Φώτης Κόντογλου: Ο Αϊβαλιώτης πρωτομάστορας του λόγου και της ζωγραφιάς


ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΚΟΥΜΑ* 

Πόσοι σήμερα θυμούνται και μνημονεύουν τον μικρασιάτη – Αϊβαλιώτη - Φώτη Κόντογλου (1895 – 1965); Τον άνθρωπο που σφράγισε με το δικό του στίγμα την εποχή του ως λογοτέχνης, μεταφραστής, υπηρέτης της κοσμικής και εκκλησιαστικής ζωής, ως εικονογράφος και συντηρητής αγιογραφιών και ως σκηνογράφος, όλα περασμένα από το φίλτρο της Ρωμιοσύνης; Τον πρωτοστάτη σε κάθε τι που σχετίζεται με τη στροφή προς την παράδοση και την κριτική αφομοίωση της νεωτερικής τέχνης; Με το έργο και τον λόγο του προσπάθησε να διαμορφώσει το ύφος και το περιεχόμενο μιας νέας ελληνικότητας. Κατάργησε τη βαλκανική μιζέρια και δουλοπρέπεια. Στον επαρχιώτικο ευρωπαΐζοντα αισθητισμό αντέταξε ένα αισθητισμό γηγενή, παρατηρεί ο μαθητής του Τσαρούχης.

 Ο Κόντογλου έφυγε από το Αϊβαλί κυνηγημένος, ανέστιος, με μια εικόνα της Αγίας Παρασκευής στα χέρια, για να βρεθεί  σε μια ελλαδική κοινωνία ταλαιπωρημένη και απέλπιδα. Ένας μικρός το δέμας άνθρωπος, με ψυχικό σθένος τεράστιο, κονταροχτυπήθηκε με τις επίσημες εκφράσεις της συγκαιρινής του διανόησης και αρκετών ομοτέχνων του, όχι με κωδωνοκρουσίες και κυμβαλισμούς, αλλά διά του έργου του.

Μετά την εγκατάστασή του στην Αθήνα, επιδόθηκε με ένθεο ζήλο στη συγγραφὴ βιβλίων και αναδείχθηκε με την όλη πεζογραφική του δημιουργία, με το ιδιόμορφο,  πολυσήμαντο και εντελώς προσωπικό γλωσσικό του ύφος, ο ευσεβὴς λογοτέχνης και στοχαστής με πλούσια και πρωτότυπη φαντασία, ο ανεπανάληπτος εκφραστής του Ελληνισμού της Ανατολής, ο βαθύτατα θρησκευόμενος συγγραφέας. Επιδόθηκε με πάθος στη Βυζαντινή Τέχνη και προσπάθησε να δημιουργήσει ύφος ελληνικό στην ζωγραφική, εμπνευσμένο από την τέχνη του μεσαίωνα, την τουρκοκρατία και από το αθάνατο λαϊκό ελληνικὸ πνεύμα.  Η ανάγκη ανόρθωσης ενός σταθερού κέντρου πνευματικής αναφοράς τον οδήγησε το 1923 στο Άγιον Όρος, όπου μελέτησε - βρισκόμενος σε «θεϊκό μεθύσι, με καρδιά που καιγότανε, σε έκσταση», όπως ο ίδιος  γράφει - τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή τέχνη. Εκεί έγραψε αρκετά από τα αφηγήματα και τις μεταφράσεις που θα συμπεριελάμβανε τον επόμενο χρόνο στο δεύτερο βιβλίο του με τον σανσκριτικό τίτλο Βασάντα (δηλαδή, Άνοιξη).

Υπήρξε ένας ιδιόρρυθμος άνθρωπος ο Κόντογλου, λάτρης της περιπέτειας, με ανοιχτότητα στη ζωή του, ψυχή ανήσυχη και ανυπότακτη, ζηλωτής της ελληνικής παράδοσης και της ορθοδοξίας. Με το  πολυσχιδές έργο του έδειξε κατευθύνσεις στον αδιέξοδο πνευματικό λαβύρινθο της εποχής του και συνέβαλε στην αφύπνιση της υπνώττουσας συνείδησης του σύγχρονου Ελληνισμού. Ανεδείχθη ο φλογερός απόστολος της Ορθοδοξίας, ο μέγας απολογητής της πίστεως, ο υπέρμαχος προστάτης της Ελληνορθόδοξης Παράδοσης,  με τον «χυμώδη λόγον αληθείας» και με την «πολύφωνη γλώσσα των χρωμάτων και των σχημάτων της εσωτέρας ησυχίας και σιωπής».

