Επισημάνσεις Δικτύου Ευρυδίκη: Αντιμετωπίζοντας την πρόωρη εγκατάλειψη της εκπαίδευσης στην Ε.Ε


Η πρόωρη εγκατάλειψη της εκπαίδευσης και της κατάρτισης (ΕΛΕΤ) είναι ένα σοβαρό θέμα σε πολλές χώρες της ΕΕ και έχει προσελκύσει την προσοχή πολλών ερευνητών, υπευθύνων χάραξης πολιτικής και εκπαιδευτικών. Η πρόωρη εγκατάλειψη έχει αρνητικό αντίκτυπο στις ευκαιρίες των νέων ανθρώπων στον τομέα της αγοράς εργασίας και ως εκ τούτου, έχει υψηλό κόστος τόσο για το ίδιο το άτομο, όσο και για την κοινωνία και την οικονομία. Η ολοκλήρωση της εκπαίδευσης, από την άλλη πλευρά, μπορεί να οδηγήσει σε μια σειρά καλύτερων ευκαιριών απασχόλησης και υγείας, καθώς και υψηλότερων ποσοστών παραγωγικότητας, μείωσης των δημόσιων και κοινωνικών δαπανών, οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής.

Αυτή η έκθεση της Ευρυδίκη/ Cedefop υποστηρίζει την ατζέντα για την Ευρώπη 2020 για τη μείωση της πρόωρης εγκατάλειψης της εκπαίδευσης και κατάρτισης και αποτελεί άμεση συνέχεια της σύστασης του Συμβουλίου του 2011 σχετικά με τις πολιτικές για τη μείωση της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου. Στόχος της έκθεσης είναι να προσθέσει αξία στα κράτη μέλη και στις προσπάθειες που γίνονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε αυτό τον τομέα, παρακολουθώντας τις εξελίξεις στο σχεδιασμό και την υλοποίηση των στρατηγικών, πολιτικών και μέτρων για την καταπολέμηση της πρόωρης εγκατάλειψης και την υποστήριξη της μάθησης.

Στην έκθεση εξετάζονται αρκετοί βασικοί τομείς: Η συλλογή δεδομένων και η παρακολούθηση,   στρατηγικές και πολιτικές κατά της πρόωρης εγκατάλειψης με έμφαση στην πρόληψη, την παρέμβαση και την αποζημίωση και τις ομάδες που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο πρόωρης εγκατάλειψης, ο ρόλος της εκπαίδευσης και του επαγγελματικού προσανατολισμού, της διακυβέρνησης και της διατομεακής συνεργασίας και η πρόωρη αποχώρηση από την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση (ELVET).

Η πρόωρη εγκατάλειψη της εκπαίδευσης και κατάρτισης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με κοινωνικο-οικονομικά μειονεκτημάτα

Στατιστικά, οι μαθητές που έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό έχουν υψηλότερα ποσοστά ΕΛΕΤ σε σύγκριση με τους μαθητές που γεννήθηκαν στη χώρα τους. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο ότι οι μαθητές που γεννήθηκαν στο εξωτερικό, αντιμετωπίζουν γενικά μεγαλύτερες προκλήσεις όσον αφορά την πρόσβαση και τη συμμετοχή στην εκπαίδευση από τους συνομηλίκους τους (π.χ. λόγω γλώσσικών ή / και πολιτιστικών εμποδίων, κοινωνικο-οικονομικού διαχωρισμού, κλπ). Σε ό, τι αφορά το φύλο, οι άρρενες μαθητές  έχουν διπλάσιες πιθανότητες να εγκαταλείψουν το σχολείο γενικής εκπαίδευσης με χαμηλά ή καθόλου προσόντα. Ωστόσο, αυτό φαίνεται να επηρεάζεται και από το κοινωνικο-οικονομικό υπόβαθρο.   Όσο υψηλότερο είναι το κοινωνικο-οικονομικό υπόβαθρο, τόσο λιγότερο εμφανείς είναι οι διαφορές στα ποσοστά της πρόωρης εγκατάλειψης μεταξύ μαθητών και μαθητριών. Για το λόγο αυτό,  τόσο το μεταναστευτικό/ μειονοτικό υπόβαθρο όσο και το φύλο, δεν μπορούν να θεωρηθούν από μόνα τους ως καθοριστικοί παράγοντες σε σχέση με τους μαθητές που εγκαταλείπουν την εκπαίδευση και την κατάρτιση νωρίς.

