Εξωτερικές αλλαγές και ελληνοκυπριακή εκπαίδευση


ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*

Στο σημερινό άρθρο θα προσπαθήσω να δω κριτικά τρία   προβλήματα της σημερινής ελληνοκυπριακής εκπαίδευσης που οφείλονται σ’ αυτό που ο διακεκριμένος Άγγλος συγκριτικός της εκπαίδευσης Robert Cowen αποκάλεσε μεταμορφώσεις (πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές, τεχνολογικές, πολιτισμικές, γνωσιολογικές).

  Οι πιο μεγάλοι από μας έχουμε βιώσει άμεσα και έντονα όλες  τις μεταμορφώσεις που έγιναν στην Κύπρο από την ανεξαρτησία μέχρι σήμερα (τέλος της αποικιοκρατίας, ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών, ενίσχυση της αστικής τάξης, προσφυγιά, εξάπλωση των ΜΜΕ, εισβολή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης,  χαλάρωση του κοινωνικού ελέγχου, ηθική χαλάρωση, ισότητα φύλων, παγκοσμιοποίηση, χαλάρωση πολιτιστικής ταυτότητας, οικονομική ανάπτυξη και ύστερα οικονομική καταστροφή, κοινωνικά παντοπωλεία) και τις σοβαρές επιπτώσεις που αυτές είχαν στην εκπαίδευση. Το  άρθρο  θα περιοριστεί σε τρεις από αυτές τις επιπτώσεις,  εκείνες  που  αφορούν, πρώτα, στην εκπαιδευτική ταυτότητα που πρέπει να καλλιεργήσουν σήμερα τα σχολεία στους μαθητές τους, δεύτερο, στις δυσκολίες  διαχείρισης από τα σχολεία του καθημερινά αυξανόμενου όγκου της εκπαιδευτικής γνώσης, και τρίτο, στη  μεγάλη δυσκολία που παρατηρείται στη  λήψη αποφάσεων   λόγω της ρευστότητας του νέου συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ κράτους, εκπαιδευτικών οργανώσεων, γονέων και μαθητών.

Το πρώτο πρόβλημα, εκείνο  της εκπαιδευτικής ταυτότητας που πρέπει να καλλιεργηθεί σήμερα στους μαθητές,  είναι πολύ δύσκολο, όπως και  σ’ όλες τις προηγμένες χώρες,  για δυο κυρίως λόγους. Ο πρώτος είναι η μεγάλη έμφαση που δίνεται σήμερα διεθνώς στη λεγόμενη  εργαλειακή γνώση, στη γνώση δηλαδή που εξυπηρετεί την εξεύρεση απασχόλησης στη σημερινή κοινωνία της γνώσης, Αυτή η γνώση είναι  οι Θετικές Επιστήμες, η Τεχνολογία, η Μηχανική και  τα Μαθηματικά, αυτά που οι αγγλοσάξονες αποκαλούν συλλογικά με το ακρωνύμιο STEM (Science,Technology,Engineering,Mathematics). Ο άλλος λόγος είναι ο φόβος  φιλοσόφων, ακαδημαϊκών  αλλά και μεγάλης μερίδας πολιτών ότι η σημερινή θλιβερή ηθική και κοινωνική  κατάσταση στις αναπτυγμένες χώρες οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην εγκατάλειψη της παραδοσιακής ανθρωπιστικής εκπαίδευσης και ιδιαίτερα της ψυχικής καλλιέργειας.

Γι’ αυτό πολλοί παιδαγωγοί εισηγούνται ενίσχυση των ανθρωπιστικών (γλώσσας λογοτεχνίας, ιστορίας) και των αισθητικών μαθημάτων(μουσικής, θεάτρου, τέχνης). Ο γλωσσολόγος καθηγητής του πανεπιστημίου Αθηνών Γιώργος Μπαμπινιώτης, για παράδειγμα, σε  πρόσφατη συνέντευξή του στον Γιάννη Πανταζόπουλο υποστήριξε ότι «οι μαθητές θα έπρεπε να έρχονται σε επαφή από μικρή ηλικία με τον κινηματογράφο, τα εικαστικά, τη λογοτεχνία και τη μουσική». Στην Κύπρο ωστόσο, πέρα από την αναφερθείσα  πιο πάνω φιλοσοφική (γνωσιολογική) δυσκολία στη λήψη απόφασης, υπάρχει και η πρακτική/συνδικαλιστική, που σχετίζεται με την ανάγκη εξασφάλισης διδακτικού χρόνου για απασχόληση όλων των διορισμένων καθηγητών των διαφόρων ειδικοτήτων αλλά και για πρόσληψη και άλλων. Αυτή οδηγεί σε μεγάλο αδιέξοδο, αφού και η μικρότερη αλλαγή στον αριθμό των ωρών διδασκαλίας θα προκαλέσει πόλεμο μεταξύ των διαφόρων ειδικοτήτων μαθημάτων.

Ενδείξεις για το πόσο δύσκολο είναι το δεύτερο πρόβλημα είναι οι έντονες συζητήσεις που γίνονται στην Κύπρο για την ανάγκη μείωσης της διδακτέας και εξεταστέας ύλης, για την ανάγκη ή όχι φροντιστηρίων και ιδιαιτέρων μαθημάτων για επιτυχία στις εξετάσεις, για πιο αποτελεσματικές μεθόδους διδασκαλίας, για την αδυναμία των μαθητών να μάθουν μόνοι τους αποτελεσματικά (ο νυν Υπουργός Παιδείας υποστήριξε πως «οι μαθητές αποστηθίζουν την προηγούμενη μέρα των εξετάσεων για να έλθουν  την επόμενη μέρα να γράψουν πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί». (Paideia-Νews,19 Μαρτίου 2018), και για τη σημασία απόκτησης αποτελεσματικών δεξιοτήτων μελέτης.

