ΤΗΣ ΔΡΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΑΤΤΑ - ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ*
Στις 22 Ιουνίου 2017, ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα ενός νέου πλαισίου που ονομάζεται ‘Teaching Excellence Framework’ (TEF)[1] και αναφέρεται στην αναγνώριση του επιπέδου διδασκαλίας των πανεπιστημίων του Ηνωμένου Βασιλείου. Με μια πρώτη ματιά, τα αποτελέσματα προσφέρουν επιπλέον πληροφορίες που βοηθούν υποψήφιους φοιτητές στη διαδικασία αξιολόγησης και τελικής επιλογής ιδρύματος, πέραν των υφιστάμενων εθνικών απαιτήσεων για τη διασφάλιση της ποιότητας των ιδρυμάτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Παρόλο που το συγκεκριμένο πλαίσιο, αφενός, φαίνεται να προσφέρει πληροφορίες σε υποψήφιους φοιτητές, αφετέρου, θα πρέπει να ερμηνευθεί σωστά από τον κάθε ενδιαφερόμενο. Είναι σημαντικό να αξιολογήσουμε τη μεθοδολογία που ακολουθήθηκε και ίσως να διερωτηθούμε κατά πόσο ένα τέτοιο πλαίσιο χρειάζεται πιο στερεό υπόβαθρο πάνω στο οποίο να αξιολογείται το επίπεδο διδασκαλίας των πανεπιστημίων. Συγκεκριμένα, ανάμεσα στις μετρήσεις του πλαισίου συμπεριλαμβάνονται σημεία όπως οι απόψεις των φοιτητών για τη διδασκαλία αλλά και τα ποσοστά εγκατάλειψης των πανεπιστημίων από τους φοιτητές (drop-out rates). Είναι ξεκάθαρο πως τέτοιες μετρήσεις δεν είναι επαρκείς έτσι ώστε να καθορίσουν την ποιότητα της διδασκαλίας. Αναμφίβολα, η αξιολόγηση της διδασκαλίας και μάθησης θα πρέπει να γίνει και με άμεση επαφή με τις αίθουσες διδασκαλίας των πανεπιστημίων.
Παρόλο που το νέο πλαίσιο έχει σκοπό να αναγνωρίσει και να ανταμείψει τα πανεπιστήμια με βάση την ποιότητα διδασκαλίας και μάθησης, διατρέχει τον κίνδυνο όμως να δημιουργήσει μια τρισδιάστατη κατηγοριοποίηση (three-tier classification) απονέμοντας στα πανεπιστήμια διακρίσεις όπως ‘χρυσό’, ‘ασημένιο’, ‘χάλκινο’ που μάλλον αποδίδουν πνεύμα ολυμπιακών αγώνων παρά αντικειμενική αξιολόγηση. Επιπρόσθετα μια τέτοια κατηγοριοποίηση ίσως να μεταφέρει και λανθασμένα μηνύματα αφού υπάρχει πιθανότητα οι υποψήφιοι φοιτητές να ερμηνεύσουν, για παράδειγμα, πανεπιστήμια με ‘χάλκινο’ βραβείο ως τρίτης κατηγορίας (third class) άσχετα αν τέτοια πανεπιστήμια καταλαμβάνουν ψηλή θέση στην πρόσφατη παγκόσμια αξιολόγηση πανεπιστημίων (QS World University Rankings 2017[2]).
Ένας από τους λόγους που οδήγησαν την Αγγλική κυβέρνηση στην εφαρμογή του προγράμματος TEF είναι για να δώσει την ευκαιρία στα πανεπιστήμια που πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις, βάσει της αξιολόγησης τους από το συγκεκριμένο πλαίσιο, να μπορούν να αυξήσουν τα δίδακτρα πέραν του μέγιστου ποσού που ανέρχεται στις 9000 στερλίνες ανά ακαδημαϊκή χρονιά. Τέτοιες ενέργειες γίνονται ακόμη εντονότερες ειδικά σε μια περίοδο που παρατηρείται η εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης (marketization of higher education) αφού τα πανεπιστήμια μιας παλαιότερης περιόδου μετατρέπονται σε πανεπιστήμια των επιχειρήσεων με την παιδεία να αποτελεί δύναμη της αγοράς και την οικονομία να είναι βασισμένη στη γνώση (knowledge-based economy).
Καταλήγοντας, οι υποψήφιοι φοιτητές θα πρέπει να ερμηνεύσουν τα αποτελέσματα του TEF με προσοχή αφού αντικατοπτρίζουν επίπεδο διδασκαλίας (με βάση συγκεκριμένες μετρήσεις) αλλά σε καμία περίπτωση δεν παρουσιάζουν το επίπεδο των πανεπιστημίων αναφορικά σε κλάδους και προγράμματα σπουδών. Επίσης τέτοια αποτελέσματα δεν θα πρέπει να κατηγοριοποιούν το κάθε πανεπιστημίο ως συνολική οντότητα ειδικά σε περιπτώσεις κορυφαίων πανεπιστημίων (ivy league) που η φήμη τους στηρίζεται στην ακαδημαϊκή αριστεία, την επιλεκτικότητα στην αποδοχή φοιτητών αλλά και το αξιοσημείωτο ερευνητικό έργο των ακαδημαϊκών τους.
Επίκουρη Καθηγήτρια P.A. College
Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων