ΤΗΣ ΑΛΕΚΑΣ ΖΑΟΥΡΑ*
Το κυπριακό εκπαιδευτικό σύστημα αλλά κυρίως οι εκπαιδευτικοί του, δέχονται κατά καιρούς επιθέσεις για την «αποτυχία του». Πολιτικοί, γονείς, πανεπιστημιακοί εκφράζονται έντονα, όποτε προωθείται μία αλλαγή και στοχοποιούνται οι εκπαιδευτικοί. Αυτό, στα πλαίσια ενός ανοιχτού ‘κουτσομπολιού’ χωρίς καμία σοβαρή έρευνα. Βλέπετε, όταν οι μαθητές αποτυγχάνουν, την ευθύνη έχει ο εκπαιδευτικός. Θα ήθελα λοιπόν να προβληματιστούμε. Ποιος εκπαιδευτικός; Όλοι; Ποιας χρονιάς από τη δωδεκαετή του φοίτηση στα δημόσια σχολεία;
Χρειάζεται λοιπόν θάρρος για να γίνει μία σοβαρή μελέτη για το ποιος έχει την ευθύνη. Σύμφωνα με το μοντέλο του Bowe, Ball και Gold (1992) φαίνεται ότι το πλαίσιο της εκπαιδευτικής πρακτικής αλληλοεπιδρά με το πλαίσιο της εκπαιδευτικής πολιτικής αλλά και της εκπαιδευτικής επιρροής. Με πιο απλά λόγια η εκπαιδευτική πολιτική είναι αποτέλεσμα πολλών συγκρούσεων και διαπραγματεύσεων. Οι εκπαιδευτικές πολιτικές όμως είναι αυτές που καθοδηγούν τους εκπαιδευτικούς έτσι ώστε να ικανοποιήσουν τους στόχους της κυβέρνησης. Την ίδια στιγμή, το πλαίσιο εκπαιδευτικής πρακτικής (σχολική μονάδα) δίνει ανατροφοδότηση στην εκπαιδευτική πολιτική ούτως ώστε να βελτιώνεται.
Στην Κύπρο συμβαίνει το παράδοξο να χαράσσεται η εκπαιδευτική πολιτική και μετά από λίγα χρόνια να καταργείται με την αλλαγή της κυβέρνησης. Οι εκπαιδευτικές αλλαγές που προωθούνται ετοιμάζονται πολύ βιαστικά, είναι πολύ πρόχειρες και καταργούνται πριν καν να αξιολογηθούν. Επίσης δε γίνεται σχεδόν ποτέ σωστή αξιολόγηση με έρευνες όσον αφορά την επιρροή τους στα μαθησιακά αποτελέσματα των μαθητών. Οι εκπαιδευτικοί, δεν επιμορφώνονται επαρκώς πριν να ξεκινήσει η αλλαγή, αλλά κατά το διάστημα εφαρμογής τους, με αποτέλεσμα ο καθένας να το ερμηνεύει βάση τις δικές του προσωπικές εμπειρίες, αρχές και προσδοκίες (Mainardes and Marcondes (2009). Επομένως παραλείπεται το πιο σημαντικό στάδιο της διαδικασίας, στο οποίο οι υπεύθυνοι χάραξης εκπαιδευτικής πολιτικής θα αξιολογήσουν κατά πόσον η εκπαιδευτική αλλαγή που προώθησαν, έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Η αξιολόγηση αλλά και η ανακατασκευή της εκπαιδευτικής πολιτικής διαδραματίζουν εξαιρετικά σημαντικό ρόλο, όπως αναφέρουν ο Bowe, Ball και Gold (1992).
Αυτό το χρονικό διάστημα βλέπουμε την κυβέρνηση, διάφορους πολιτικούς, ακόμη και πανεπιστημιακούς να προσπαθούν να μας πείσουν πως πρέπει να αλλάξει το Νέο Σύστημα Διορισμού για να εξασφαλίσει τους καλύτερους εκπαιδευτικούς. Θα επικεντρωθώ στη Δημοτική Εκπαίδευση. Θα ήταν καλό να αναφερθεί σε αυτό το σημείο ότι για την επόμενη δεκαετία υπάρχουν ελάχιστες νέες θέσεις εργασίας. Μας ζητάνε λοιπόν να πάρουν τις 100-200 θέσεις των συμβασιούχων και των αντικαταστατών, και αυτές να τις διεκδικήσουν χιλιάδες υποψήφιοι. Τα ερωτήματα λοιπόν που μου δημιουργούνται είναι τα εξής: Τελικά αυτοί οι συμβασιούχοι και οι αντικαταστάτες είναι οι ανίκανοι εκπαιδευτικοί; Αυτοί οι τριαντάρηδες είναι οι μεγάλοι σε ηλικία εκπαιδευτικοί που κάνουν το σύστημα να νοσεί; Με αυτή την ψευδαίσθηση πιστεύετε ότι μπορείτε να λύσετε το πρόβλημα; Τι γίνεται με το Νέο Σύστημα Αξιολόγησης; Μήπως αυτό δεν επείγει;
Το συγκεκριμένο σύστημα που προωθείται δεν πρόκειται να λύσει κανένα από τα προβλήματα του εκπαιδευτικούς μας συστήματος. Απλά θα δημιουργήσει φρούδες ελπίδες σε τόσους χιλιάδες υποψηφίους αλλά και άλλους τόσους που θα σπεύσουν να σπουδάσουν Παιδαγωγίκα απλά επειδή θα έχουν ελπίδα. Στην ουσία δεν έχουν καμία πιθανότητα διορισμού.
Θα ήταν σοφότερο λοιπόν η πολιτεία και το πανεπιστήμιο, το πανεπιστήμιο το οποίο μας κατάρτησε για να ασκούμε αυτό το επάγγελμα να συνεργαστούν για να παράξουν σωστή εκπαιδευτική πολιτική. Εκπαιδευτική πολιτική μακρυά από κομματικές παρεμβάσεις. Εκπαιδευτική πολιτική που θα αξιολογείται συστηματικά, θα βελτιώνεται ακούγοντας, βλέποντας και ερευνώντας τα ουσιαστικά προβλήματα και αδυναμίες που δημιουργούνται στις σχολικές μονάδες. Μία εκπαιδευτική πολιτική που θα χτίζει ο κάθε νέος υπουργός πάνω της. Πρέπει να σταματήσουμε να χαλούμε ότι καλό χτίστηκε αλλά να διορθώνουμε τις αδυναμίες. Αναμένουμε από το πανεπιστήμιο να ‘ρθει κοντά στις σχολικές μονάδες, να δοκιμάσει παρεμβατικά προγράμματα και να προτείνει στην πολιτεία τρόπους βελτίωσης του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Μόνο αφήνοντας τα συμφέροντα στην άκρη θα πάμε μπροστά και θα κτίσουμε ένα αξιοζήλευτο εκπαιδευτικό σύστημα.
*Μάχιμη αντικαταστάτρια εκπαιδευτικός (Δημοτικής Εκπαίδευσης)
Bowe, R., Ball, S., and Gold A. (1992). Reforming Education & Changing Schools. Case studies in policy sociology. London: Routledge.
Mainardes, J. and Marcondes, M. (2009). Interview with Stephen J. Ball: a dialogue about social justice, research and education policy. Educational Psychology, 28(5), pp. 279-300.