση, τον πειραματισμό με εργαλεία και αντικείμενα σκέψης που προωθούν τη μάθηση σε ανώτερα επίπεδα, τις πολλαπλές αναπαραστάσεις της γνώσης και τους πολλαπλούς τρόπους της μάθησης, που μένουν ανεκμετάλλευτοι στο σχολείο, τη συνεργασία και την αλληλεπίδραση μεταξύ των μαθητών, αλλά και την επινόηση νέων μορφών συνεργασίας από απόσταση και ανοίγματος του σχολείου στον έξω κόσμο, την ανάληψη και την υποστήριξη σύνθετων δραστηριοτήτων καθ’ όλα τα στάδια της διαδικασίας τους, την αλλαγή του ψυχολογικού κλίματος και των δομών επικοινωνίας μέσα στην τάξη.
Με όλους αυτούς τους τρόπους (που παραμένουν μόνον απλή δυνατότητα εάν δεν διαμεσολαβήσει ο εκπαιδευτικός), οι νέες τεχνολογίες βοηθούν εκπαιδευτικούς και μαθητές στην αλλαγή του μαθησιακού περιβάλλοντος, από το παράδειγμα της μετάδοσης και αναπαραγωγής της γνώσης, προς την κατεύθυνση του εποικοδομητικού και του χειραφετικού παραδείγματος. Συγχρόνως όμως, παρέχουν και ευκαιρίες για την απελευθέρωση των δημιουργικών δυνάμεων του εκπαιδευτικού και ενισχύουν την ανάπτυξη των επαγγελματικών του δεξιοτήτων.
Όπως έχει ήδη φανεί από τη διεθνή εμπειρία, οι δυνατότητες των ΤΠΕ μπορούν να αξιοποιηθούν για μια ριζική αναβάθμιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας στο σχολείο (κατ’ επέκταση και της κοινωνίας) κάτω όμως από ορισμένες προϋποθέσεις, που όταν απουσιάζουν, είναι δυνατόν να οδηγήσουν ακόμη και στην ενίσχυση, αντί της υπέρβασης, ορισμένων ανεπιθύμητων χαρακτηριστικών και εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων. Εκείνο βέβαια που θα τους προσδώσει αξία, είναι η παιδαγωγική μάλλον χρήση των δυνατοτήτων αυτών και όχι τόσο η τεχνολογική διάστασή τους καθ’ εαυτή.
Διότι οι απελευθερωτικές δυνατότητες που υπόσχονται οι ΤΠΕ δεν είναι αυτονόητες και δεν πραγματώνονται μηχανικά και απρόσκοπτα, αλλά προϋποθέτουν ορισμένες αλλαγές νοοτροπιών και πρακτικών στο σύνολο των φορέων που εμπλέκονται στην εκπαιδευτική διαδικασία. Απαραίτητος όρος για κάθε αλλαγή και μεταρρύθμιση προς αυτή την κατεύθυνση είναι, σε τελευταία ανάλυση, ο εκπαιδευτικός με παιδαγωγική γνώση και εμπειρία, που μαθαίνει και αξιοποιεί κατάλληλα τις δυνατότητες της νέας τεχνολογίας.
Για τους λόγους αυτούς, υπάρχει ανάγκη να καθιερωθεί για τους εκπαιδευτικούς ένα οργανωμένο σύστημα επιμόρφωσης, που συνδυάζει τη θεωρία με την πράξη, με επίκεντρο το σχολείο, με προγράμματα που αποβλέπουν στην παραγωγή χρήσιμου συλλογικού έργου, στη συστηματική εισαγωγή καινοτομιών και τη μελέτη των αποτελεσμάτων τους, στη συνεχιζόμενη εκπαίδευση και τη συμβουλευτική στήριξη των εκπαιδευτικών ως συμμετόχων και πρωταγωνιστών στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και αλλαγή.
