ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*
Μια από τις πολλές κατηγορίες που διατυπώθηκαν εναντίον του ΥΠΠ σχετικά με το θέμα των εξετάσεων που έγιναν τον περασμένο Νιόβρη για το Νέο Σύστημα Διορισμών ήταν και η παράλειψή του να δημοσιεύσει τις απαντήσεις στις ερωτήσεις που περιλάμβαναν τα εξεταστικά δοκίμια. Ακόμα και το ΔΣ της ΟΕΛΜΕΚ στην ανακοίνωσή του που δημοσιεύθηκε στις 25 Απριλίου ζήτησε «τη δημοσίευση των λύσεων των εξεταστικών δοκιμίων».
Το θέμα αυτό, παρόλο που εκ πρώτης όψεως φαίνεται τυπικό, έχει, πιστεύω, μεγάλη παιδαγωγική και πολιτική σημασία. Για να διευκολυνθώ στην παρουσίαση τού θέματος αυτού, θα ξεκινήσω από τις απαντήσεις που θα έδινε κάποιος στο υποθετικό ερώτημα γιατί το ΥΠΠ ή/και η αρμόδια Επιτροπή επέλεξαν να μη δημοσιεύσουν «τις λύσεις».
Κατά τη γνώμη μου, στο ερώτημα αυτό μπορούν να δοθούν οι εξής τέσσερις απαντήσεις, ξεχωριστά αλλά και σε συνδυασμό μεταξύ τους:
Α) Έκριναν ότι δεν χρειαζόταν να τις δώσουν, γιατί οι υποψήφιοι είναι απόφοιτοι πανεπιστημίου και, επομένως, θα μπορούσαν να κάνουν, μετά την εξέταση, την αναγκαία έρευνα στις πηγές για να συμπεράνουν, συγκρίνοντάς τες με αυτά που έγραψαν, πόσο καλά απάντησαν.
Β) Έκριναν ότι δεν έπρεπε να τις δημοσιεύσουν από σεβασμό προς την κατάρτιση, τις δεξιότητες και τη νοημοσύνη των υποψηφίων (βλέπε πιο πάνω).
Γ) Έκριναν ότι δεν μπορούσαννα τις δώσουν γιατί, με την εξαίρεση των προβλημάτων στα Μαθηματικά, Φυσικά, Χημεία, Βιολογία και στα Τεχνολογικά θέματα, για τα οποία υπάρχουν σαφείς και σύντομες λύσεις, στα άλλα μαθήματα και ιδιαίτερα στα θεωρητικά μαθήματα στα οποία η απάντηση πρέπει να είναι ένα δοκίμιο, έπρεπε ή να δημοσιεύσουν αυτούσιες τις σελίδες του /των διδακτικού/ών βιβλίου/ων που περιέχουν την απάντηση (άρα δεν χρειαζόταν) ή να συγγράψουν οι ίδιοι απάντηση, πράγμα πολύ δύσκολο, γιατί μια απάντηση έπρεπε να λάβει υπόψη όχι μόνο ποιες πληροφορίες /υλικό θα συμπεριλάβει, αλλά και με ποια σειρά και με ποιον τρόπο έπρεπε να παρουσιαστούν (σύνδεση πληροφοριών, επιχειρηματολογία, λεξιλόγιο, τρόπος ανάπτυξής, εμφάσεις, σαφήνεια, πρωτοτυπία).
Δ) Έκριναν ότι κάτι τέτοιο θα ήταν κάτι πολύ λανθασμένο τόσο από παιδαγωγική άποψη όσο και από πολιτική. Από παιδαγωγικά άποψη, γιατί θα έδινε το μήνυμα ότι υπάρχει μια ιδεώδης/πρότυπη απάντηση σε κάθε απάντηση. Αυτό φαίνεται ότι πιστεύουν πολλοί, αφού ζητούν τις απαντήσεις, τις λύσεις. Μια τέτοια ενέργεια ωστόσο θα ήταν μεγάλο παιδαγωγικό σφάλμαγια μια εκπαιδευτική αρχή που υποτίθεται ότι αγωνίζεται για πολλά τώρα χρόνια να πείσει μαθητές και γονείς να δουν το διδακτικό υλικό ως χρήσιμο όχι μόνο για τις εξετάσεις αλλά και για αναστοχασμό και δημιουργική αξιοποίηση, άρα ως κάτι που μπορεί να διατυπωθεί μα πολλούς τρόπους.