Στο Συνέδριο Συγκριτικής Εκπαίδευσης που οργάνωσε η CESE (Comparative Education Society in Europe) στο Πανεπιστήμιο Κύπρου από τις 28 Μαϊου μέχρι την 1η Ιουνίου 2018 μια Ρωσίδα ερευνήτρια παρουσίασε μια έρευνα που έκανε στη Ρωσία σχετικά με τη διαδεδομένη στη χώρα της αντίληψη ότι τα παιδιά των ευνοημένων οικονομικά και κοινωνικά οικογενειών επιτυγχάνουν καλύτερα μαθησιακά αποτελέσματα, γιατί κατέχουν καλύτερες δεξιότητες μελέτης. Οι ενδείξεις που έχουμε από την Κύπρο είναι ότι πολύ λίγοι μαθητές μας κατέχουν αποτελεσματικές δεξιότητες μελέτης, γιατί αυτές δεν διδάσκονται συστηματικά ή δεν διδάσκονται καθόλου. Γι’ αυτό και η μεγάλη μάζα των μαθητών χάνονται μέσα στην απεραντοσύνη της ύλης, γι’ αυτό και καταφεύγουν στα φροντιστήρια ακόμα και για απλά μαθήματα όπως η Ιστορία. Θα μπορούσε, νομίζω,  να υποστηριχθεί πως η μεγαλύτερη ήττα για την εκπαίδευσή μας είναι το ότι το Υπουργείο Παιδείας φαίνεται να έχει συνθηκολογήσει με την ιδέα ότι τα φροντιστήρια είναι αναγκαίο κακό. Γι’ αυτό και έχει εγκαταλείψει την παλαιότερη τακτική του να κυνηγά νομικά τους καθηγητές που κάνουν φροντιστήρια. Το αποτέλεσμα είναι ότι το σύνολο σχεδόν των μαθητών Β και Γ Λυκείου παρακολουθούν σήμερα φροντιστήρια. Το μόνο που κάνει το Υπουργείο σχετικά με το πρόβλημα αυτό είναι να μειώνει συνεχώς τη διδακτέα ύλη. Είναι άλλωστε πολύ δημοφιλές μέτρο. Δεν άκουσα ποτέ να κάνει λόγο για καταπολέμηση των φροντιστηρίων  μέσω της έμφασης στη διδασκαλία των σωστών δεξιοτήτων μελέτης. Εκτός αν πιστεύει, όπως στη Ρωσία, ότι η γνώση των δεξιοτήτων αυτών είναι προνόμιο των πλούσιων κοινωνικών τάξεων.

Το τρίτο πρόβλημα είναι ακόμα πιο έντονο, γατί ως πολιτικό  τυγχάνει μεγαλύτερης δημοσιότητας λόγω των δημόσιων αλληλοκατηγοριών και των συγκρούσεων μεταξύ των διαφόρων φορέων λήψης απόφασης με προσφυγή σε απεργίες, αποχές και άρνηση συνεργασίας με την άλλη ή τις άλλες πλευρές. Η ουσία του προβλήματος έγκειται, πιστεύω, στο γεγονός ότι ο συσχετισμός δυνάμεων που διαμορφώθηκε σταδιακά μετά την ανεξαρτησία είναι ακόμα ρευστός, επειδή οι διάφορες πλευρές (υπουργείο, συντεχνίες εκπαιδευτικών, ομοσπονδίες και συνομοσπονδίες γονέων, συνομοσπονδίες μαθητών)δεν έχουν καταλήξει ακόμα σχετικά με το πόση δύναμη και εξουσία δικαιούνται στη σημερινή δημοκρατική κονίστρα της Κύπρου και ως πού μπορούν να φτάσουν αν πιέσουν περισσότερο με διενέργεια δημοψηφισμάτων μεταξύ των μελών τους και με απεργίες ή απειλές για απεργίες. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Προέδρου της ΠΟΕΔ όταν ξέσπασε η πρόσφατη κρίση με τον Υπουργό Παιδείας σχετικά με τον θάνατο του δεκάχρονου αγοριού στο δημοτικό σχολείο του Αλεθρικού: «Η ΠΟΕΔ θα μπορούσε να κλείσει τα σχολεία από τη Δευτέρα, αλλά δεν θα το κάνει» (Paideia-Νews, 19 Μαΐου 2018). Ήταν απόλυτα βέβαιος ότι είχε τη δύναμη και την εξουσία να το κάνει.

Είναι φανερό ότι προς το παρόν δεν έχουμε φτάσει ακόμα στο σημείο που να μπορεί να γίνει εύκολα ένας εποικοδομητικός διάλογος που να επιτρέπει  στα μέρη να καταλήξουν σε συναίνεση. Το ίδιο άλλωστε φαίνεται ότι ισχύει για τον ίδιο λόγο και σε άλλους τομείς της κοινωνίας (ιατρικό, γεωργικό). Η ελπίδα είναι ότι η απόφαση της ηγεσίας της ΠΟΕΔ για αποφυγή της απεργίας θα είναι απαρχή  μιας νέας εποχής στην οποία  οι διάφοροι φορείς της εκπαίδευσης θα συνειδητοποιήσουν τις λογικές διαστάσεις της δύναμης και της εξουσίας που μπορούν να έχουν μέσα στα πλαίσια του καλώς νοούμενου συμφέροντος της ελληνοκυπριακής εκπαίδευσης και θα ενεργούν μέσα σ’ αυτά.

*Πρώην Αν. καθηγητής Πανεπιστημίου Κύπρου




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











157