ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*
Από αφορμή τη συζήτηση που γίνεται εδώ και ένα μήνα περίπου εναντίον και υπέρ του παραπεμφθέντος από το Υπουργικό Συμβούλιο στη Βουλή νομοσχεδίου που προνοεί εναλλακτικό τρόπο εισδοχής των αποφοίτων των δευτεροβάθμιων ιδιωτικών σχολείων της Κύπρου στα δημόσια πανεπιστήμια, διερωτήθηκα ποιο να είναι άραγε το σκεπτικό με βάση το οποίο πολλά ευρωπαϊκά πανεπιστήμια δέχονταν και εξακολουθούν να δέχονται, παρά την μεσολαβήσασα στο μεταξύ τεράστια αύξηση των αιτήσεων για εισδοχή από όλο τον κόσμο, αποφοίτους των ελληνοκυπριακών λυκείων με μόνο προσόν το απολυτήριο.
Γιατί, ενώ η μεγάλη μάζα των φοιτητών εισάγεται με βάση τις θεσπισμένες εθνικές εξετάσεις, πολλά ευρωπαϊκά πανεπιστήμια εισάγουν φοιτητές όχι απλώς με διαφορετικές εξετάσεις αλλά χωρίς εξετάσεις, δηλαδή από την «πίσω πόρτα», όπως θα έλεγαν εδώ οι ελληνοκύπριοι πολέμιοι του νομοσχεδίου; Λαμβανομένων υπόψη των δεδομένων που υπάρχουν, η απάντηση πρέπει να είναι ότι τα πανεπιστήμια αυτά ενδιαφέρονται να έχουν φοιτητές με όσο το δυνατό ευρύτερο υπόβαθρο, όχι μόνο πολιτιστικό αλλά και εκπαιδευτικό, με διαφορετική δηλαδή εκπαιδευτική ταυτότητα, αποφοίτους που παρακολούθησαν διαφορετικό αλλά ισοδύναμο αναλυτικό πρόγραμμα. Αυτό, πιστεύουν, θα συμβάλει στον εμπλουτισμό των εκπαιδευτικών εμπειριών και των τρόπων σκέψης των φοιτητών τους και, συνακόλουθα, στη γονιμότερη πνευματική επικοινωνία μεταξύ τους.
Η προσέγγιση αυτή σημαίνει ότι τα εν λόγω πανεπιστήμια υιοθετούν ένα πολύ διαφορετικό από το εφαρμοζόμενο σήμερα στην Κύπρο «πλαίσιο» θεώρησης των πραγμάτων, διαφορετική δηλαδή δέσμη πεποιθήσεων και παραδοχών, που τα κάνει να βλέπουν τον τρόπο εισαγωγής των φοιτητών διαφορετικά από ό,τι τον βλέπουμε εμείς.
Το θέμα της σημασίας του πλαισίου στη διαμόρφωση άποψης και στη λήψη αποφάσεων το ξέρουν πολύ καλά όσοι μελέτησαν διοίκηση οργανισμών και επιχειρήσεων. Ξέρουν επίσης ότι ένας τρόπος αντιμετώπισης ενός πολύ δύσκολου προβλήματος είναι η «αναπλαισίωση», να δοκιμάσουν δηλαδή να το δουν μέσα από διαφορετικό πλαίσιο. Τέλος, ξέρουν πολύ καλά ότι «αυτοί που ορίζουν το πλαίσιο, ελέγχουν το παιγνίδι».
Για να γίνω κατανοητός αλλά και για να δείξω τη σημασία του χρησιμοποιούμενου πλαισίου στον τρόπο θεώρησης του υπό συζήτηση προβλήματος στην Κύπρο, θα αναφέρω εδώ τα τέσσερα διαφορετικά πλαίσια που έχουν επισημάνει οι L.G.Bolman και T.E.Deal στο βιβλίο τους«Reframing Organizations:Artistry, Choice and Leadership»(2008). Αυτά είναι το δομικό (structural), το πλαίσιο ανθρώπινων πόρων(human resources frame), το πολιτικό(political) και το συμβολικό(symbolic).
Το δομικό πλαίσιο είναι δημιούργημα της κοινωνιολογίας και των επιστημών διοίκησης. Δίνει έμφαση στους στόχους, τις πολιτικές, τους νόμους, τους κανονισμούς, τις διαδικασίες, τους επίσημους ρόλους, την ομοιομορφία, την τυπική ισότητα και τους τύπους. Οι δυο κύριες μεταφορές που χρησιμοποιεί είναι «η πίσω πόρτα» και το «παράθυρο».
Το πλαίσιο ανθρώπινων πόρων είναι δημιούργημα της ψυχολογίας και της θεωρίας περί οργανώσεων, η οποία μελετά τρόπους προσαρμογής των οργανώσεων προς τις ανθρώπινες ανάγκες. Δίνει έμφαση στην ανάγκη ευελιξίας, πολυμέρειας και εφαρμογής ποικιλίας τρόπων στην οργάνωση σε μια προσπάθεια ικανοποίησης των αναγκών του προσωπικού χωρίς να επηρεάζεται η παραγωγικότητα. Οι δυο κύριες μεταφορές που χρησιμοποιεί είναι η «μεγάλη οικογένεια» και το «ανθρώπινο κλίμα».