Επανέφερε την εκκλησιαστική ζωγραφική και εικονογραφία στη γνήσια μεταβυζαντινή εικονολογική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι νωπογραφίες, οι φορητές εικόνες, όπως και οι ζωγραφικές του συνθέσεις αποπνέουν το άρωμα της Ορθοδοξίας. «Αυστηρές, ασκητικές, εξαϋλωμένες οι μορφές του, τα περιγραφικά θέματά του, όλα είναι προσαρμοσμένα στο ύφος και το ήθος της Βυζαντινής Εκκλησιαστικής Τέχνης». Το βυζαντινοπρεπές και λαϊκότροπο ύφος του Κόντογλου ξένισε την εθισμένη στις τεχνοτροπίες του ευρωπαϊκού συρμού κοινωνία, καθώς δεν νεωτέριζε ακολουθώντας κάποια ήδη αναγνωρισμένη τάση στο Παρίσι, αλλά αντίθετα καινοτομούσε αναπλάθοντας δημιουργικά στοιχεία παραδοσιακής τέχνης σε έργα κοσμικού περιεχομένου, προτείνοντας την επιστροφή σε μια «ξεχασμένη» κοσμοθεωρία. Άριστος γνώστης της Παράδοσης της Εκκλησίας, αποκάλυψε τον πλούτο και το μεγαλείο της σε μια εποχή αντιπαραδοσιακή, πολέμησε την ξενομανία και αγωνίσθηκε να διασώσει την Παράδοση  αλώβητη από τα νόθα και επείσακτα στοιχεία που αλλοίωναν τον χαρακτήρα της και μετέβαλλαν την ουσία και το περιεχόμενό της. Η Ορθοδοξία, έγραφε, «είναι η κιβωτός, που κλείνει μέσα της την αληθινή αποκάλυψη της χριστιανικής αλήθειας. Και η παράδοσή της είναι το μέσον που διατηρήθηκε αυτή η αλήθεια, όχι σαν αφηρημένη έννοια, αλλά σαν ζωντανή πραγματικότητα». Ο Κόντογλου, κατά τον Βρεττάκο,  ήταν ένας καθαρόαιμος Ρωμιός που μαγνήτιζε με τα κείμενά του τον λίγο ή πολύ Ρωμιό που όλοι έχουμε μέσα μας.

Υπήρξε ασυμβίβαστος έναντι εκείνων που προσπαθούσαν με τις νεωτεριστικές εικονογραφικές τους συνθέσεις να νοθεύσουν την Ορθόδοξη Ελληνική ψυχή. Εάν  σήμερα υπάρχει μια στροφή προς την Βυζαντινή αγιογραφία και εάν οι εκκλησίες ζητούν βυζαντινή αγιογράφηση, σχολιάζει ο Κωστής Μπαστιάς, αυτό είναι έργο «των αποστολικών αγώνων» του Φώτη Κόντογλου. «Χωρίς αυτόν οι Εκκλησίες θα συνέχιζαν να παρουσιάζουν ιταλικές χαλκομανίες, με την πρωτοβουλία των ανίδεων και των χλιαρών, που δεν αγαπούν αληθινά την ευπρέπεια του Οίκου του Θεού». Κάποιοι ενοχλήθηκαν από την ιδιορυθμία του και τον παρέκαμψαν, άλλοι όμως τον παρομοίασαν ως μια πόρτα ανατολίτικη  που άνοιξε στη μίζερη, μικρόπνοη, μικρού χώρου λογοτεχνία μας και μπήκε μία μεγάλη αναπνοή (Καζαντζάκης).

Ως κοσμικός ζωγράφος,  αναδεικνύεται «καλλιτέχνης με πλούσια και πρωτότυπη φαντασία, αλλά και με ξεχωριστή ικανότητα να προσλαμβάνει θεματικά, εικονογραφικά και μορφικά στοιχεία από το παρελθόν, να τα αφομοιώνει και να εκφράζεται πέρα πέρα μ᾿ αυτά σαν να έχουν γεννηθεί από τον ίδιον». Άλλοτε πάλιν έλεγε· «Αυτή η παράδοση είναι το θησαυροφυλάκιο που κλείνει μέσα του και φυλάγει στον αιώνα την αθάνατη ψυχή μας», γι΄ αυτό και συνιστούσε: «Αυτή την αγιασμένη κιβωτό, αυτή την ατίμητη παράδοση φυλάξετέ την με κάθε τρόπο. Γιατί χωρίς αυτήν η Ελλάδα είναι κορμί χωρίς ψυχή, λουλούδι χωρίς μυρουδιά... Αυτή είναι η κιβωτός που μ᾿ αυτή θα σωθεί το Έθνος μας από την ανεμοζάλη που θέλει να μας καταπονήσει».