θεωρηθούν από μόνα τους ως καθοριστικοί παράγοντες σε σχέση με τους μαθητές που εγκαταλείπουν την εκπαίδευση και την κατάρτιση νωρίς.

Τα άτομα που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση και την κατάρτιση, είναι πολύ πιο πιθανό να προέρχονται από οικογένειες που πλήττονται από κοινωνικο-οικονομικά μειονεκτήματα, δηλαδή την ανεργία, χαμηλό εισόδημα  νοικοκυριών και χαμηλά επίπεδα εκπαίδευσης των γονέων. Το τελευταίο έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς κατά μέσο όρο, έξι από τα δέκα παιδιά στην ΕΕ των 28 κρατών μελών των οποίων οι γονείς έχουν χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης, βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, και για το λόγο αυτό θα μπορούσαν επίσης να βρίσκονται σε κίνδυνο εκπαιδευτικών μειονεκτημάτων και πρόωρης εγκατάλειψης.  Τέλος, η πρόωρη εγκατάλειψη φέρει άμεσες κοινωνικο-οικονομικές συνέπειες για το άτομο. Στην ΕΕ-28, απασχολείται κατά μέσο όρο το 19,7% που έχουν ολοκληρώσει την κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, σε σύγκριση με το 42,7% των νέων που έχουν ολοκληρώσει την ανώτερη δευτεροβάθμια και μεταλυκειακή εκπαίδευση και 54,6% των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης

Οι περισσότερες χώρες χρησιμοποιούν ένα μητρώο φοιτητών για τη συλλογή εθνικών δεδομένων για άτομα που εγκαταλείπουν πρόωρα

Σε μια προσπάθεια κατανόησης του φαινομένου της πρόωρης εγκατάλειψης,  της ανάπτυξης των πολιτικών και των μέτρων για την αντιμετώπισή της, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες / περιοχές έχουν θεσπίσει εθνικούς ορισμούς που χρησιμοποιούν στη διαδικασία χάραξης πολιτικής. Οι ορισμοί αυτοί είναι στενά συνδεδεμένοι με τα εργαλεία συλλογής δεδομένων που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση της πρόωρης εγκατάλειψης. Όλες οι ευρωπαϊκές χώρες / περιοχές, με εξαίρεση το Βέλγιο (Γερμανόφωνη Κοινότητα), την Τσεχική Δημοκρατία, την Κροατία, την Κύπρο, την Ουγγαρία τη Ρουμανία, συλλέγουν πληροφορίες για την πρόωρη εγκατάλειψη, επιπρόσθετα από τα δεδομένα που συγκεντρώνονται για την Ευρωπαϊκή Έρευνα Εργατικού Δυναμικού, κυρίως μέσω ενός μητρώου μαθητών. Δέκα χώρες διενεργούν ποσοτικές ή / και ποιοτικές έρευνες, οι οποίες μπορούν να συμβάλουν περαιτέρω στην καλύτερη κατανόηση των λόγων για πρόωρη εγκατάλειψη. 

