ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΠΙΤΣΙΛΛΗ*
Το πρόβλημα στην πιθαμή ξηράς μέσα στη θάλασσα που ονομάζεται Κύπρος, είναι ότι οι πολιτικοί μας ταγοί, έχουν την ψευδαίσθηση ή απλά νομίζουν ότι μπορούν να μας πείσουν ότιη εκπαίδευση μας μπορεί να έχει τα αποτελέσματα της Φινλανδίας, με προϋπολογισμό Ρουμανίας. Αντί να διορθώνουν τα προβλήματα στη βάση της κοινής λογικής, της εμπειρίας των άλλων χωρών και της αξιολόγησης, προσπαθούν με πειραματισμούς να κερδίσουν τις εντυπώσεις. Έχοντας ψηλότερα στην αξιακή τους ιεραρχία τις κομματικές αξίες, υποβαθμίζουν το έργο και τις προσπάθειες των προηγούμενων που ήταν "άσχετοι" και αντί να διορθώσουν τα λάθη τους και να προχωρήσουμε ομαλά με μια στοιχειώδη πυξίδα στο χέρι, ανακαλύπτουν κάτι δικό τους και καταλήγουμε να μην ξέρουμε πού πατούμε και πού πηγαίνουμε. Οι δάσκαλοι αναλαμβάνουν των ρόλο των σωστικών λέμβων που βολοδέρνονται στα κύματα και οι μαθητές συνήθως προσπαθούν να γλυτώσουν από τον προδιαγραφόμενο πνιγμό στη φουρτουνιασμένη θάλασσα της διδασκαλίας, της γνώσης, της παιδείας και της παραπαιδείας.
Με ποιο τρόπο αναμένει το Υπουργείο από τους εκπαιδευτικούς να στηρίξουν τις καινοτομίες στην εκπαίδευση αφού το ίδιο το Υπουργείο υποσκάπτει με τον τρόπο του την εφαρμογή τους. Η εισαγωγή τους γίνεται συνήθως βεβιασμένα αφού ο σχεδιασμός τους γίνεται με έναν εμφανώς αποσπασματικό και πρόχειρο τρόπο ώστε να ξεκινήσει η εφαρμογή τους χωρίς χρονοτριβή ώστε να δοθεί το μήνυμα ότι η «εκπαίδευση αλλάζει». Συνεπώς εμφανίζονται πολλά τρωτά, αντιφάσεις και λάθη τόσο στη φιλοσοφία όσο και στο περιεχόμενο.
Επιπλέον η εφαρμογή μιας οποιασδήποτε καινοτομίας προϋποθέτει ομολογουμένως ένα οικονομικό κόστος, είτε μικρό είτε μεγάλο. Δεν μπορεί να γίνεται λόγος εφαρμογής καινοτομιών χωρίς η κυβέρνηση να ξοδέψει ούτε ευρώ. Κάθε αλλαγή ή καινοτομία απαιτεί κόστος τόσο για τον σχεδιασμό αλλά πολύ περισσότερο για την εφαρμογή αφού συχνά χρειάζεται η αναβάθμιση της υλικοτεχνικής υποδομής, επιμόρφωση του ανθρώπινου δυναμικού και πρόσληψη επιπλέον εργαζομένων οι οποίοι θα στηρίξουν με την εργασία τους το σύστημα ώστε να καλυφτούν οι επιπλέον ανάγκες που προκύπτουν (διοικητικές διδακτικές εξωδιδακτικές).
Ποιοι είναι υπεύθυνοι για την εκπαιδευτική πολιτική ενός κράτους; Οι εκλεγμένοι πολιτικοί ηγέτες, η κυβέρνηση ή οι εκπαιδευτικοί και οι ειδικοί; Η κυβέρνηση της Σουηδίας είχε αναθέσει πριν μερικά χρόνια το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Παιδείας στην 27χρονη Άιντα Χάτζιαλιτς με καταγωγήαπό τη Βοσνία. Εύλογα γεννιούνται ερωτηματικά για την επάρκεια ενός νεαρού κοριτσιού να αναλάβει το Υπουργείο Παιδείας. Η απάντηση είναι απλή. Στις ανεπτυγμένες χώρες, οι οποίες έχουν να παρουσιάσουν ένα σοβαρό έργο στην εκπαίδευση, την εκπαιδευτική πολιτική δεν τη χαράζει ούτε η κυβέρνηση ούτε ο υπουργός παιδείας που έτυχε να τοποθετηθεί στη συγκεκριμένη καρέκλα. Η εκπαιδευτική πολιτική χαράσσεται από ειδικούς σε θέματα ανάπτυξης προγραμμάτων, συμβούλια και επιτροπές που δεν βασίζονται απλά και μόνο στην κομματική εκπροσώπηση. Βασίζονται σε έρευνες, σε αξιολογήσεις προγραμμάτων που γίνονται μέσα στα σχολεία με τη συνδρομή των μάχιμων εκπαιδευτικών και όχι σε γραφεία με κλειστές πόρτες.