Η Ορθοδοξία ήταν στάση ζωής για τον Κόντογλου. Σε μια εποχή ραγδαίας μεταβολής των πάντων, αγώνας και αγωνία του Κόντογλου ήταν να διαφυλάξει τις εξ αποκαλύψεως αλήθειες που μας κληροδοτήθηκαν αναλλοίωτες με την Ορθοδοξία. «Ορθοδοξία και Ευαγγέλιο είναι ένα. Όποιος αγαπά τους νεωτερισμούς και θέλει να αλλάξει ό,τι μας παραδόθηκε από τους Πατέρες, αυτός δεν είναι Χριστιανός, γιατί δεν έχει ταπείνωση, αφού η μητέρα των νεωτερισμών είναι η υπερηφάνεια, που κάνει τον άνθρωπο να πορεύεται κατά το θέλημα το δικό του… Διαβάζετε το Ευαγγέλιο με ταπεινή καρδιά και μην το αφήσετε από τα χέρια σας. Θα γίνετε αθώα πρόβατα του Χριστού και θα ξεκουρασθήτε στο αγιασμένο μαντρί του. Και όποιος σκύψει και μπει σ’ αυτή τη μάντρα από την πόρτα της ταπείνωσης, δεν θέλει να βγει πια».

Για τον εαυτό του γράφει ο ίδιος χαρακτηριστικά: «Χρυσά χέρια και πολλά χαρίσματα μου έδωσε ο Κύριος. Δεν τα μεταχειρίστηκα για να αποχτήσω υλικά αγαθά, μήτε χρήματα, μήτε δόξα, μήτε κανενός είδους καλοπέραση. Τα μεταχειρίστηκα προς δόξαν του Κυρίου και της Ορθοδοξίας του. Όχι μόνο τον εαυτό μου παράβλεψα, μα και τους δικούς μου, τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου τα αδίκησα κατά το πνεύμα του κόσμου. Κανένας άνθρωπος δεν στάθηκε τόσο ανίκανος να βοηθήσει τους συγγενείς του, όσο εγώ. Ήμουνα προσηλωμένος στο έργο, που έβαλα για σκοπό μου, και στον σκληρό αγώνα για την Ορθόδοξη πίστη μας. Για τούτο τυραννιστήκαμε και τυραννιόμαστε στη ζωή μας. Φτωχός εγώ, φτωχά και τα παιδιά μας. Βιοπάλη σκληρή, μα με την ελπίδα του Θεού όλα γαληνεύουν, όλα τα θλιβερά τα περνούμε με ευχαριστία».
Ο Κόντογλου, ως πεζογράφος,  καταργεί τα στερεότυπα του συρμού που κυριαρχούν στην εποχή του και φέρνει στοιχεία μοντέρνας ανατρεπτικότητας, τα οποία προσλαμβάνει αμέσως ο επερχόμενος μοντερνισμός. Ο Εγγονόπουλος σημειώνει: ο Κόντογλους είναι ένας απὸ τους τρεις, μόνους πραγματικά μεγάλους Έλληνες του Μεσοπολέμου, μαζί με τον ποιητή Καρυωτάκη και τον ζωγράφο Παρθένη. Αν παλιότερα είχαμε τον Σολωμό, τον Παπαδιαμάντη και τον Καβάφη, στο Μεσοπόλεμο οι πραγματικά μεγάλοι ήταν, το ξαναλέω, αυτοί μόνοι οι τρεις: Καρυωτάκης, Παρθένης και Κόντογλους [...]. Ο Κόντογλους υπήρξε άνθρωπος αγνός, ευθύς, ενθουσιώδης, ανιδιοτελής και γενναιόψυχος. Μοίραζε αφειδώς τις γνώσεις του, τη φιλία του, τα υπάρχοντά του, στους πάντες γύρω του, που τους θεωρούσε όλους αδελφούς. [...] Θα τον αγαπώ και θα τον θαυμάζω πάντα τον Κόντογλου για τη μεγαλοφυΐα του, και σαν συγγραφέα και σαν ζωγράφο, για τον χρυσό του χαρακτήρα και για τη λεβεντιά του.