Για τη διευκόλυνση συγκρίσεων μεταξύ των σχολείων, των τοπικών αρχών ή / και περιφερειών, τα δεδομένα πρέπει να είναι ακριβή, διαθέσιμα σε συγκεντρωτική μορφή σε διάφορα επίπεδα (κεντρικό, περιφερειακό, τοπικό, σχολείο) και επικαιροποιημένα (συγκεντρώθηκαν και αναλύθηκαν περισσότερες από μία φορά ανά έτος). Η έκθεση δείχνει, ωστόσο, ότι αυτό δε συμβαίνει σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Μόνο το ένα τρίτο όλων των ευρωπαϊκών χωρών έχουν υιοθετήσει στρατηγικές για την αντιμετώπιση της πρόωρης εγκατάλειψης

Σε ολόκληρη την Ευρώπη, έξι χώρες / περιοχές - Βέλγιο (Φλαμανδική Κοινότητα), Βουλγαρία, Ισπανία, Μάλτα, Ολλανδία και Αυστρία-έχουν, μέχρι σήμερα, αναπτύξει μια ολοκληρωμένη στρατηγική για την αντιμετώπιση της πρόωρης εγκατάλειψης. Δύο άλλες χώρες, η Ουγγαρία και η Ρουμανία, βρίσκονται στη διαδικασία υιοθέτησης μιας τέτοιας στρατηγικής. Σε αρκετές άλλες – Γερμανία, Ιρλανδία, Πολωνία, Πορτογαλία, Ηνωμένο Βασίλειο και Νορβηγία - ενώ δεν υπάρχει ολοκληρωμένη στρατηγική, όπως ορίζεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, υπάρχουν άλλες ευρείες στρατηγικές ή σχέδια δράσης, για να εξασφαλιστεί ότι οι νέοι και οι ενήλικες έχουν την ευκαιρία να ολοκληρώσουν την εκπαίδευσή τους και να αποκτήσουν τα προσόντα που χρειάζονται για να επιτύχουν στο χώρο εργασίας. Όλες οι χώρες έχουν, ωστόσο, πολιτικές και μέτρα που είτε έχουν αναπτυχθεί ειδικά για την αντιμετώπιση της πρόωρης εγκατάλειψης, ή αποτελούν μέρος των γενικών / τρέχουσων πρωτοβουλιών, οι οποίες συμβάλλουν στη μείωση των ποσοστών πρόωρης εγκατάλειψης.  Για την αντιμετώπιση της πρόωρης εγκατάλειψης, οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν, εξάλλου, δημιουργήσει σχέσεις σε όλα τα επίπεδα συναφών πολιτικών και αρχών, καθώς και επενδύσει σε συνεργασίες με διάφορους φορείς που μπορούν να διευκολύνουν τον αποτελεσματικό συντονισμό μεταξύ των τοπικών ενδιαφερόμενων μερών. Ωστόσο, ο οργανισμός συντονισμού που θεσμοποιεί τη συνεργασία μεταξύ των διάφορων κρατικών υπηρεσιών και μεταξύ των διαφορετικών επιπέδων εξουσίας, σχολείων και άλλων ενδιαφερομένων έχει μέχρι στιγμής καθιερωθεί μόνο στο Βέλγιο (Φλαμανδική Κοινότητα), την Ισπανία, τη Μάλτα και τις Κάτω Χώρες.

Η εκπαιδευτική και επαγγελματική αγωγή αποτελεί ένα από τα βασικά μέτρα κατά της πρόωρης εγκατάλειψης  σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες

Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες θεωρούν την εκπαιδευτική και επαγγελματική αγωγή ως ένα από τα βασικά μέτρα για την αντιμετώπιση της πρόωρης εγκατάλειψης. Η καθοδήγηση λοιπόν, είναι ένα σημαντικό στοιχείο πρόληψης, παρέμβασης και αντιστάθμισης. Η κύρια ευθύνη για την υλοποίηση εκπαιδευτικού  και επαγγελματικού προσανατολισμού ανήκει στα σχολεία και τις περισσότερες φορές, απευθύνεται σε μαθητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αφού στο ένα τρίτο περίπου  των χωρών, τέτοιου είδους προσανατολισμός δεν προσφέρεται στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.

