ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*
Σύμφωνα με τον συγκριτολόγο Ανδρέα Καζαμία, οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις είναι δυο ειδών, α)διορθωτικές ή ρεφορμιστικές (ορολογία του Andre Gorz) και β)ριζοσπαστικές ή δομικές. Οι πρώτες ξεκινούν από την παραδοχή ότι τα προβλήματα στην εκπαίδευση (χαμηλές μαθησιακές επιδόσεις των μαθητών, αντικοινωνική συμπεριφορά) οφείλονται κυρίως σε δυσαρμονίες (απαρχαιωμένα αναλυτικά και ωρολόγια προγράμματα και ξεπερασμένες μεθόδους διδασκαλίας και σχολικής διοίκησης) και γι’ αυτό έχουν στόχο τη διόρθωσή τους. Βασική επιδίωξή τους είναι ο «εκπαιδευτικός εκσυγχρονισμός» και ο «εκπαιδευτικός εκδημοκρατισμός». Όπως λέει ο Καζαμίας, τέτοιες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις έγιναν «σε παγκόσμια κλίμακα, τουλάχιστο στο Δυτικο-ευρωπαϊκό και Αμερικανικό κόσμο» και «συνιστούν τις εθνικές-κρατικές τροχιές του ατέλειωτου «project» της νεωτερικότητας και του δυτικο-ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού»(Jurgen Habermas) (Α.Καζαμία Η κατάρα του Σίσυφου, Ελληνική Εκπαίδευση: Προοπτικές Ανασυγκρότησης και Εκσυγχρονισμού 1995, σσ,42-43,67). Ριζοσπαστική ή δομική μεταρρύθμιση είναι η εκ βάθρων αλλαγή των αντιλήψεων περί εκπαίδευσης και των δομών του εκπαιδευτικού συστήματος μιας χώρας.
Οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που έγιναν μέχρι σήμερα στην Κύπρο ανήκουν στην πρώτη κατηγορία. Στην αρχή, επί εποχής της γυμνασιαρχίας του Κ. Σπυριδάκι στο Παγκύπριο Γυμνάσιο και στη συνέχεια της θητείας του ως προέδρου του Ελληνικού Εκπαιδευτικού Συμβουλίου και υπουργού παιδείας, οι αλλαγές ήταν ήπιες, και γι’ αυτό δεν ονομάζονταν καν μεταρρυθμίσεις αλλά αλλαγές ή προσθήκες(η αύξηση των ωρών διδασκαλίας των Αγγλικών σε τέσσερις και ο χωρισμός του λυκείου σε τρεις κλάδους (κλασικό, πρακτικό και εμπορικό ) επί αγγλοκρατίας ,και η ίδρυση οκτατάξιων δημοτικών σχολείων, γεωργικού γυμνασίου, και τεχνικών σχολών σε όλες τις επαρχίες τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας. Ο στόχος των αλλαγών αυτών ήταν κυρίως παιδαγωγικός, να βοηθήσει τους μαθητές που δεν είχαν κλίση στα ακαδημαϊκά μαθήματα.
Την παιδαγωγική κυρίως παράμετρο υπηρετούσαν και οι αλλαγές που έγιναν επί υπουργίας Χρυσόστομου Σοφιανού. Η κυριότερη αλλαγή ήταν η εισαγωγή του Λυκείου Επιλογής Μαθημάτων(ΛΕΜ), το οποίο στην ουσία επέκτεινε το δικαίωμα επιλογής μαθημάτων που είχαν οι μαθητές από την εποχή του Σπυριδάκι, και απέβλεπε στην άρση της δυσαρμονίας των χαμηλών μαθησιακών αποτελεσμάτων. Η παραδοχή πίσω από αυτή την πρωτοβουλία ήταν πως η δυσαρμονία εκείνη οφειλόταν στη χαμηλή παρώθηση των μαθητών. Αν τους δινόταν το δικαίωμα να διαλέγουν τα μαθήματα της αρεσκείας τους, θα αυξανόταν το ενδιαφέρον τους και θα μελετούσαν περισσότερο.