Για πολλά χρόνια τώρα η αλλαγή αυτή δεν μπορεί να επιτευχθεί ούτε στην Ελλάδα ούτε την Κύπρο για πολιτικούς κυρίως λόγους. Τα κόμματα αλλά και οι γονείς και οι μαθητές δεν έχουν εμπιστοσύνη στην ακεραιότητα των εκπαιδευτικών. Για την Ελλάδα πολύ ενημερωτική είναι η πιο κάτω διαπίστωση της επίσημης έκθεσης για το εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας που υπέβαλε το 1995 ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ) με τίτλο «Κριτική Επισκόπηση του Ελληνικού Εκπαιδευτικού Συστήματος από τον ΟΟΣΑ»: «Παρατηρούμε μια ανησυχητική έλλειψη εμπιστοσύνης σε πολλά επίπεδα του συστήματος. Έτσι, π.χ., οι μαθητές/σπουδαστές ισχυρίζονται ότι με μια πιο αυστηρή και τακτική αξιολόγηση θα υποταχθούν στην πολιτική προκατάληψη των δασκάλων/ καθηγητών τους». (σ.4).
Για την Κύπρο πολύ διαφωτιστική είναι η διαμάχη που ξέσπασε το καλοκαίρι του 2016 μεταξύ του διευθυντή του εκπαιδευτικού γραφείου του ΑΚΕΛ και του ΥΠΠ σχετικά με την απάντηση που έπρεπε να δοθεί από τους υποψηφίους σε ένα ερώτημα που είχε υποβληθεί στο δοκίμιο Ιστορίας στις Παγκύπριες Εξετάσεις. Ο εκπρόσωπος του ΑΚΕΛ ισχυριζόταν ότι «στις οδηγίες προς τους διορθωτές υπάρχει σαφής οδηγία ότι με άριστα βαθμολογείται εκείνος που θα ταυτίσει τον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό με τον φασισμό» και ρωτούσε δραματικά «δηλαδή όσα παιδιά απαντήσουν ότι ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός δεν είναι ο ίδιος με τον φασισμό, θα μηδενιστούν;» και το Υπουργείο Παιδείας αρνείτο ότι δόθηκαν τέτοιες οδηγίες.
Μπορεί όλα αυτά να φαίνονται περίεργα ή παράδοξα, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα και είναι καιρός να τη δούμε κατάματα. Ποια είναι η υπάρχουσα σήμερα κατάσταση; Λειτουργούμε σε μια περιχαρακωμένη εκπαίδευση, η οποία επιβάλλει τόσο τη χρήση ενός μόνου εγχειριδίου για κάθε μάθημα όσο και τη θεματοθέτηση στις Παγκύπριες Εξετάσεις ερωτήσεων των οποίων η πλήρης απάντηση εμπεριέχεται στο διδακτικό εγχειρίδιο. Ουσιαστικά δεν αφήνεται κανένα περιθώριο για αυτόνομη σκέψη και για κτίσιμο πάνω στην αποκτώμενη γνώση. Είναι γνωστό ότι το περιεχόμενο των διδακτικών εγχειριδίων επιλέγεται από πολυμελείς ειδικές επιτροπές και εγκρίνεται από το Υπουργείο Παιδείας και παρόλο τούτο δημιουργούνται εκ των υστέρων προβλήματα από φράσεις ή λέξεις τους που κρίνονται από ατυχείς μέχρι απαράδεκτες, με αποτέλεσμα να λαμβάνεται απόφαση για εξοβελισμό όχι μόνο των επιλήψιμων φράσεων αλλά και των ίδιων των βιβλίων. Πώς είναι δυνατό, επομένως, να γίνει δεκτή από μαθητές και γονείς ως απόλυτα σωστή και ως πρότυπο μια απάντηση που θα γραφτεί από κάποιο επιθεωρητή/θεματοθέτη, εάν περιέχει έστω και κάτι μικρό που δεν περιέχει το διδακτικό βιβλίο ή είναι διαφορετικά διατυπωμένο, και μάλιστα σε μια περίπτωση που έχει υποβληθεί ένσταση από γονείς και μαθητές για την αξιολόγηση καιδιεκδίκηση περισσότερων μονάδων;
Αν πραγματικά θέλουμε να γίνει μετακίνηση σε πιο σύγχρονες αντιλήψεις για τη μάθηση, θα πρέπει πρώτα να δεχτούμε ότι δεν υπάρχει μια πρότυπη απάντηση στα θεωρητικά μαθήματα. Άρα πρέπει να δεχτούμε ως πρώτο βήμα ότι δεν εξυπηρετεί τίποτε η δημοσίευση των λύσεων. Δεν είναι τυχαίο το ότι η δημοσίευση των απαντήσεων δεν γίνεται από καμιά εξωτερική επιτροπή εξετάσεων σε καμιά χώρα. Η δημοσίευση που γίνεται στην Ελλάδα είναι έργο, νομίζω, ιδιωτικών φροντιστηρίων και γίνεται για σκοπούς διαφήμισης.
*Πρώην αναπληρωτής Πανεπιστημίου Κύπρου