Η προέλευση του πολιτικού πλαισίου είναι οι πολιτικές επιστήμες. Δίνει έμφαση στην πάλη εξουσίας, στη σύγκρουση κοινωνικών τάξεων και συμφερόντων, στην προσπάθεια απόκτησης περισσότερων δικαιωμάτων, πόρων και μεριδίου των κρατικών παραχωρήσεων, και στην ανάγκη διαπραγματεύσεων. Οι μεταφορές που χρησιμοποιεί είναι ισονομία, ισοπολιτεία και «πολίτες δεύτερης κατηγορίας».
Τέλος, το συμβολικό πλαίσιο στηρίζεται στην παραδοσιακή δύναμη των συμβόλων στη χειραγώγηση των πολιτών. Τέτοια σύμβολα στην ελληνοκυπριακή εκπαίδευση είναι, για παράδειγμα, η ταύτιση της ελληνοκυπριακής εκπαίδευσης( εκπαιδευτικής νομοθεσίας, αναλυτικών προγραμμάτων, διδακτικών εγχειριδίων) με εκείνη της Ελλάδας. Είναι το πλαίσιο που, ως γνωστόν, εμπόδισε την Κύπρο να αποκτήσει πανεπιστήμιο για πενήντα και πλέον χρόνια.
Με βάση την ανάλυση αυτή, καθίσταται φανερό ότι εκείνοι που στην Κύπρο αντιτίθενται στο νομοσχέδιο για εναλλακτικό τρόπο εισαγωγής στα δημόσια πανεπιστήμια των αποφοίτων των ιδιωτικών σχολείων είναι οι υποστηρικτές των τριών πλαισίων δομικού, πολιτικού και συμβολικού. Χωρίς να το επιδιώκουν και χωρίς ίσως πολλοί να το συνειδητοποιούν, οι τρεις ομάδες συνασπίστηκαν εναντίον της διαφοροποίησης του τρόπου εισαγωγής με διαφορετικά επιχειρήματα. Οι υποστηρικτές του δομικού πλαισίου διαμαρτύρονται για το άνοιγμα «πίσω πόρτας», για «ρουσφέτι» και για «υπονόμευση της αποδεδειγμένης αξιοπιστίας των Παγκύπριων Εξετάσεων»(η παραδοχή είναι ότι πρέπει να υπάρχει μόνο μια νόμιμη «πόρτα» και μόνο ένας «καθοσιωμένος» τρόπος εξετάσεων), οι υποστηρικτές του πολιτικού πλαισίου μιλούν για «κράχτες του νομοσχεδίου»(η παραδοχή είναι ότι κάθε ένας που έχει αντίθετη άποψη από τη δική τους πρέπει να έχει εξαγοραστεί), για «υπονόμευση της δημόσιας εκπαίδευσης» και για «υποστήριξη από την κυβέρνηση αλλότριων συμφερόντων»(η παραδοχή είναι ότι και οι παραχωρηθείσες έξτρα θέσεις ανήκουν στους αποφοίτους των δημόσιων σχολείων, αφού αυτοί που στέλλουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία χάνουν τα κοινωνικά τους δικαιώματα ,έστω και αν συνεχίζουν να πληρώνουν φόρους), και οι υποστηρικτές του συμβολικού πλαισίου παραπέμπουν στην εκπαιδευτική νομοθεσία της Ελλάδας που απαιτεί από τα ιδιωτικά σχολεία να εφαρμόζουν το ίδιο αναλυτικό πρόγραμμα με εκείνο των σχολείων δημόσιας εκπαίδευσης, για να αποδείξουν ότι η κυβέρνηση της Κύπρου βρίσκεται εν αδίκω που έχει διαφορετική νομοθεσία από την Ελλάδα στο θέμα αυτό.
Δεν νομίζω ότι είναι πολύ δύσκολο να φανεί πόσο αδύνατα είναι τα επιχειρήματα αυτά. Από τη στιγμή που η κυβέρνηση καθόρισε ότι οι θέσεις που θα δίνονται στους αποφοίτους των ιδιωτικών σχολείων θα είναι υπεράριθμες(10% έξτρα θέσεις) και θα παραχωρούνται ύστερα από εξετάσεις, κάθε επιχείρημα για αδικία, «πίσω πόρτα» και υπονόμευση της δημόσιας εκπαίδευσης είναι αβάσιμο. Το δε επιχείρημα περί ανάγκης ταύτισης με την εκπαιδευτική νομοθεσία της Ελλάδας είναι εκτός πραγματικότητας, όχι μόνο με βάση την ακολουθούμενη στην Κύπρο εδώ και σαράντα χρόνια εκπαιδευτική πολιτική αλλά και ενόψει της ιδιότητας και των δυο χωρών ως μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία χαράσσει κοινή εκπαιδευτική πολιτική για όλες τις χώρες μέλη.
Το προσεχές μέλλον θα δείξει αν θα μπορέσουν οι ομάδες αυτές να δεχθούν σε κάποιο βαθμό και το τέταρτο πλαίσιο, για να μπορέσει να γίνει η προσέγγισή τους κάπως πιο σύγχρονη και πιο ανθρώπινη.
*Πρώην Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Κύπρου