Εξετάσεις για το Νέο Σύστημα Διορισμών Εκπαιδευτικών και η ισότητα ευκαιριών


ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*

Τόσο το μεγάλο ποσοστό αποτυχίας στις εξετάσεις του περασμένου Νοεμβρίου για επιλογή υποψηφίων για τον κατάλογο διορισίμων όσο και η μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων συνέχιση της σκληρής πολεμικής εναντίον του νόμου που ψήφισε η Βουλή τον Απρίλη του 2014 για αλλαγή του τρόπου διορισμού στην εκπαίδευση ήταν αναμενόμενες. Η μεγάλη αποτυχία στις εξετάσεις ήταν αναμενόμενη όχι μόνο γιατί πολλοί υποψήφιοι αποξενώθηκαν από ένα μεγάλο μέρος των γνωστικών αντικειμένων της ειδικότητάς τους λόγω του μακρού χρόνου που διέρρευσε από τότε που αποφοίτησαν από το πανεπιστήμιο, αλλά και λόγω του ότι πάρα πολλοί δεν φαίνονταν διατεθειμένοι να αξιοποιήσουν το χρονικό  διάστημα των τριάμισι σχεδόν χρόνων που αφέθηκε να μεσολαβήσει από την ψήφιση του νόμου μέχρι τις εξετάσεις ελπίζοντας ότι υπό την πίεση των εκπαιδευτικών Κινήσεων και Οργανώσεων και ενόψει των προεδρικών εκλογών του Φεβρουαρίου του 2018 η Κυβέρνηση θα υποχρεωνόταν, για να μη χάσει ψήφους, να αναβάλει την εφαρμογή του νόμου για «ευθετότερο» χρόνο, όπως απαιτούσε το ΑΚΕΛ και οι εκπαιδευτικές οργανώσεις. Από τη στιγμή που το ΥΠΠ αποφάσισε να μην κοροϊδεύει τον εαυτό του και τους φορολογούμενους και να διεξαγάγει κανονικές εξετάσεις, η αποτυχία έπρεπε να θεωρείται βέβαιη.

Αναμενόμενη ήταν επίσης και η συνέχιση της σφοδρής πολεμικής εναντίον του νόμου όχι μόνο με την επανάληψη των παλαιότερων επιχειρημάτων, όπως της καθυστέρησης καθορισμού της εξεταστέας ύλης και εκπρόθεσμων αλλαγών στο πρόγραμμα, αλλά και με την επιστράτευση νέων, όπως της δήθεν διαρροής των θεμάτων και καταγγελιών για λανθασμένη στατιστική επεξεργασία, για αδυναμίες  των θεματοθετών και λάθη των αξιολογητών.

Ιδιαίτερη εντύπωση ωστόσο μού προκάλεσε το γεγονός ότι στην πολεμική αυτή χρησιμοποιήθηκε από αντιτιθέμενους στις εξετάσεις αρθρογράφους, εκτός όλων των άλλων, και η κατηγορία ότι το ΥΠΠ δεν έλαβε υπόψη ως ελαφρυντικά στοιχεία κατά την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων προσωπικές και οικογενειακές δυσκολίες των εξεταζομένων (εργαζόμενη μητέρα, μικρό βρέφος). Επειδή θεώρησα ότι η επίκληση αυτών των δεδομένων είναι πρωτοφανής,  έκρινα ότι θα ήταν βοηθητικό να κάνω μια ευρύτερη  αναφορά στο θέμα της ισότητας ευκαιριών.

Η ισότητα ευκαιριών είναι μια βασική δημοκρατική αρχή που εφαρμόζεται κυρίως για διασφάλιση ομαλότερης και αποτελεσματικότερης φοίτησης στις διάφορες βαθμίδες της εκπαίδευσης. Σκοπός της είναι να άρει τόσο τα οικονομικά εμπόδια για φοίτηση(με την κατάργηση των διδάκτρων σε όλα τα επίπεδα) όσο και τα ακαδημαϊκά. Για επίτευξη του τελευταίου  καταργούνται οι εισαγωγικές εξετάσεις από τη  δημοτική  στη μέση εκπαίδευση και από τη μέση στην ανώτερη και ιδρύονται νηπιαγωγεία στα οποία φοιτούν όσο το δυνατό νωρίτερα όλα τα παιδιά, ώστε να βοηθηθούν γλωσσικά και νοητικά και όσα προέρχονται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα και να μπορέσουν να είναι εξίσου έτοιμα με τα πλουσιόπαιδα να επωφεληθούν από τη μόρφωση που παρέχουν τα σχολεία δημοτικής και μέσης εκπαίδευσης. Για τον ίδιο λόγο επίσης τα δημόσια σχολεία στελεχώνονται ομοιόμορφα.

