ΤΗΣ ΕΛΕΝΑΣ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ*
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα νησί, στη μέση μιας υπέροχης θάλασσας, μιας θάλασσας ευλογημένης, καταγάλανης και ήρεμης, με δάση και πλούσια βιοποικιλότητα. Ένα νησί στο σταυροδρόμι διαδρομών πλούσιων και δυνατών χωρών που ήθελαν να ελέγχουν την περιοχή. Πέρασε στην ιστορία του το νησί μας δεινά και άλλα δεινά. Οι άνθρωποι φτωχοί και βασανισμένοι δούλευαν σκληρά και επιβίωναν με τους διάφορους που κατά καιρούς είχαν πάνω από το κεφάλι τους να τους κυβερνούν. Δεν ευτύχησαν μεγάλες περιόδους ελευθερίας και δυστυχώς δεν έμαθαν μόνοι να αποφασίζουν για το μέλλον τους. Πολέμησαν ξανά και ξανά στην πορεία της ιστορίας τους . Έκτισαν μνημεία για τους ήρωές τους. Τους έκαναν κορνίζες στα δημόσια κτίρια και έδωσαν τα ονόματα τους σε δρόμους μεγάλους και μικρούς ανάλογα με την «αξία» των ηρώων και τη συγκυρία του ποιος την εποχή εκείνη κυβερνούσε.
Κάποια στιγμή οι μεγάλοι που κυβερνούσαν τον κόσμο αποφάσισαν να τους δώσουν μια κουτσουρεμένη ανεξαρτησία, με ένα σωρό πρέπει και μη για το πώς, ποιοι και με ποιες διαδικασίες να κυβερνούν. Και ξεκίνησε το «Βασίλειο» το δρόμο που δήθεν μόνο αποφάσιζε να βαδίζει. Δεν τα κατάφερε και πολύ καλά. Ίσως γιατί ο σουλτάνος της περιοχής, η μεγάλη και δυνατή χώρα με την οποία γειτόνευε, ήθελε να ορίζει δια παντός τη μοίρα του και όταν είδε πως είχαν οι πληβείοι του νησιού σηκώσει κεφάλι, με ένα χαστούκι δυνατό, τους επανέφεραν σε τάξη. Μοίρασαν το βασίλειο στα δύο και τους είπαν: « Εσείς στο νότο και εμείς στον Βορρά». Δοκίμασαν να βρουν το δίκαιο τους στις αυλές τις μεγάλες του κόσμου. Μίλησαν, διαμαρτυρήθηκαν, κτύπησαν πόρτες μεγάλες και μικρές. Αποτέλεσμα κανένα. Ο Σουλτάνος και οι φίλοι του ανά την υφήλιο, δεν καταλάβαιναν από λέξεις όπως το δίκαιο και η ιστορία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το μόνο που ήξεραν να μιλούν και να καταλαβαίνουν ήταν το συμφέροντα… και εκείνα ήταν από πάντα καθαρά και ξάστερα στο μυαλό τους. Το νησί ήταν εκεί και θα παρέμενε για όσους κατά καιρούς επιθυμούσαν να το χρησιμοποιήσουν ποικιλοτρόπως.
Οι Βασιλιάδες του νότου και όσοι δίπλα τους ανά πενταετία στέκονταν καμαρωτοί καμαρωτοί , παγιδευμένοι σε όλα αυτά τα μεγάλα και πολύπλοκα που δεν «έβλεπαν» ή δεν ήθελαν να βλέπουν έπαιζαν το παιχνίδι που τους είχαν μάθει. Έκαναν πως αποφάσιζαν, έλεγαν λόγια μεγάλα στο λαό, ο οποίος τους πίστευε, τους ψήφιζε, τους χειροκροτούσε. Μεγάλη η δυστυχία τους, γιατί ήξεραν, αλλά παρηγοριά έβρισκαν στη ψεύτικη λάμψη της δήθεν εξουσίας, στο χειροκρότημα, στην σκέψη πως δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς και πως αν δεν ήταν εκείνοι θα ήταν οι άλλοι.
