Φαινομενολογική μελέτη της κομματικής ιδιότητας στην Κύπρο


ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ

 Στις 10 και 12 Μαρτίου 2014 έγιναν στην Κύπρο δύο πολιτικές δηλώσεις που ανέδειξαν δυο πολύ ενδιαφέρουσες πτυχές της κρατούσας αντίληψης περί της  κομματικής ιδιότητας στην Κύπρο, μιας αντίληψης που ξέραμε μεν ότι υπήρχε  πριν από το 1960, όταν πρωτοδημιουργήθηκαν τα κόμματα, πιστεύαμε όμως ότι εξέλιπε ή αμβλύνθηκε πολύ τα τελευταία είκοσι χρόνια. Η επαναδιατύπωσή της στις μέρες μας με τόση έμφαση και ενάργεια μας εξέπληξε. Μιλώ ,πρώτα, για τη δήλωση στις 10 Μαρτίου του βουλευτή του ΔΗΚΟ Σοφοκλή Φυττή, ο οποίος σχολιάζοντας την αποσκίρτηση από το κόμμα του τριών στελεχών  διακήρυξε πως ο ίδιος θα υποστηρίζει το κόμμα του «μέχρι θανάτου», και ,δεύτερο, για τη διαμαρτυρία στις 12 Μαρτίου του επίσημου ΔΗΚΟ για τον επαναδιορισμό από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας του Γ. Λακκοτρύπη σε υπουργό, παρόλο που ο εν λόγω υπουργός είχε υποβάλει την παραίτησή του από μέλος του κόμματος δυο βδομάδες νωρίτερα. Πιστεύω πως οι δύο αυτές δηλώσεις θα μείνουν στην πολιτική ιστορία της Κύπρου του 21ου αιώνα ως δυο πολύ σοβαρά τεκμήρια και σημεία αναφοράς για τους τρόπους αντίληψης της κομματικής ιδιότητας, το είδος των σχέσεων των κομμάτων με τα μέλη τους και την εξουσία που τα κόμματα πρεσβεύουν ότι δικαιούνται να έχουν πάνω  τους.

Θα αρχίσω με τη δήλωση του κ. Φυττή. Η δήλωση αυτή μπορεί να ερμηνευθεί, πιστεύω, κατά δυο τρόπους, πρώτα, ότι ο ίδιος θα συνεχίσει να είναι μέλος του κόμματος και να επιδεικνύει νομιμοφροσύνη σ’ αυτό μέχρι το τέλος της ζωής του ανεξάρτητα από το ποια πολιτική αυτό θα υιοθετήσει στο μέλλον. Η δεύτερη σημασία που μπορεί να δοθεί στη δήλωση είναι ότι είναι έτοιμος να θυσιάσει και τη ζωή του για το κόμμα του. Δεν ξέρω ποια από τις δυο είχε υπόψη του, φαίνεται, ωστόσο, από τα συμφραζόμενα ότι εννοούσε μάλλον την πρώτη.

Στο άρθρο αυτό θα κάνω μια φαινομενολογική  ανάλυση της δήλωσης αυτής   αναζητώντας τα αίτια και τις προεκτάσεις της χωρίς καμιά προσωπική αναφορά σε πρόσωπα. Πιστεύω πως ένας πολιτικός που δηλώνει δημόσια ότι θα μείνει πιστός σ’ ένα κόμμα μέχρι το θάνατό του στην ουσία διακηρύσσει ότι η συμμετοχή του στο κόμμα δεν αποτελεί απλώς μια προσωρινή ταυτότητα που τον διαφοροποιεί από τους άλλους πολιτικούς αλλά κάτι πολύ βαθύτερο, ένα πιστεύω, ένα αίσθημα που εκφράζει τη βαθύτερη συνείδησή του, κάτι περίπου σαν τη θρησκεία. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχει καμιά έγνοια ότι το κόμμα του είναι δυνατό ποτέ να προδώσει τις αρχές και τα ιδεώδη του, τα οποία τον έκαναν αρχικά να ενταχθεί στο κόμμα, με τον ίδιο τρόπο όπως κάποιος δεν έχει καμιά έγνοια ότι η θρησκεία του θα φανεί κάποια μέρα κατώτερη των περιστάσεων και διαφορετική από ό,τι την ήξερε.

Αυτού του είδους η αντίληψη για την κομματική ιδιότητα γίνεται, πιστεύω, κατανοητή, αν σκεφθεί κανείς ότι στην Κύπρο ο κανόνας είναι ότι δεν διαλέγεις το κόμμα στο οποίο θα ενταχθείς, γεννιέσαι μέσα σ’ αυτό, το κληρονομείς από την οικογένειά σου. Έτσι, η κομματική ταυτότητα είναι ουσιώδες και αναπόσπαστο συστατικό της προσωπικής και οικογενειακής ταυτότητάς σου και κάθε μετακίνηση  από το κόμμα σου θεωρείται αδιανόητη, όχι μόνο γιατί θα θεωρηθεί προδοσία της οικογενειακής παράδοσης και ταυτότητας αλλά και γιατί θα προκαλέσει αίσθηση στην κοινή γνώμη αλλά και την καχυποψία ότι εξαγοράστηκες από άλλο κόμμα. Το ότι ο κ. Φυττής είχε υπόψη του αυτή την αντίληψη φαίνεται από την έκκληση που έκανε στα τρία υπό μετακίνηση μέλη του ΔΗΚΟ να σκεφθούν «τις εντυπώσεις» που η αποσκίρτησή τους θα προκαλέσει στην κοινή γνώμη.

Είναι φανερό ότι αυτή η αντίληψη της κομματικής ιδιότητας στηρίζεται περισσότερο στο συναίσθημα παρά στον ορθολογισμό  και παραπέμπει στην προανεξαρτησιακή πολιτική ζωή στην Κύπρο με τους φανατισμούς μεταξύ των «κέκκων» και των «κομμουνιστών».Η επιβίωση της παλιάς αυτής αντίληψης μέχρι σήμερα φαίνεται και από την αναφερθείσα πιο πάνω στάση του επίσημου ΔΗΚΟ αναφορικά  με την επανυπουργοποίηση του Γ. Λακκοτρύπη. Η ηγεσία του κόμματος συμπεριφέρεται στην περίπτωση αυτή όπως ακριβώς θα συμπεριφερόταν η ηγεσία ενός θρησκευτικού δόγματος. Θεωρεί ότι τα μέλη του κόμματός του όχι μόνο ανήκουν σ’ αυτό αλλά συνεχίζουν να είναι μέλη του «πληρώματός του», ακριβώς όπως στην περίπτωση του πληρώματος της Εκκλησίας, ακόμα και μετά από μια δημόσια δήλωσή τους ότι αποχωρούν από το κόμμα. Η εξήγηση είναι ότι η δήλωση αποχώρησης ενός μέλους τους  θεωρείται από το κόμμα αποτέλεσμα προσωρινής πλάνης που οφείλεται σε  προσηλυτισμό του από άλλα δόγματα. Είναι απλώς προσωρινά «απολωλός πρόβατο», που πρέπει να σωθεί με κάθε τρόπο για να μη χάσει την ψυχή του.  Γι’ αυτό οποιαδήποτε πρόταση προς νυν ή παλαιότερα μέλη του από ξένο δόγμα για συνεργασία ,ακόμα και επαγγελματική, θεωρείται εχθρική ενέργεια προς τη δική τους «εκκλησία» και πρέπει να απαντηθεί με πόλεμο.

*Πρώην αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










100