Οι διάφορες κυβερνήσεις της Κύπρου έκριναν ωστόσο από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής του κράτους ότι έπρεπε να διασφαλίζουν την ισότητα ευκαιριών όχι μόνο στον τομέα της φοίτησης αλλά και στον τομέα της εργοδότησης των εκπαιδευτικών. Για λόγους κυρίως δικής τους νομιμοποίησης, δεν εφάρμοσαν την πολιτική άλλων χωρών που αφήνουν την απασχόληση των εκπαιδευτικών στην ελεύθερη αγορά. Γι’ αυτό ψήφισαν  νόμο που προνοούσε τη σύνταξη καταλόγου (σειράς προτεραιότητας) διορισμού τους με κύριο κριτήριο την ημερομηνία λήψης του πτυχίου. Στα πρώτα χρόνια η αρχή αυτή δούλεψε χωρίς πολλά προβλήματα, γιατί ο χρόνος αναμονής ήταν μικρός και η ανισότητα δεν ήταν τόσο εμφανής. Με την πάροδο του χρόνου όμως η αδικία από την ανισότητα ευκαιριών διογκωνόταν. Γι’αυτό από τη δεκαετία του 1980 μέχρι σήμερα 9 υπουργοί προσπάθησαν ανεπιτυχώς να  αλλάξουν τον νόμο. Το επιχείρημα που κυρίως χρησιμοποίησαν δεν ήταν η ισότητα ευκαιριών αλλά η βελτίωση των μαθησιακών αποτελεσμάτων που θα προερχόταν με το διορισμό επιλεγμένων και επομένως καλύτερων εκπαιδευτικών. Πίστευαν ότι μ’ αυτό τον τρόπο θα ευαισθητοποιούσαν τους γονείς/ψηφοφόρους να κινητοποιηθούν για την αλλαγή του νόμου. Απέτυχαν όμως παταγωδώς, γιατί οι οργανωμένοι γονείς ήταν πάντοτε πολιτικοποιημένες οργανώσεις που πειθαρχούσαν στα κόμματα. Τα κόμματα από την πλευρά τους υιοθετούσαν πάντοτε  τη θέση των θυγατρικών εκπαιδευτικών Κινήσεων, οι οποίες  έκριναν ότι έπρεπε να υποστηρίζουν τις εκατοντάδες των συμβασιούχων και αντικαταστατών που ήταν μέλη τους και είχαν σειρά να διοριστούν σύμφωνα με τον παλιό νόμο, παρά τις χιλιάδες των ανώνυμων και αναλώσιμων αποφοίτων πανεπιστημίων που προστίθενταν κάθε χρόνο στον κατάλογο, καταπατώντας μ’αυτό τον τρόπο τις συνεχείς διακηρύξεις τους για δημοκρατία, ισότητα και δικαιοσύνη.

Δεν θυμούμαι να έχω ακούσει προηγουμένως στην Κύπρο ή αλλού να γίνεται λόγος για συμπερίληψη των προσωπικών και των οικογενειακών δυσκολιών ως παραγόντων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση γραπτών εξετάσεων. Από ό,τι ξέρω, αυτά τα κριτήρια, όταν είναι πολύ σοβαρά, λαμβάνονται υπόψη σε περιπτώσεις μεταθέσεων και ωραρίου εργασίας. Και ο λόγος είναι απλός. Υπάρχουν τόσες παραλλαγές προσωπικών και οικογενειακών δεδομένων που ,  αν αρχίσουν να λαμβάνονται υπόψη στην επιλογή επιτυχόντων σε μια εξέταση, θα οδηγήσουν σε πλήρη διάλυση όχι μόνο του θεσμού των εξετάσεων αλλά και της αρχής των ίσων ευκαιριών  και κάθε μορφής δικαιοσύνης.

Συγκεφαλαιώνοντας θα ήθελα να πω τα εξής:

Α)Η ψήφιση του ΝΣΔΕ διηύρυνε τα κριτήρια διορισμού και επομένως ήταν ένα σοβαρό βήμα στη διασφάλιση μεγαλύτερης ισότητας ευκαιριών.

Β)Ο Νόμος είναι δίκαιος, γιατί παρέχει την ευκαιρία σ’ όσους το επιθυμούν να παρακαθίσουν ξανά σε εξετάσεις και να επιτύχουν καλύτερα αποτελέσματα.

Γ) Τα αποτελέσματα θα βελτιωθούν όταν οι υποψήφιοι αποφασίσουν να προετοιμαστούν σοβαρά, επειδή θα έχουν πεισθεί ότι μόνο μέσω της επιτυχίας στις εξετάσεις θα διοριστούν. Το ίδιο ακριβώς συνέβη με τους Σχολάρχες των Ιδιωτικών Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Όταν το 1994 υπέβαλαν για πρώτη φορά αίτηση στο ΥΠΠ για αξιολόγηση και πιστοποίηση δεκάδων προγραμμάτων τους, αυτά είχαν πολλές ελλείψεις. Παρόλο αυτό  επέμεναν να τύχουν θετικής αξιολόγησης αξιοποιώντας τις γνωριμίες τους με πολιτικά πρόσωπα και διαφημίζοντας στα ΜΜΕ την αξιολόγηση που τους έκαναν βουλευτές προσκεκλημένοι ένα πρωινό στη Σχολή τους. Όταν διαπίστωσαν ότι αυτή η τακτική ήταν ανώφελη, αφού όλα τα προγράμματά τους τελικά απορρίφθηκαν, αποφάσισαν ότι έπρεπε να κάνουν αυτό που έπρεπε να είχαν κάνει εξ αρχής, δηλαδή σοβαρές βελτιώσεις σ’ όλους τους τομείς λειτουργίας των Σχολών τους (ακαδημαϊκό προσωπικό, εκπαιδευτικά προγράμματα, εξοπλισμό, τρόπο εισδοχής φοιτητών). Αυτό βοήθησε τις Σχολές να φτάσουν στα ψηλά επίπεδα που έχουν σήμερα.   

*Πρώην Αν. Καθηγητής Πανεπιστημίου Κύπρου  




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











159