Επιστημονικότητα και συναίνεση στην Εκπαίδευση


ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*   

Από τότε που εγκαταλείφθηκε η πολιτική της υιοθέτησης του εκπαιδευτικού συστήματος της Ελλάδας χάθηκε η συναίνεση στην ελληνοκυπριακή εκπαίδευση. Αυτό βέβαια με κανένα τρόπο δεν σημαίνει ότι αποτελεί την αιτία, αφού ούτε στην Ελλάδα υπάρχει συναίνεση, με αποτέλεσμα να εισάγονται συνεχείς αλλαγές, όχι μόνο κάθε φορά που αλλάζει η κυβέρνηση αλλά και κάθε φορά που αλλάζει ο υπουργός Παιδείας. Ακούεται μάλιστα εκεί συχνά το ειρωνικό σχόλιο «κάνε και συ μια μεταρρύθμιση, μπορείς» για διακωμώδηση της κατάστασης. Επομένως, αν συνεχίζαμε να υιοθετούμε το  ελλαδικό σύστημα,  πιθανό η κατάσταση να ήταν χειρότερη, αφού, λόγω της συχνής αλλαγής κυβέρνησης, θα αναγκαζόμαστε να αλλάζουμε συνεχώς  προγράμματα, βιβλία και κανονισμούς. Ο κύριος λόγος της έλλειψης συναίνεσης είναι , πιστεύω, η βαθιά  διχασμένη ιδεολογικά πολιτική και κομματική ηγεσία και μαζί τους οι προσκείμενες εκπαιδευτικές Κινήσεις, οι  οποίες δεν επιτρέπουν την αναγκαία συναίνεση για την επίλυση τουλάχιστο των πιο επειγόντων θεμάτων.

Στα άρθρο αυτό θα γίνει προσπάθεια να διερευνηθούν  οι  τρόποι με τους οποίους επιχειρείται η επίτευξη κάποιας μικρής έστω συναίνεσης. Ο πρώτος τρόπος, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο είναι η επίκληση του  πατριωτισμού των πολιτικών κομμάτων να αφήσουν την εκπαίδευση έξω από την πολιτική διαμάχη. Η εκπαίδευση, λένε, είναι εθνική υπόθεση και πολύ ζωτικής σημασίας για την επιβίωση του έθνους και γι αυτό πρέπει να καταβληθεί προσπάθεια για χάραξη συναινετικής εκπαιδευτικής πολιτικής. Όπως όμως και στην Ελλάδα, το επιχείρημα δεν έχει καμιά απήχηση ούτε εδώ, αφού ζητά κάτι αδύνατο. Η εκπαίδευση είναι κατ’ εξοχήν πολιτικό θέμα που επηρεάζει σοβαρά το μέλλον μιας χώρας και τα πολιτικά κόμματα έχουν διαφορετικές εκπαιδευτικές αξίες στις οποίες θέλουν να επενδύσουν για επίτευξη των διαφορετικών κοινωνικών τους στόχων.

Ο  δεύτερος τρόπος είναι ο διορισμός από το υπουργείο  Παιδείας μιας πολυμελούς  επιτροπής από ειδικούς από ένα ευρύ πολιτικό φάσμα  για να υποβάλει επιστημονικές/τεχνοκρατικές  προτάσεις. Το σκεπτικό είναι ότι οι προτάσεις μιας τέτοιας επιτροπής θα πρέπει να θεωρούνται υπερκομματικές, άρα έχουν μεγάλες πιθανότητες να υιοθετηθούν από όλα ή έστω την πλειοψηφία των κομμάτων και να αποτελέσουν τη  βάση για υπερκομματική εκπαιδευτική πολιτική. Και πάλι όμως  το αποτέλεσμα, όσες φορές  επιχειρήθηκε αυτή η πρακτική , κυρίως στην Ελλάδα, ήταν μηδενικό. Το χάσμα που χωρίζει τα μέλη της  επιτροπής για ιδεολογικούς αλλά και για προσωπικούς λόγους είναι τόσο μεγάλο, που τελικά η επιτροπή αυτοδιαλύεται με αλλεπάλληλες αποχωρήσεις μελών της, ή, αν δεν διαλυθεί και κατορθώσει να υποβάλει μια έκθεση, αυτή  δεν  έχει μεγάλη αξία, αφού  δεν είναι έκθεση της ολομέλειας, και όσοι νιώθουν ότι οι προτάσεις της θίγουν τα συμφέροντά τους, την πολεμούν με λύσσα.