Η εκπαιδευτική πολιτική σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αλλάζει κάθε 5 χρόνια βυθίζοντας τα σχολεία στο χάος, αφήνοντας τους εκπαιδευτικούς στην αβεβαιότητα και τους μαθητές μετέωρους μεταξύ ημιμάθειας και αμάθειας. Η εκπαιδευτική πολιτική θα πρέπει να έχει συνέχεια και συνέπεια. Οι αλλαγές, οι καινοτομίες και παρεμβάσεις θα πρέπει να γίνονται με τρόπο που να μην ανατρέπουν το σύστημα αλλά να το βελτιώνουν, δίνοντας επιπλέον προοπτικές οι οποίες θα είναι συνυφασμένες με τις απαιτήσεις της σύγχρονης εποχής και γιατί όχι, εμποτισμένες σε κάποιο βαθμό και με τις ιδεολογικές αρχές της εκάστοτε δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης.
Με ποιο τρόπο αναμένει το υπουργείο να στηρίξουν οι εκπαιδευτικοί καινοτομίες που είναι αντίθετες στις παιδαγωγικές τους αξίες. Πώς είναι δυνατόν να ξεχάσουμε ότι έχουμε μάθει στα πανεπιστήμια, ό,τι έχουμε διδαχθεί από τους μεγάλους παιδαγωγούς της ιστορίας που έθεσαν στο κέντρο της μάθησης το παιδί. Πώς είναι δυνατόν να κλείνουμε τα μάτια στις διεθνείς έρευνες και εκθέσεις για θέματα παιδείας, διδακτικής, παιδικής ψυχολογίας κ.α και να αποδεχτούμε ένα νεοφιλελεύθερο μοντέλο εκπαίδευσης στη βάση των μετρήσιμων αποτελεσμάτων της μάθησης, της γραφειοκρατίας, της αριθμητικής αξιολόγησης του μαθητή και του ανταγωνισμού.
Με ποιον τρόπο μπορεί να μετρήσει κάποιος την ποιότητα των ανθρώπων που παράγουμε; Ποιοι παράγοντες θα μας βοηθήσουν να παράξουμε καλύτερους ανθρώπους για αυτήν την λιλιπούτεια αλλά εμφανώς διαβρωμένη και απολίτιστη κοινωνία; Τελικά τι είδους πολίτες θέλουμε να παράγουμε; Αυτά τα ερωτήματα θα πρέπει να μας απασχολούν όταν χαράζουμε εθνική πολιτική για την παιδεία και όχι: ποιες είναι οι απαιτήσεις της τρόικας ή ποιες οι εισηγήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας ή πώς θα ευημερήσουν οι αριθμοί είτε αυτοί είναι οικονομικοί δείκτες ή δείκτες επάρκειας και επιτυχίας.
Ανεξάρτητα των πολιτικών καταβολών του καθενός από μας μπορούμε να αναγνωρίσουμε ότι αυτές οι πολιτικές πλήττουν το δημόσιο σχολείο και προωθούν την ιδιωτική εκπαίδευση και την «ιδιωτικοποίηση» της εκπαίδευσης. Σαν δάσκαλοι και σαν πολίτες έχουμε ανάγκη και χρέος να διαφυλάξουμε το Δημόσιο Σχολείο.
Για αυτούς τους λόγους οι εκπαιδευτικοί δεν στηρίζουν τις καινοτομίες του Υπουργείου Παιδείας. Οι δάσκαλοι αποδεικνύουν καθημερινά στις τάξεις ότι δεν φοβούνται ούτε υπολογίζουν τον κόπο. Είναι δίπλα στα παιδιά και προσπαθούν να καλύψουν σφαιρικά τις ανάγκες του κάθε παιδιού ξεχωριστά. Είναι από τους πλέον καταρτισμένους και επιμορφωμένους εκπαιδευτικούς στον κόσμο και έχουν δικαίωμα και υποχρέωση να έχουν λόγο στη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής. Οι πολιτικοί προϊστάμενοι έρχονται και παρέρχονται, οι δάσκαλοι είναι αυτοί που μένουν και καλούνται να αγωνίζονται κάθε μέρα στην τάξηκοιτάζοντας τα παιδιά και τους γονείς τους στα μάτια.
*Δάσκαλος, Γραμματέας Επ. Γραφείου ΠΟΕΔ Λάρνακας, Πρόεδρος Επ. Επιτροπής ΑΚΙΔΑ Λάρνακας.