Τα σχολεία αναμένονται να υιοθετήσουν μια ολιστική προσέγγιση για την εκπαίδευση και τον επαγγελματικό προσανατολισμό. Παραδοσιακά, η καθοδήγηση προσφέρεται μέσω υπηρεσιών προσανατολισμού και καταπιάνεται με τα άτομα που έχουν ανάγκη υποστήριξης.

ή μπορεί ήδη να βρίσκονται σε κίνδυνο  πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου. Επιπλέον, ένας μεγάλος αριθμός χωρών περιλαμβάνει καθοδήγηση  προς όλους τους μαθητές, για τα υποχρεωτικά προγράμματα σπουδών.   Μερικές φορές, η διδασκαλία και η εξατομικευμένη παροχή, συμπληρώνονται από εξωσχολικές δραστηριότητες καθοδήγησης.

Ο υπεύθυνοι για την παροχή καθοδήγησης ποικίλουν: καθηγητές με εξειδίκευση στην καθοδήγηση, σύμβουλοι προσανατολισμού, ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί. Ωστόσο, η κατηγορία προσωπικού που υποστηρίζει τους μαθητές να αναπτύξουν τις εκπαιδευτικές ή / και επαγγελματικές φιλοδοξίες σταδιοδρομίας τους και που δίνει συμβουλές σε όσους παρουσιάζουν εκπαιδευτικές δυσκολίες, είναι αυτοί που δεν έχουν ειδική κατάρτιση και πείρα στο χώρο της συμβουλευτικής αγωγής.

Παροχή εκπαίδευσης και επαγγελματικού προσανατολισμού, 2013/14

Για τις πολιτικές στον τομέα της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης (ΕΕΚ), η ανάλυση δείχνει ότι οι χώρες έχουν υιοθετήσει διαφορετικές προσεγγίσεις και στυλ για την αντιμετώπιση της πρόωρης εγκατάλειψης από την ΕΕΚ (ELVET). Ωστόσο, ένα από τα κοινά χαρακτηριστικά, είναι η ολοένα αυξανόμενη αναγνώριση της ανάγκης για εξασφάλιση εξατομικευμένης  πορείας των μαθητών της ΕΕΚ. Μια μαθητοκεντρική, εξατομικευμένη προσέγγιση στη μάθηση, πχ μέσω της καθοδήγησης, της παρακολούθησης, ατομικών προγραμμάτων μάθησης ή διαχείρισης υποθέσεων, υπήρξε πάντα το κύριο χαρακτηριστικό των αντισταθμιστικών μέτρων πρόωρης εγκατάλειψης από την ΕΚΚ (ELVET). Αποτελεί επίσης, ολοένα και περισσότερο, χαρακτηριστικό γνώρισμα των βασικών προγραμμάτων ΕΕΚ και χρησιμοποιείται ως τρόπος για την πρόληψη της ELVET. Η προσέγγιση βάσει ικανοτήτων είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό που εγκρίθηκε από τις πολιτικές ELVET. Η έμφαση σε αυτό που οι μαθητές μπορούν να κάνουν ως αποτέλεσμα της εκπαίδευσης και όχι του αριθμού των μαθημάτων / ωρών μάθησης που διαθέτουν, είναι ιδιαίτερα σημαντική για δράσεις στον τομέα κατά της πρόωρης εγκατάλειψης της ΕΕΚ.

Η ΕΕΚ η ίδια θεωρείται ως ένα μέτρο στην αρένα της πρόωρης εγκατάλειψης, καθώς πολλοί που εγκαταλείπουν πρόωρα τόσο τη γενική όσο και την επαγγελματική εκπαίδευση επιλέγουν τη δεύτερη,  αν / όταν επιστρέψουν στην εκπαίδευση. Έτσι, τα συστήματα ΕΕΚ φιλοξενούν μεγάλο αριθμό μαθητών οι οποίοι είτε έχουν εγκαταλείψει το σχολείο, ή αποφάσισαν να αλλάξουν τις σπουδές τους από ένα τύπο ή πάροχο μάθησης  σε ένα άλλο.




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










560