Και βρέθηκε πλούτος μεγάλος στην ευλογημένη θάλασσα του νησιού. Και χάρηκαν οι τον νότο κυβερνόντες, και είπαν πως όλα θα πάνε πια καλά! Τι πείραζε που είχαν τα θησαυροφυλάκια αδειάσει; Πόσο μεγάλο πρόβλημα ήταν στο τέλος της μέρας, η καινούρια τριάδα των ξένων που πυκνά συχνά ερχόταν στο νησί, ερχόταν για να ελέγξει αν ήταν φρόνιμοι και αν έκαναν όλα όσα τους έλεγαν να κάνουν για να δώσουν μετά, στους αρχηγούς του νότου, την επιταγή για την επόμενη δόση για να συνεχίσουν να «υπάρχουν». Κανένα πρόβλημα που όλα πήγαιναν στραβά στο ευλογημένο βασίλειο, χωρίς καμία δικαιοσύνη, χωρίς κάθαρση. Τι πείραζε που ο λαός δυστυχούσε χωρίς δουλειά, χωρίς λεφτά, χωρίς αξιοπρέπεια, με τα κεφάλια κουρεμένα, χωρίς ελπίδα; Κυρίως χωρίς ελπίδα…
Μόνη ελπίδα τα πλούσια κοιτάσματα στην ευλογημένη θάλασσα. Ναι, το μαγικό ραβδί που θα έλυνε τα προβλήματα δια παντός με τρόπο μαγικό, στο πι και φι. Είχαν φαίνεται ξεχάσει τον μεγάλο Σουλτάνο γείτονά τους. Νόμιζαν πως είχαν γίνει δυνατοί. Ξέχασαν όσα είχαν ζήσει χρόνια πριν. Κτύπησαν πόρτες ξανά. Τις βρήκαν κλειστές. Ο Σουλτάνος για ακόμα μια φορά είχε κάνει καλά τη δουλειά του. « Όχι, πολυαγαπημένοι γείτονες του νότου! Δεν σας τα είπανε καλά! Πάτε να σηκώσετε κεφάλι για ακόμα μια φορά αλλά ξεχάσατε ποιος είμαι εγώ και οι φίλοι μου! Καθίστε στα αυγά σας. Εγώ αποφασίζω εδώ. Εγώ θα πω ποιος θα πάρει τι και πως. Αν είσαστε καλά παιδιά, κάτι θα πάρετε και εσείς. Να βρούμε μια λύση, τη δική μου εννοείται λύση για το νότο και τον βορρά. Να υπογράψουμε. Να κλείσει το θέμα μια για πάντα και να διαγραφεί επιτέλους από το λεξιλόγιό σας η κατοχή και οι πρόσφυγες και οι νεκροί και οι αγνοούμενοι. Χα! Παραμύθια της Χαλιμάς. Καλά για τις χίλιες και μια νύχτες μου, αλλά παραμύθια. Επιτέλους! Σοβαρευτείτε. Δεν καταλάβατε ποιος είμαι εγώ; Κεφάλια κόβω στο λεπτό, και το δικό σας το κεφάλι δεν το πάω αιώνες τώρα…»
Και καμαρωτός, καμαρωτός μπαινοβγαίνει ο Σουλτάνος στα παλάτια του κόσμου, με το αλαζονικό του χαμόγελο στα χείλη και απειλεί με το γάντι ή χωρίς. Και υποκλίνονται μπροστά του όλοι, μεγάλοι και μικροί…
Το παραμύθι συνεχίζεται. Απορία; Ποιοι σε αυτό το παραμύθι θα ζήσουν τελικά καλά και ποιοι καλύτερα;
….. Συνεχίζεται
Υ.Γ. Τα παραμύθια λένε την αλήθεια, αλλά είναι παραμύθια. Καμία σχέση δεν έχουν με την πραγματικότητα, με υπαρκτά πρόσωπα, γεγονότα και τόπους. Μόνο έτσι ενίοτε την γλιτώνει ο παραμυθάς … ο οποίος στην παρούσα πιστεύει πως παρόλα, αυτά πρέπει να τους αντισταθούμε …Όποιοι και να΄ναι, όσο δυνατοί και να΄ναι…
* Εκπαιδευτικός και γραμματέας της Θεματικής Περιβάλλοντος του Κ.Σ. ΕΔΕΚ