 Μια τρίτη διέξοδος για τις κυβερνήσεις είναι να στραφούν προς τον εκπαιδευτικό δανεισμό και την εξωτερική εμπειρογνωμοσύνη. Στην πρώτη περίπτωση προτείνουν την υιοθέτηση των εκπαιδευτικών  προγραμμάτων και των εκπαιδευτικών  πρακτικών που εφαρμόζουν χώρες γνωστές για τη μεγάλη επιτυχία των μαθητών των σχολείων τους σε διεθνείς εξετάσεις(PISA,TIMSS), όπως η Φινλανδία. Στη δεύτερη περίπτωση ζητούν από διεθνείς οργανώσεις (ΟΥΝΕΣΚΟ, ΟΟΣΑ) να αξιολογήσουν το εκπαιδευτικό τους σύστημα και να υποβάλουν εισηγήσεις για βελτίωση. Και οι δυο πιο πάνω πρωτοβουλίες, όπως και εκείνη του διορισμού επιτροπής εμπειρογνωμόνων, στηρίζονται στην αξία της επιστημονικότητας ως βάσης για εξασφάλιση ευρύτερης συναίνεσης. Η παραδοχή πίσω απ’ αυτή την ενέργεια είναι ότι, εφόσον η παιδαγωγική είναι μια επιστήμη, η λύση που θα προέλθει από  τους ειδικούς θα είναι η πιο κατάλληλη και η πλέον αποδεκτή, αφού , πρώτα θα είναι προϊόν ορθολογισμού και εμπειρογνωμοσύνης και, δεύτερο, θα είναι ουδέτερη πολιτικά  και επομένως δεν θα θίγει το γόητρο καμιάς πλευράς της οποίας οι προτάσεις θα έχουν αγνοηθεί.

Και όμως ούτε αυτός ο τρόπος επιτυγχάνει τη συναίνεση , είτε γιατί από εγωισμό   μια ή περισσότερες από τις αντιμαχόμενες πλευρές δεν δέχονται τον παραμερισμό των δικών τους προτάσεων είτε γιατί  εκείνοι των οποίων θίγονται τα συμφέροντα με την προτεινόμενη αλλαγή της πολιτικής βρίσκουν τρόπους να πείσουν τη μια ή και τις δυο πλευρές να τις απορρίψουν.

Αυτό βέβαια διευκολύνεται και από τη φύση αυτών των εισηγήσεων, αφού  δεν υπάρχει τρόπος να αποδείξει κανείς πέραν πάσης αμφιβολίας ότι οι δικές του εισηγήσεις  είναι σωστές ή οι πιο σωστές. Δεν ισχύει το ίδιο  με την περίπτωση του εμβολίου που πρότεινε ο Παστέρ, για παράδειγμα,  για την προστασία των αγελάδων από την ευλογιά, του οποίου η ευεργετική επίδραση μπορούσε να φανεί σύντομα. Χρειάζεται πολύ χρόνο  για να φανούν τα αποτελέσματα της εφαρμογής εκπαιδευτικών αλλαγών. Αλλά ,και όταν φανούν, μπορεί   να μην είναι τόσο  αποκαλυπτικά και πειστικά για να μην αφήνουν περιθώριο για αμφιβολίες. Από την άλλη, η εφαρμογή τέτοιων μέτρων θα πρέπει να γίνει πιλοτικά, δηλαδή ως πειραματισμός.  Υπάρχουν όμως πολλοί που είναι εναντίον κάθε πειραματισμού, ακόμη και βουλευτές, όπως, για παράδειγμα, ο βουλευτής του ΔΗΣΥ Ευθύμιος Δίπλαρος που τάχθηκε σε άρθρο του «για μια παιδεία χωρίς πειραματισμούς» (Paideia-news, 15 Ιουνίου 2016).