Διότι το ζήτημα πλέον δεν είναι μόνον αν οι μαθητές και οι δάσκαλοι έχουν βιβλία, εν προκειμένω και εργαστήρια υπολογιστών, αλλά τι κάνουν με αυτά. Ανάμεσα στο περιεχόμενο της ύλης, στα εργαλεία και στη διδακτική πράξη, με την οποία διευκολύνεται ουσιαστικά η μάθηση των μαθητών, χρειάζεται να μεσολαβήσει ο εκπαιδευτικός, ώστε να μετατρέψει την επίσημη γνώση, που βρίσκεται ακόμη σε επίπεδο αφηρημένης πληροφορίας με δυσνόητα επικοινωνιακά σήματα, σε παιδαγωγική δραστηριότητα, σε μετασχηματιστική για το νου και την ψυχή των μαθητών εμπειρία, που θα προωθήσει τη μάθηση σε ανώτερα επίπεδα πέραν, εκείνου της απομνημόνευσης ή της αναπαραγωγής έτοιμων συνταγών επίλυσης προβλημάτων. Μεσολαβούν, δηλαδή, ζητήματα που άπτονται πολλών επιστημών της εκπαίδευσης και της διδακτικής και της μετατροπής της άψυχης τεχνολογίας σε γνωστικό εργαλείο, ζητήματα εφαρμοσμένης παιδαγωγικής γνώσης και εμπειρίας των ίδιων των εκπαιδευτικών.
Η σημασία της διαμεσολάβησης του εκπαιδευτικού και της δυνατότητάς του να δώσει στο μαθησιακό περιβάλλον σάρκα και οστά, τονίζεται όλο και περισσότερο.Σήμερα εξάλλου ζητείται από τον εκπαιδευτικό να ασκήσει πολλαπλούς και δύσκολους ρόλους. Να μάθει, δηλαδή, να γίνεται καλός:
Δεν είναι εύκολο όμως να κάνει όλα αυτά ο εκπαιδευτικός χωρίς βοήθεια από το εκπαιδευτικό σύστημα με μόνα εργαλεία την συμβουλευτική εποπτεία και την αξιολόγηση του έργου του και χωρίς την υποστήριξή του από άλλα έμπειρα άτομα και από εκπαιδευτικούς θεσμούς. Η αναγκαία διδακτική στροφή δεν είναι εύκολη, ούτε υπάρχουν έτοιμες συνταγές. Αυτή συνεχώς οικοδομείται και ανακαλύπτεται και ο ρόλος που παίζει σε αυτή τη διαδικασία ο σύγχρονος εκπαιδευτικός είναι καταλυτικός.
Στο σημείο αυτό αποκαλύπτεται και το έλλειμα παιδαγωγικής και συμβουλευτικής στήριξης του εκπαιδευτικού πάνω στην εκπαιδευτική πράξη από το εκπαιδευτικό σύστημα. Αυτό βρίσκεται στην καρδιά του προβλήματος, όμως είναι πιο εύκολο και παραδοσιακά πιο δημοφιλές να αποδίδονται ευθύνες για τις τυχόν υστερήσεις στο μαθητή ή τον εκπαιδευτικό, με το αιτιολογικό της τεμπελιάς, της ανικανότητας της αδιαφορίας... Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια αυτό έχει γίνει κατανοητό και οι εκπαιδευτικές ηγεσίες εφαρμόζουν προγράμματα εφαρμοσμένης παιδαγωγικής κατά την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στην δημιουργική αξιοποίηση των ΤΠΕ σε όλα τα γνωστικά αντικείμενα. Υπάρχει όμως πολύς δρόμος για να καλυφθούν οι ανάγκες και, προπάντων, να επιχειρηθεί μία πολύ σημαντική μεταρρύθμιση: αυτή που θα έχει στο επίκεντρό της τον εκπαιδευτικό και τον μετασχηματισμό της παιδαγωγικής και επαγγελματικής του επάρκειας. Είναι πλέον φανερό ότι, χωρίς σοβαρή επένδυση στον εκπαιδευτικό, χωρίς προσφορά ουσιαστικής βοήθειας προς αυτόν, καμία μεταρρύθμιση δεν μπορεί να πραγματωθεί και κανένα εκπαιδευτικό υλικό, μέσο ή εργαστήριο υπολογιστών δεν μπορεί από μόνο του να μετουσιώσει την παρουσία του στο σχολείο σε μάθηση και ανάπτυξη.
*Ομ. Καθηγητής Παν/μίου Αθηνών,
Επιστημονικός Υπεύθυνος του Μεταπτυχιακού Κύκλου Σπουδών του The Limassol College «Οι ΤΠΕ στην Εκπαίδευση»
www.thelimassolcollege.com