Λόγος για εκπαιδευτική μεταρρύθμιση έγινε για πρώτη φορά από την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης(ΕΕΕ) η οποία υπέβαλε προς την κυβέρνηση Τ. Παπαδόπουλου στις 30 Αυγούστου 2004 την έκθεσή της με τίτλο Ευρωπαϊκή και Ανθρώπινη Παιδεία στην Ευρωκυπριακή Πολιτεία. Η Έκθεση πρότεινε μείζονες αλλαγές σε έξι περιοχές ή κρίσιμες ζώνες (θεσμικό πλαίσιο διακυβέρνησης, άσκησης εξουσίας και εποπτείας, Δομή και διάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος, Περιεχόμενο της εκπαίδευσης. αναλυτικό πρόγραμμα, σχολική γνώση και παιδαγωγική διαδικασία, Ανώτερη και ανώτατη δημόσια και ιδιωτική εκπαίδευση, Μόρφωση και επιμόρφωση εκπαιδευτικών, Αξιολόγηση εκπαιδευτικού έργου και εκπαιδευτικών). Η σημαντικότερη ωστόσο προταθείσα από την ΕΕΕ αλλαγή αφορούσε στο φιλοσοφικό υπόβαθρο της κυπριακής εκπαίδευσης. Συγκεκριμένα, η ΕΕΕ έδωσε έμφαση στην πολιτική παράμετρο, και κυρίως στη δημοκρατική πτυχή («δημοκρατικοποίηση της Διοίκησης/Διακυβέρνησης-στο μακροεπίπεδο του κέντρου και στο μικροεπίπεδο της σχολικής μονάδας, δημοκρατικοποίηση στην πρόσβαση στην εκπαίδευση, δημοκρατικοποίηση στην πρόσβαση στη σχολική γνώση, δημοκρατικοποίηση στην παιδαγωγική –διδακτική διαδικασία, στις παιδαγωγικές σχέσεις ανάμεσα στους διδάσκοντες και μαθητές, στο περιβάλλον διδασκαλίας-και μάθησης») και στην ανθρώπινη πτυχή («ανθρωποκεντρικό σχολείο που επιδιώκει τη «μόρφωση», την εκπαίδευση του ανθρώπου –πολίτη, όχι μόνο την εκπαιδευτική κατάρτιση, με κέντρο βάρους τη γενική νεο-ουμανιστική παιδεία)».(σ.4-5). Τελικός στόχος της μεταρρύθμισης για την ΕΕΕ είναι η «μεταμόρφωση/μετάλλαξη του κυπριακού σχολείου όχι σε σχολείο της οικονομίας της αγοράς αλλά σε δημοκρατικό σχολείο της αγοράς του δήμου, σε δημοκρατικό σχολείο του πολίτη».
Δεν έχω υπόψη μου έρευνες που έγιναν τα τελευταία 13 χρόνια σχετικά με το πόσο δημοκρατικά και ανθρώπινα έγιναν έκτοτε τα σχολεία μας. Οι δημοσιεύσεις ωστόσο στον τύπο για συχνό bullying μαθητών σε βάρος συμμαθητών τους όπως και για συχνά επεισόδια βίας ακόμα και εναντίον διδασκόντων δημιουργούν πολλά ερωτηματικά κατά πόσο αυτό επιτεύχθηκε. Οι δημοσιεύσεις κατέγραψαν επίσης ότι το σύνθημα για δημοκρατικό και ανθρώπινο σχολείο χρησιμοποιήθηκε κατ’ επανάληψη από διάφορους φορείς (Συνομοσπονδία Γονέων, οργανώσεις και κινήσεις εκπαιδευτικών, συνομοσπονδίες μαθητών) ως αποτελεσματικό όπλο καταπολέμησης προτάσεων, σχεδίων και νομοσχεδίων του ΥΠΠ για αλλαγές που απέβλεπαν σε άρση δυσαρμονιών.
Στα προβλήματα αυτά προστέθηκε τελευταία και ένα άλλο σοβαρό θέμα, εκείνο των «αδιάφορων» μαθητών. Το θέμα τέθηκε, πρώτα, με δηλώσεις του υπουργού Παιδείας που απέδιδαν μέρος της ευθύνης της αποτυχίας των τελειοφοίτων μαθητών στις παγκύπριες εξετάσεις στην «αδιαφορία» ενός μεγάλου μέρους μαθητών, δεύτερο, με το άρθρο του λυκειάρχη Τάσου Τάσου με τίτλο Οι «αδιάφοροι», μια αλήθεια που «καίει» στο Paideia-Νews της 3ης Ιουλίου, και τρίτο, με τα σχόλια και τη μαρτυρία του εκπαιδευτή Χρίστου Πεγειώτη κάτω από το αρθρο (ο Εικοσάλογος τoυ Τεχνίτη) και άλλων για την κατάσταση σε μερικά τεχνικά σχολεία, που δημοσιεύτηκαν στην ίδια ηλεκτρονική εφημερίδα. Πιστεύω πως η συζήτηση αυτή έχει θέσει ουσιαστικά θέμα ανάγκης μιας νέας μεταρρύθμισης που θα προσπαθήσει να εξισορροπήσει τη σημερινή μεγάλη έμφαση στην πολιτική παράμετρο με έμφαση και στην κοινωνική παράμετρο, και ιδιαίτερα στον παράγοντα μαθητής. Πρέπει να συνειδητοποιηθεί πως το κοινωνικό πρόβλημα, οι μεγάλες δηλαδή κοινωνικές αλλαγές που επήλθαν στην Κύπρο σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα από την προσφυγοποίηση χιλιάδων οικογενειών, τη μεγάλη αύξηση του αριθμού των εργαζόμενων μητέρων, την εξαφάνιση της παλιάς μεγάλης οικογένειας, την επέλαση της παγκοσμιοποίησης και την ηθική κατάρρευση της κοινωνίας, και οι συνέπειες που αυτές είχαν στην παράμετρο μαθητής δεν αντιμετωπίστηκαν ποτέ με τη λήψη των αναγκαίων μέτρων στην εκπαίδευση. Τέτοια μέτρα θα μπορούσαν να ήταν, για παράδειγμα, η μεγαλύτερη έμφαση στη δημοτική εκπαίδευση που θα αντισταθμίσει τον εξασθενήσαντα ρόλο της εργαζόμενης μητέρας, η ίδρυση και άλλων τύπων δημόσιου σχολείου μέσης εκπαίδευσης, η υιοθέτηση νέων αντιλήψεων για τη γνώση και τη διδασκαλία, κ.α. Άλλες χώρες αντιμετώπισαν το πρόβλημα αυτό πριν από πολλά χρόνια.
*Πρώην Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Κύπρου