Τέλος, υπάρχει ακόμα μια δυσκολία, ίσως η μεγαλύτερη. Ενώ όλες οι παρατάξεις μιλούν για  επιστημονικότητα και την θεωρούν απαραίτητη προϋπόθεση για να δεχθούν μια πρόταση, καμιά παράταξη δεν φαίνεται να είναι πρόθυμη να δεχθεί ότι υπάρχει αποδεκτός βαθμός επιστημονικότητας σε μια πρόταση που υποβάλλει η αντίπαλη παράταξη, παρ’ όλα τα επιχειρήματα του Υπουργείου Παιδείας ότι η ενέργεια αυτή «προσβάλλει όσους εργάστηκαν και συνεισέφεραν στην ετοιμασία τους με την επιστημονική γνώση και την εμπειρία τους μέσα από το χώρο της εκπαίδευσης»(Paideia-news, 6 Ιουλίου 2016). Όλες οι παρατάξεις   βλέπουν «σκοπιμότητες» και «προδιαγεγραμμένο σκοπό». Υπάρχουν πολλά σχετικά παραδείγματα που τεκμηριώνουν αυτό το γεγονός. Το 2004 η κυβέρνηση Τ.Παπαδόπουλου  διόρισε την Επιτροπή των επτά ακαδημαϊκών, που έγινε γνωστή ως η Επιτροπή των Επτά Σοφών, οι εισηγήσεις της όμως απορρίφθηκαν από τη δεξιά παράταξη και την Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου. Το 2009 ο τότε υπουργός παιδείας Α. Δημητρίου διακήρυξε ότι κάλεσε στην Κύπρο τους κορυφαίους επιστήμονες της Ελλάδας για να προσφέρουν τη σοφία τους στον καταρτισμό των νέων αναλυτικών προγραμμάτων, (Φιλελ. 31 Ιαν. 2009), αυτό όμως δεν έπεισε την αντίπαλη παράταξη ότι το προϊόν της προσφοράς τους ήταν κατάλληλο. Το 2014 ο ίδιος ο κ. Α. Δημητρίου κατηγόρησε την επιστημονική επιτροπή που διόρισε ο Κ.Καδής  για «έωλη τεκμηρίωση»  και για «προδιαγεγραμμένο σκοπό να καταλήξει σε μια αρνητική κρίση για να προδιαθέσει για σκοπούμενες ή  επιθυμούμενες αλλαγές πολιτικής και κατευθύνσεων» (Paideia news 29 Αυγ.2014). Και το 2016 η Προοδευτική Κίνηση Καθηγητών απέρριψε με συνοπτικές διαδικασίες τους δείκτες επάρκειας και επιτυχίας που πρότεινε άλλη επιστημονική επιτροπή ως επιστημονικό εργαλείο για επιτυχή οργάνωση της διδασκαλίας και της μάθησης, χαρακτηρίζοντάς τους ως «ευφάνταστα υποκατάστατα των ανύπαρκτων σε πλήθος μαθημάτων αναλυτικών προγραμμάτων»(Paideia-news, 18 Φεβρ. 2016).

Το συμπέρασμα από όλα αυτά είναι ότι προς το παρόν όλοι οι γνωστοί τρόποι επιδίωξης συναίνεσης στην εκπαίδευση έχουν αποτύχει παταγωδώς στην Κύπρο με όλες τις δυσμενείς συνέπειες που αυτό συνεπάγεται. Και η κύρια αιτία είναι ότι λείπει παντελώς  η διάθεση  για αντικειμενική συζήτηση και για συμβιβασμό.




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










130