Ο Οδυσσέας Ελύτης αναφέρει: «Σήμερα, ύστερα από τόσα χρόνια, δεν παύω να κηρύχνω τη μεγάλη σημασία που έχει ολόκληρο πια το έργο του Κόντογλου για τη γενιά μας, έργο απὸ τα λίγα εκείνα που αφήνουν την απολησμονημένη φωνή της Ανατολής να ξανακουστεί και πάλι μ᾿ όλα τα δικαιώματα και να μας θυμίσει ποια μπορεί νάναι η σωστή θέση ενός τόπου που είναι προορισμένος απὸ την ίδιά του την παράδοση να στέκει κυρίαρχα ανάμεσα στα δυο μεγάλα ρεύματα που το διαπερνάνε (ελληνικότητα και ορθοδοξία), να τα ζυγιάζει, να τα κρίνει, να κρατάει ό,τι καλύτερο έχουνε, να τα συγχωνεύει και τελικά να τα ξαναδίνει - προσθέτοντας το μεράκι της ψυχής του - σε μίαν αμίμητη και μοναδική σύνθεση».

Ο Κόντογλου δεν έμεινε έξω από τις ενδοεκκλησιαστικές συγκρούσεις, ιδιαίτερα στο ζήτημα της ένωσης των Εκκλησιών, ερχόμενος σε αντιπαράθεση ακόμα και με τον τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηναγόρα. Τη σθεναρή του στάση την πλήρωσε μ᾿ έναν άδικο αποκλεισμό: δεν του ανατέθηκε ποτέ να αγιογραφήσει καμιά σημαντική εκκλησία της Αθήνας.

Ο λόγος και οι πράξεις του Κόντογλου  είναι ιδιαίτερα επίκαιρες σήμερα. Μήπως και σήμερα δεν διατρέχει κινδύνους η Ορθοδοξία, δεν υποσκάπτεται η Ελληνορθόδοξη παράδοσή μας, δεν αμφισβητούνται η προσφορά και το κύρος της; Οι αξίες τις οποίες ύμνησε και για τις οποίες αγωνίσθηκε έχουν αιώνιο κύρος και αυτές πρέπει να προσδιορίζουν και τη δική μας περαιτέρω πορεία. Γιατί η Ορθοδοξία και η Παράδοσή της για μας είναι ο αληθινός θησαυρός μας, η πηγή του πολιτισμού μας, η δύναμή μας, η δόξα μας, η εν Χριστώ σωτηρία μας. Αλλά και η ελπίδα για τους άλλους λαούς να βρουν διεξόδους στα πνευματικά τους αδιέξοδα. Εάν θέλουμε ως Έλληνες να έχουμε καθοριστικό λόγο στο ευρύτερο κοινωνικό και ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, είναι ανάγκη, «να φορτωθούμε και πάλιν τις ιστορικές μας αποσκευές που είναι η Ελληνορθοδοξία και να συμβάλουμε στην πνευματική ενότητα της Ευρώπης». Και για να το επιτύχουμε αυτό, «χρειαζόμεθα την Ελληνική μας ταυτότητα, όπως τη διεμόρφωσε η Ελληνική μας Ορθοδοξία», της οποίας θεματοφύλακας και διαπρύσιος κήρυκας υπήρξε ο  Φώτης Κόντογλου.

Το 2015 κλείνουν 50 χρόνια από την κοίμηση του Κόντογλου. Αυτό ας αποτελέσει αφορμή για να (ξανα) διαβάσουμε το έργο του, λογοτεχνικό και ζωγραφικό,  πέρα από τις ιδεοληψίες του αμυντικού εθνοκεντρισμού και της εθνομηδενιστικής παγκοσμιοποίησης. Μπορούμε, άραγε, να υιοθετήσουμε τη θέση του Γιώργου Ιωάννου: Όποτε καθίσω και λογαριάσω τι γερό, τι ακατάλυτο έχω στη βιβλιοθήκη μου, τι θα μπορούσα να πιάσω σε μιαν ώρα ανάγκης και να στυλωθώ, πιάνω τον Κόντογλου.

Και γιατί το επερχόμενο έτος να μην είναι «έτος Φώτη Κόντογλου»;

*Επιθεωρήτρια Φιλολογικών Μαθημάτων




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











450